Με την επανέναρξη των δημοτικών σχολείων στις 11-01-2021, σύσσωμοι οι εκπαιδευτικοί του σχολείου μας, του 9ο δημοτικού σχολείου Ρεθύμνου, αναμέναμε την υπουργική απόφαση για τον τρόπο λειτουργίας τους, τα μέτρα που θα παρθούν από την πολιτεία αλλά και το πρωτόκολλο που αναφέρεται στη διαχείριση κρουσμάτων COVID-19, ώστε τα σχολεία να αποτελούν ένα ασφαλές περιβάλλον τόσο για τους μαθητές και κατ επέκταση τις οικογένειές τους, αλλά και τους εκπαιδευτικούς και το λοιπό προσωπικό που προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σχολείο (υπεύθυνος κυλικείου, προσωπικό καθαριότητας κλπ).
Στο σχολείο μας τηρούμε με ευλάβεια το πρωτόκολλο γύρω από τον COVID-19 και έχουμε πάρει, σαν σύλλογος αλλά και ο καθένας ατομικά, όλα τα απαραίτητα μέτρα, όπως αυτά ορίζονται, αντιλαμβανόμενοι το μερίδιο της ατομικής ευθύνης που έχουμε ως εκπαιδευτικοί αλλά και πολίτες μιας χώρας που πλήττεται από την πανδημία.
Παρόλα αυτά, με αφορμή περιστατικό που παρουσιάστηκε στο σχολείο μας, θα θέλαμε να θίξουμε ορισμένα σημεία που θεωρούμε ότι χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής γύρω από το πρωτόκολλο διαχείρισης των κρουσμάτων COVID -19, σημεία τα οποία μπορούν εν δυνάμει να λειτουργήσουν ανασταλτικά στον έλεγχο των κρουσμάτων σε σχολικούς χώρους, αλλά και ευρύτερα. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση που νοσήσει γονέας μαθητή/τριας του σχολείου, τότε το πρωτόκολλο προβλέπει την 14ήμερη παραμονή του παιδιού στο σπίτι, χωρίς να του γίνει τεστ για πιθανή μόλυνσή του. Αρκείται δηλαδή στην υποχρέωση του παιδιού να παραμείνει στο σπίτι για 14 ημέρες, αφού δεν εμφανίζει συμπτώματα σχετικά με τον ιό.
Από την άλλη μεριά, για το τμήμα που φοιτά ο μαθητής/τρια του/της οποίου-/ας ο γονέας, ή και οι δύο γονείς νοσούν, δεν προβλέπεται καμία επιδημιολογική εξέταση, από τη στιγμή που το παιδί δεν παρουσίασε συμπτώματα για όσο διάστημα ερχόταν στο σχολείο. Λαμβάνοντας υπόψη και τη δήλωση των επιδημιολόγων, πως τα μικρά παιδιά είναι συχνά ασυμπτωματικά, σε συνδυασμό με τη γνώση ότι από την προσβολή ενός ατόμου από έναν ιό, χρειάζεται ενίοτε ένα εύλογο διάστημα μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα (ακόμα και των ενηλίκων), τότε πώς γνωρίζουμε ότι το παιδί δεν είχε προσβληθεί από τον ιό, όταν ακόμα ερχόταν στο σχολείο και ότι ο ιός αυτή τη στιγμή δε διασπείρεται στο τμήμα αλλά και σε όλο το σχολείο; Για ανάλογες περιπτώσεις δεν προβλέπεται καμία ιχνηλάτηση επαφών, κανένα τεστ σε μαθητές του τμήματος που φοιτά παιδί με άτομο του οικογενειακού περιβάλλοντος ασθενή αλλά ούτε και στους εκπαιδευτικούς που ήρθαν σε επαφή με το παιδί.
Εκτός από ιχνηλάτηση επαφών, σύμφωνα με το πρωτόκολλο δεν προβλέπεται ούτε απολύμανση των αιθουσών και των κοινόχρηστων χώρων στους οποίους βρέθηκε το παιδί, πριν τεθεί σε καραντίνα. Επομένως, εάν στο διάστημα που το παιδί ερχόταν ακόμα στο σχολείο, είχε ήδη προσβληθεί από τον ιό, χωρίς συμπτώματα μέχρι εκείνη τη στιγμή, αυτό και μόνο θα μπορούσε να οδηγήσει αυτόματα σε διασπορά του μεταφερόμενου με τα σταγονίδια ιού στην αίθουσα αλλά και σε άλλους κλειστούς χώρους του σχολείου. Η ενδεχόμενη διασπορά του ιού μέσω των σταγονιδίων του αέρα, θα λειτουργούσε μόνο προσθετικά στην επικινδυνότητα των χώρων του σχολείου, καθώς με τη 1,5 καθαρίστρια που δικαιούται το σχολείο είναι ιδιαίτερα δύσκολη, έως αδύνατη, η εφαρμογή των οδηγιών του πρωτοκόλλου, παρότι το προσωπικό καθαριότητας που απασχολείται σε αυτό, αυτό το διάστημα έχει εξαντληθεί σωματικά και ψυχικά απο την υπερπροσπάθεια.
Και μετά από όλα αυτά αναρωτιόμαστε: Πώς μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς και να καθησυχάζουμε τους μαθητές και τις οικογένειές τους, όταν γνωρίζουμε ότι ένα παιδί που εκτίθεται επί μέρες σε έναν ιό στο σπίτι του, έρχεται στο σχολείο, μέχρι η κλινική εικόνα του γονέα- ασθενή να χειροτερέψει, ώστε να υποβληθεί σε τεστ, ενώ δεν προβλέπεται τεστ για το παιδί, πρωτίστως, αλλά ούτε για τα υπόλοιπα του τμήματος στο οποίο φοιτά. Πώς επίσης να νιώθουμε ασφάλεια σε χώρους που ενδεχομένως να μην καθαρίζονται επαρκώς, λόγω έλλειψης επαρκούς προσωπικού καθαριότητας, παρά την αυτοθυσία του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος ο ιός να διασπείρεται στο σχολείο;
Φυσικά οι οδηγίες του πρωτοκόλλου COVID-19 αναφορικά με την αντιμετώπιση ενδιάμεσων κρουσμάτων στα σχολεία (με νόσηση γονέα-έων) εφαρμόζονται μέχρι αυτήν τη στιγμή στη δική μας σχολική μονάδα. Σε ανάλογη περίπτωση με τη δική μας, με γονέα που χαρακτηρίστηκε ως ύποπτο κρούσμα, βρεφονηπιακός σταθμός του δήμου Ρεθύμνης έκλεισε προληπτικά αλλά και για να γίνει απολύμανση των χώρων, ενώ ταυτόχρονα διενεργήθηκε και τεστ στο παιδί, για προληπτικούς λόγους, όπως έγινε γνωστό στον τύπο (σε τοπικό ειδησεογραφικό δίκτυο, με ημερομηνία, 3/2/2021).
Ακόμα και αν φανούμε αισιόδοξοι, ελπίζοντας ότι μέσα στο 14ήμερο που διανύουμε δε θα εμφανιστεί κρούσμα στο τμήμα αυτό και δεν έχει υπάρξει διασπορά του ιού, τότε παρουσιάζεται ένα επιπλέον ζήτημα. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, δεν προβλέπεται η διενέργεια τεστ στο παιδί με τον νοσούντα γονέα πριν την επιστροφή του στο σχολείο, εάν το ίδιο δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Με άλλα λόγια, ένα παιδί, εκτίθεται στον ιό λόγω του ασθενούς γονέα με την παραμονή του στο σπίτι επί 14 ημέρες, χωρίς να γνωρίζει κάποιος αν τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (έλλειψη διαφορετικών χώρων) ή/και άλλων παραγόντων. Αυτό το παιδί λοιπόν, αφού δεν έχει συμπτώματα, όσο γνωρίζουμε φυσικά, επιστρέφει στο τμήμα του, χωρίς να γίνει καν ένας προληπτικός έλεγχος. Πώς λοιπόν εμείς ως εκπαιδευτικοί μπορούμε να εγγυηθούμε για την ασφάλεια των υπόλοιπων παιδιών, εάν δεν έχουμε ένα στοιχείο που να πιστοποιεί την υγεία του παιδιού, μετά από 14 ήμερη έκθεσή του στον ιό, κάτω από άγνωστες, προφανώς, σε εμάς συνθήκες; Πώς επίσης μπορούμε να αποφύγουμε τυχόν στοχοποίηση του παιδιού από τα υπόλοιπα και τις οικογένειές τους για ένα θέμα τόσο ευαίσθητο;
Ως εκπαιδευτικοί κάνουμε καθημερινά το ανθρωπίνως εφικτό ώστε να διασφαλιστεί η κατά το δυνατό ασφαλής παρουσία των μαθητών/τριών στο σχολείο μας. Η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική για όλους, οι χώροι αερίζονται επαρκώς και γίνεται επιτήρηση στην τήρηση των αποστάσεων. Οι οδηγίες που έχουμε ακολουθούνται από την πλευρά μας πιστά. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που ο καθένας μπορεί να προσβληθεί από τον ιό ανά πάσα στιγμή, ακόμα και λαμβάνοντας τα μέτρα, εντός και εκτός σχολείου, και ενώ είναι αυτονόητο ότι οι μαθητές/τριες, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, έχουν οικογένειες και στενές επαφές με άλλους ανθρώπους, είναι φυσικό το σχολείο να μη θεωρείται ένα αποστειρωμένο περιβάλλον όπου ο ιός μένει εκτός. Αν θέλουμε να θεωρείται ο χώρος του σχολείου ένα, στην ουσία του, ασφαλές περιβάλλον, τότε ακόμα και σε «έμμεσες» επαφές, με την προσβολή από τον COVID-19 γονέα ή συγγενή Α΄ βαθμού μαθητή/τριας ή εκπαιδευτικού, είναι αναγκαίο να γίνεται συστηματικός επιδημιολογικός έλεγχος, ενδελεχής ιχνηλάτηση επαφών, συχνές απολυμάνσεις στους χώρους και διενέργεια προληπτικών τεστ σε μαθητές/τριες του τμήματος, εκπαιδευτικούς και πρωτίστως στο παιδί που επί 14 ημέρες βρίσκεται στο σπίτι όπου υπάρχει ασθενής COVID-19, τόσο κατά την παραμονή του εκεί, όσο και πριν αυτό επιστρέψει στο σχολείο.
Έπειτα από τις παραπάνω καταθέσεις ακολουθεί το ερώτημα: όταν η ατομική ευθύνη, αλλά και η ευθύνη ενός θεσμού, όπως αυτός του σχολείου, στο επίπεδο της πρόληψης, εξαντλεί το πλαίσιο των δυνατοτήτων του, μήπως εκεί είναι το σημείο που ξεκινά επιτέλους η ευθύνη της πολιτείας;
Σύλλογος διδασκόντων και Σύλλογος γονέων του 9ου Δ.Σ. Ρεθύμνου