Μεσάνυχτα! Μια μέρα χάνεται και σβήνει, μ’ όλες τις αμαρτίες της και μια άλλη έρχεται γεμάτη ονειρικές ελπίδες -που αλλοίμονο θα σβήσουν το δειλινό. Οι άνθρωποι και τα ζωντανά του χωριού έχουν παραδοθεί στο μεγάλο ευεργέτη ύπνο και ξεκουράζονται από τον κάματο και τη ζέστη της περασμένης μέρας, ήσυχοι και βέβαιοι, ότι θα ‘ρθει το ξημέρωμα. Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, Βασιλιάς στο στερέωμα, μεσουρανεί, σκορπίζοντας στη γη το δανεικό φως του. Όλα τα λυχνάρια έχουν σβήσει και μόνο σ’ ένα μικρό πετρόχτιστο σπιτάκι στην άκρη του χωριού, ένας λύχνος ανάβει -γιατί η χρεία το καλεί- και το αμυδρό φως του, ζωγραφίζει παράξενα σκιαγραφήματα στους τοίχους του μικρού δωματίου και στο κρεβάτι της ετοιμόγεννης.
Πάνω στο κρεβάτι, σε αχυρένιο στρώμα, η Ελένη βιώνει τους πόνους του τοκετού, και λαχταρά, να φέρει στον κόσμο, το πρώτο της παιδί. Ακούει τις οδηγίες της πρακτικής μαμής -δαγκώνει τα χείλια της, κάνει κουράγιο. Δεν περνά ώρα και να! Φτάνει η στιγμή που η μαμή αναγγέλλει ότι γεννήθηκε αγόρι. Το κλάμα του νεογέννητου -του νέου επισκέπτη της γης- ακούγεται σαν αγγελτήριο σάλπισμα μιας καινούριας μέρας. Η μάνα ξεσπά σε κλάματα χαράς και γέλιο ευτυχίας. Κουρασμένη, από την προσπάθειά της γέννας, αποκοιμιέται ευτυχισμένη. Όλοι ξένοιαστοι φροντίζουν το μωρό που κλαίει -κάποια στιγμή η Μαμή γυρίζει προς το μέρος του κρεβατιού της λεχώνας και βλέπει ένα κόκκινο ποτάμι να τρέχει πάνω στα σεντόνια, σέρνει φωνή, που σαν στριγκλιά μοιάζει, και βεβαιώνει ότι η μάνα πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία.
Ζωή και θάνατος αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι, στον ίδιο χώρο και χρόνο. Ο νεαρός βλαστός της ρίζας του νεκρού κορμιού συνεχίζει το πρωτόγεννο κλάμα του. Δεν ξέρει ότι δεν ήταν γραφτό του να ρουφήξει από τον κόρφο της μάνας του το γάλα της ζωής και να νιώσει την θαλπωρή και τη σιγουριά της αγκαλιάς της. Και ο πατέρας, ο Γιάννης, πέφτει μέσα σε λίγη ώρα από το ζενίθ της χαράς στο Ναδίρ της απελπισίας, νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του, δεν πατεί πουθενά, κοιτάζει τον ουρανό τον ρωτά, απάντηση δεν παίρνει, μόνο τρεις ψιχάλες έρχονται σαν δάκρυ και του βρέχουν το πρόσωπο. Κλαίει για το χαμό μιας μπιστεμένης αγάπης, για το σήμερα και το αύριο του γιου του. Το νεογέννητο εξακολουθεί να κλαίει δίπλα στο νεκρό σώμα της μάνας του. Εκεί το έχουν βάλει. Η αδελφή της νεκρής, η Αργυρή, το παίρνει αγκαλιά κι αρχίζει θρηνώδες τραγούδι. Τα δάκρυα μιας νέας ζωής και τα δάκρυα αποχαιρετισμού μιας ζωής που φεύγει ανακατεύονται στο ίδιο ποτήρι και γίνονται γλυκόξινο δηλητήριο. Αρχίζει να ξημερώνει και αναπάντεχα σαν Άγγελος φαίνεται στην είσοδο του σπιτιού μια γειτόνισσα, φρεσκομάνα, αρπάζει το παιδί ανοίγει τον κόρφο της και του δίνει τον αριστερό μαστό -αυτό συνεχίστηκε για 40 μέρες. Τον δεξιό μαστό, την δεξιά ρόγα την κράτησε για τον δικό της γιο. Τώρα το μωρό ησυχάζει, κοιμάται, και ποιος ξέρει, τι να ονειρεύεται. Οι 40 μέρες περνούν και ο μικρός τώρα μπορεί να πιάσει τη ρόγα της γαϊδούρας, για να μην αρρωστήσει, και της κατσίκας για να τραφεί. Τον μεγαλώνει η αδελφή της μάνας του με άπειρη αγάπη, το βάζει στο στείρο στήθος της, για να νιώθει τη ζεστασιά του, εκείνη δεν έχει γάλα, είναι ανύπαντρη -το βαφτίζει και το λέει Λ…. Ο καιρός περνά, το ορφανό μεγαλώνει με την φροντίδα της θείας του -Μάνα τη φωνάζει. Κι εκείνη του λέει παραμύθια καθ’ αργά, δίπλα στην παραθιά, του λέει για τον Χριστό, για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τις νεράιδες και τους Αγγέλους.
Σιγά σιγά το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τον κόσμο και να ονειρεύεται -ονειρεύεται να γίνει δάσκαλος, να γίνει Μ. Αλέξανδρος, Ιορδάνης ποταμός -ιππεύει καλάμια και αρτίκους, τα ονομάζει άλογα και τρέχει στους δρόμους φωνάζοντας ΝΤΕ! Το βράδυ κοιμάται και ονειρεύεται ότι ακολουθεί ένα φουρτουνιασμένο ποταμό, τον ακολουθεί με γέλιο και κολυμπά στα θολά του νερά, προφητικό τούτο το όνειρο ήταν, γιατί η μετέπειτα ζωή του σαν φουρτουνιασμένο ποτάμι έμοιαζε, το ακολούθησε με γέλιο και χωρίς γκρίνια μέχρι που έφτασε στη θάλασσα μαζί του και έγινε νερό, αλάτι, ατμός.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή είναι πραγματική, άρχισε το 1913 και ολοκληρώθηκε το 1998.