Το μεγαλύτερο κέφι όμως γινότανε την Τσικνοπέμπτη. Κι αυτό επειδή τη μέρα τούτη, όπως την Καθαρή Δευτέρα, όλος ο κόσμος συγκεντρωνότανε στο λόφο του Αστεροσκοπείου, στο Θησείο, κάτω από την Ακρόπολη ή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, όχι βέβαια για να φάει τα νηστήσιμά του αλλά για να καταβροχθίσει το σουβλιστό του αρνί, το κατσίκι του, το κοκορετσάκι του, τη γαρδούμπα του, να πιει την ξανθιά του ρετσίνα ή το κοκκινέλι του και να τραγουδήσει, να χορέψει και να πει τα ευτράπελά του, που τη μέρα αυτή επιτρέπονταν να τα λένε μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, όσο πικάντικα κι αν ήτανε.
Η Τσικνοπέμπτη, δεν έχει καμιά σχέση με το επίσημο εορτολόγιο της Εκκλησίας. Καθιερώθηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του Χριστιανισμού, για ν’ αντικαταστήσει σίγουρα κάποιαν άλλη ειδωλολατρική γιορτή. Ίσως την τελετή των Κρονίων, όπου κατά τον πανηγυρισμό της, γίνονταν θυσίες και ευωχίες προς τιμή του θεού Κρόνου. Τις θυσίες τούτες στον αρχαίο θεό, τις κάνανε συνήθως, παντρεμένες γυναίκες, αγρότισσες. Οι τελευταίες, κόβανε στα τέσσερα μικρά αρνιά και ρίχνανε τα κομμάτια τους πάνω στη φωτιά. Το ίδιο ακριβώς κάνανε κι οι παλιοί Αθηναίοι, την Τσικνοπέμπτη. Οι νοικοκυρές παίρνανε ένα κατσίκι και το σφάζανε. Ύστερα, αφού το ξεγδέρνανε και το καθαρίζανε, το κόβανε στα τρία και το ρίχνανε στ’ αναμμένα κάρβουνα, ψέλνοντας χαμηλόφωνα: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα.
Στην παλιά Αθήνα ακόμα, οι γυναίκες τσίκνιζαν το χοιρινό τους κρέας, για να βγάλουνε το λίπος του και να το στραγγίξουνε μέσα σε ειδικές χύτρες. Το λίπος αυτό το φυλάγανε για να το φάνε μετά τη Σαρακοστή, βάζοντάς το στο φαγητό τους ή στρώνοντάς το πάνω σε ζεστές φρυγανιές. Τούτη η δουλειά γινότανε, όπως και στα παλιά χρόνια, την Πέμπτη της δεύτερης βδομάδας της Αποκριάς. Οι αγρότισσες της Αττικής, την ώρα που λιώνανε τ’ αλείμματα, άμα βλέπανε κανένα πουλί να πετάει πάνω από το κεφάλι τους, πετούσανε κι αυτές από τη χαρά τους. Γιατί, όπως οι αρχαίες συνάδελφές του, πιστεύανε πως εμφανιζότανε ο Κρόνος με μορφή πουλιού, έτσι και τούτες ήτανε σίγουρες πως ο Θεός ερχότανε σαν ένα φτερωτό πλασματάκι, για ν’ ακούσει τις παρακλήσεις τους και να τις πραγματοποιήσει. Αν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν είχανε χοιρινό κρέας, οι γυναίκες τσικνίζανε οτιδήποτε άλλο φαγητό είχανε στη χύτρα τους: φασόλια, λάχανα, φακές, κολοκυθάκια, ρεβίθια κι άλλα. Ήτανε κάτι που το θεωρούσανε απαραίτητο και που αν δεν το κάνανε, νομίζανε πως θα τους πηγαίνανε όλα στραβά. Στο κάψιμο αυτό του κρέατος δεν παίρνανε μέρος ούτε άντρες, ούτε ανύπαντρες κοπέλες. Κι οι γυναίκες που εχτελούσανε την ιεροτελεστία αυτή, ας πούμε έτσι, δεν έπρεπε να είναι χήρες ή να μην έχουνε παιδιά.
Η Τσικνοπέμπτη λεγόταν ακόμα και «Γουρουνοχαρά» και «Γουρουνογιορτή». Και τούτο επειδή τη δεύτερη Πέμπτη της Αποκριάς, γινότανε σε διάφορα μέρη της Αθήνας και γενικά της Αττικής, αληθινό πανηγύρι με γενναίο φαγοπότι από το νοστιμότατο κρέας του γουρουνόπουλου. Την ώρα που τρώγανε και χορεύανε, αν περνούσε κανένας ξένος από ‘κει, τον υποχρεώνανε με το «έτσι θέλω» να καθίσει στο τραπέζι τους, να φάει γερά, να γλεντήσει γενναία και να πει ό,τι θέλει λεύτερα.
Από την άλλη μεριά, όχι μονάχα οι ξένοι που μένανε μόνιμα στην παλιά Αθήνα, αλλά κι οι δικοί μας, οι Φαναριώτες και κάμποσοι άλλοι, που αποτελούσαν την υποτιθέμενη «αριστοκρατία» της μικρής τότε ακόμα πρωτεύουσάς μας, δίνανε στ’ αρχοντικά τους περίφημα μπαλ μασκέ. Ένας τέτοιος χορός, που άφησε εποχή, ήτανε αυτός που δόθηκε στο μεγάλο αρχοντόσπιτο του Δημ. Σούτσου, που βρισκότανε στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Κοραή. Στο χορό αυτό, οι βοσκοπούλες ήτανε ανακατωμένες με ιππότες και παλιάτσους, με πειρατές και ντοτόρους, με μανταρίνους και εμίρηδες, με δουλικά και βασιλόπουλα. Εκεί παραβρίσκονταν κι αρκετοί ηλικιωμένοι κύριοι, συνοδεύοντας τις θυγατέρες τους και φορώντας όσο μπορούσανε απλές αμφιέσεις από φόβο μη… μασκαρευτούν! Ανάμεσα στους τελευταίους, συγκαταλεγότανε και κάποιος καθηγητής του Πανεπιστημίου, που συνόδευε την κόρη του κι είχε φορέσει… φέσι! Μέσα στην αίθουσα του χορού ήτανε και κάποιος Τούρκος μπέης, που είχε πάρει την άδεια από τον οικοδεσπότη να πάει χωρίς αμφίεση, όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά ο γέρο σοφός, μόλις τον είδε, νόμιζε πως ήτανε και κείνος μεταμφιεσμένος κι άρχισε να του κάνει αστεία. Δεν άργησε όμως να πληροφορηθεί την αλήθεια και τότε γίνηκε κατακόκκινος σαν το φέσι του!
Δανδόλειος Βιβλιοθήκη