Ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποια άλλα μέρη, πολύ πιο ταπεινά, αλλά με μπόλικο παρελθόν πίσω τους. Ένα από αυτά, είναι και το μαγαζί κεραμικών της Αλεξάνδρας Κανελλάκη, 86 ετών σήμερα, το οποίο βρίσκεται «κρυμμένο», στο δρόμο πίσω από το δημαρχείο και απέναντι από την εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων.
Απ’ έξω, δεν υπάρχει καμία επιγραφή, μόνο μια κόλα χαρτί κολλημένη στο τζάμι που ενημερώνει πως μέσα βρίσκονται κεραμικά σε καλές τιμές. Η τζαμαρία με τα στοιβαγμένα πήλινα σκεύη σε κάνει να αναρωτιέσαι: Είναι μήπως εργαστήριο κεραμικής; Η απάντηση είναι όχι, όμως για να το ξεκαθαρίσεις θα πρέπει να μπεις μέσα. Εκεί μια ηλικιωμένη κυρία κάθεται μπροστά σε κάτι πήλινα λυχναράκια και κουμπαράδες διαφόρων μεγεθών. Είναι η 86χρονη σήμερα ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, Αλεξάνδρα Κανελλάκη. Το πρώτο πράγμα που ξεχωρίζει πάνω της είναι το γεμάτο σπιρτάδα βλέμμα της κι ένα όμορφο χαμόγελο καλωσορίσματος. Όπως διηγείται στα «Ρ.Ν.» η ίδια, το μαγαζί το άνοιξε ο άντρας της κοντά στα ’50. «Του Κανελλάκη το λέγανε το μαγαζί, γιατί το έκανε ο άντρας μου από τα ’50. Εκείνος πήγαινε από διάφορα νησιά και φόρτωνε τσικάλια της Σίφνου, πιθάρια Κορώνης, είδη που είχαν όνομα δηλαδή. Τα τσικάλια της Σίφνου τα βάνεις στη φωτιά και δε σπάνε. Και τα πιθάρια της Κορώνης ήταν πολύ ωραία, στρογγυλά και μεγάλα και βάνανε το λάδι» παρέθεσε η ίδια σχετικά με το πως λειτουργούσε η επιχείρηση τα παλιότερα χρόνια.
Τα δύο μαγαζιά που συστεγάζονταν εκεί στο παρελθόν
Το δίχωρο μαγαζί, όπως σωστά μπορεί να θυμούνται οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, ήταν στο παρελθόν δύο ξεχωριστές επιχειρήσεις. Στη γωνία, το ψαράδικο του Γιώργου Κανελλάκη και στο διπλανό δωμάτιο, ο χώρος που έφερνε τα πήλινα σκεύη από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μέχρι και σήμερα, αν κανείς μπει στο μαγαζί, από την είσοδο της γωνίας, με μια προσεκτική ματιά θα εντοπίσει το μικρό άνοιγμα που κάποτε χρησιμοποιούταν ως ψυγείο, ενώ αντικρίζοντας τον παλιό ξύλινο πάγκο με τις πήλινες κατασκευές, εύκολα τον φαντάζεται γεμάτο φρέσκα ψάρια που η μυρωδιά τους έφευγε απ’ τη Γερακάρη κι έφτανε ως τα πεταλάδικα.
Κατά τη διάρκεια της κουβέντας θυμάται κι έναν παλιότερο «ανταγωνιστή», τον Κουτούφαλη, που διατηρούσε επίσης στο Ρέθυμνο κατάστημα με πήλινα σκεύη. «Δεν υπάρχει πλέον άλλο μαγαζί σαν αυτό που να είναι τόσο παλιό. Ήτανε μια φορά άλλος ένας πιο παλιά και τον ελέγανε Κουτούφαλη, κι έκανε την ίδια δουλειά κι αυτός. Αλλά τώρα έχει μείνει μόνο αυτό. Το ίδιο όπως παλιά. Όπως ήτανε», τονίζει χαρακτηριστικά.
«Ο κόσμος χρησιμοποιούσε αυτά τα πράγματα»
Διηγείται τα «παλιά», τότε που η επιχείρηση είχε πολλούς πελάτες και συνεργάτες από τη Σίφνο, μέχρι τις Μαργαρίτες. «Κείνα τα χρόνια βγάζαμε πολλά λεφτά. Γιατί ο κόσμος χρησιμοποιούσε αυτά τα πράγματα, αυτά τα τσικάλια, αυτά τα πιάτα, τέτοιες χωμάτινες κανάτες», θυμάται και αναφέρεται σ’ έναν διάσημο ντόπιο κατασκευαστή πιθαριών τον Μαρούλη. «Έχω κι ένα πιθάρι μέσα από πριν έρθουν οι Γερμανοί. Ο Μαρούλης, ήταν ο καλύτερος μάστορας που έφτιαχνε πιθάρια, απ’ τις Μαργαρίτες. Ήταν εύκολο να κάνεις μικρά πιθάρια, αλλά μεγάλα ήταν πολύ δύσκολο. Και τον εσκοτώσαν οι Γερμανοί. Έχω λοιπόν ένα δικό του πιθάρι που έχει και τη σφραγίδα του», λέει γι’ αυτόν, καθώς οδηγούμαστε σ’ έναν ακόμη ταπεινότερο χώρο, όπου βρίσκεται το εν λόγω πιθάρι. Σκύβει να ξεχωρίσει τα πιθάρια, που σε κάποιον τρίτο φαίνονται όμοια και αμέσως, σχεδόν χωρίς να κοιτάξει, δείχνει τη σφραγίδα του.
Ύστερα επιστρέφουμε στον αρχικό χώρο και ξεκινά η περιήγηση στο κυρίως μαγαζί. Ανάμεσα στα ράφια στριμωγμένα, άτακτα, τουριστικά σουβενίρ από την Κρήτη, την Ελλάδα, παλιά και νεότερα πήλινα σκεύη, στάμνες, ποτήρια και πιάτα. «Το σταμνί αυτό το έχω όπως ήταν παλιά. Απάνω του, βάζανε την «αγκάθα» και πάνω σ’ αυτή την αγκάθα δεν πηγαίνει μαμούνι. Και γι’ αυτό το χόρτο το λέγαμε «σταμναγκάθι». Αυτό εδώ (σ.σ. δείχνει ένα άλλο σκεύος), το βάζανε στο καζάνι και κατέβαινε η ρακί και σε τέτοια πιθάρια βάζαμε αγκινάρες, τυράκια κλπ. Από πάνω βάνανε ένα πανί κι απάνω από το πανί ένα ξύλο. Οπότε ήταν ασφαλισμένο. Όλα αυτά τα έζησα εγώ», εξηγεί επιδεικνύοντας τα «πολυτιμότερα» κομμάτια της.
«Μέχρι να μπορώ να κατεβαίνω θα κατεβαίνω»
Πάντως η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια δε φαίνεται διατεθειμένη να αποσυρθεί. «Τώρα μου λένε τα παιδιά «άφησέ το να το νοικιάσουμε και θα παίρνουμε πολύ περισσότερα λεφτά». Εγώ όμως μέχρι να μπορώ να κατεβαίνω θα κατεβαίνω. Περνάει και η ώρα μου, τι να κάνουμε; Παίρνω ακόμη ορισμένα μικρά πράγματα, όπως λυχναράκια, ή κουμπαράδες και τα πουλάω. Πότε ένα, πότε δύο, πότε κανένα. Το καλοκαίρι που είναι οι τουρίστες κάνω κάτι. Τους αρέσουν όλα αυτά. Αυτές οι κουτάλες, αυτά τα πιάτα, αυτές τις κανάτες, οι τουρίστες τα παίρνουν. Καταλαβαίνουν γιατί τα χρησιμοποιούσαμε και παρόλο που εγώ δεν ξέρω τη γλώσσα τους, είναι πολύ έξυπνοι κι αντιλαμβάνονται αμέσως τι τους λες. Μου λένε «σαλάτα», που βάζουν τη σαλάτα; ή το κρασί».
Όπως φαίνεται από τα λεγόμενά της, η βγαλμένη από το παρελθόν διακόσμηση και διαρρύθμιση του μαγαζιού ενθουσιάζει τους ξένους, που το καλοκαίρι το επισκέπτονται. «Να ξέρεις, οι ξένοι, τους αρέσει πάρα πολύ όταν τους βάνω μέσα (γέλια). Τους κάνει μεγάλη εντύπωση το παλιό, το «γεροντίστικο» που λέμε. Φέτος δεν έκανα πολύ δουλειά γιατί ήρθανε παιδιά, νέα, δεν τους κάνουν εντύπωση όλα αυτά. Οι μεγάλοι θέλουν να παίρνουν δωράκια και τέτοια». Κι αν στους ξένους φαίνεται ελκυστικό, η κυρία Αλεξάνδρα στο τέλος της κουβέντας ζητάει και τη γνώμη μας. «Εσένα πως σου φαίνεται;», ρωτάει κοιτώντας με βλέμμα εξεταστικό.
Αντί επιλόγου, ως απάντηση στην ερώτηση της κυρίας Κανελλάκη, μια διαφορετική εκδοχή της εισαγωγής: Τα χρόνια περνούν και η πολιτεία του Ρεθύμνου προσπαθεί να τα προλάβει. Η πόλη εκσυγχρονίζεται, μεγαλώνει κι εμπλουτίζεται. Κάποια σημεία της όμως παραμένουν ανεπηρέαστα από την ταχύτητα της εποχής και στέκονται ακίνητα, ζωντανά μνημεία της λαογραφίας και ιστορίας της. Ο βιαστικά διερχόμενος Ρεθεμνιώτης μες στη φούρια της καθημερινότητας δύσκολα θα τα εντοπίσει. Ο περαστικός όμως θα κοντοσταθεί λιγάκι και θα αφήσει τις μικρές λεπτομέρειές τους να του «διηγηθούν» πράγματα από τη ζωή στο παλιό Ρέθεμνος.