Οι κυριότερες είναι από το σχολείο, και από την καθημερινή παιδική μου ζωή, που όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής είχε πολύ Βασιλάκη Καΐλα, Μάρθα Βούρτση και Ξανθόπουλο, αλλά δεν είχε τηλεόραση και τηλεοπτικά σκουπίδια που είναι στην ημερήσια διάταξη σήμερα. Περνώντας προχθές από την πλατεία Μικρασιατών και το 1ο Δημοτικό Σχολείο, ένιωσα σαν να είμαι στην πρώτη δημοτικού, εκεί στη δεκαετία του 60… τότε που το προνόμιο του ηλεκτρικού ρεύματος δεν το είχαν όλοι οι Έλληνες και για θέρμανση στα σχολεία ούτε λόγος! Μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει καταργηθεί το υποχρεωτικό πηλίκιο στους μαθητές, και το πρωινό γεύμα στα σχολεία. Το κουλούρι είχε μισή δραχμή όπως και το χωνάκι το παγωτό!
Βρισκόμαστε λοιπόν στη δεκαετία του 60 τότε που ντύναμε τα βιβλία μας με την μπλε κόλλα και την άσπρη ετικέτα απ’ έξω. Σε όλα τα σχολεία υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες από νάρκες, γιατί παντού υπήρχαν επικίνδυνα υπολείμματα του β’ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου. Υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες με τους ήρωες του 1821 και ακόμα και ο πιο άσχετος μαθητής ήξερε να σου πει με το σωστό όνομα και τι ήταν, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, και η Μπουμπουλίνα. Το ξύλο από δάσκαλους και καθηγητές για ψύλλου πήδημα, είναι στην ημερήσια διάταξη και οι γονείς όχι μόνο δεν διαμαρτύρονται, αλλά εγκρίνουν και επαυξάνουν τη μέθοδο διδασκαλίας που βγήκε από τον παράδεισο!
Η πόλη μας έχει όρια μέχρι το Νοσοκομείο, τον Αγ. Νικόλαο και το Κολωνάκι. Τα εξοχικά κέντρα είναι του Ρουσάκη στον Αγ. Νικόλαο, του Κορώνη στον Κουμπέ, που κάποτε ένας λυρατζής, για να τον πικάρει, ενώ έπαιζε στο κέντρο του, είπε τη μαντινάδα, «στο Ρέθυμνο εις τον Κουμπέ στο κέντρο του Κορώνη, απού πιστεύει στο θεό εκειά να μη σιμώνει!» Και έγινε χαμός! και η γνωστή ακόμα και σήμερα ταβέρνα του Γαβαλά στα Μυσίρια. Ο περιφερειακός δρόμος φτιάχνονταν και είχε μείνει ένα τελευταίο κομμάτι του στο γήπεδο Σοχώρας, για να τελειώσει.
Τα αυτοκίνητα είναι ελάχιστα και εμείς οι πιτσιρικάδες παίζουμε ποδόσφαιρο ακόμα και στη μέση της κεντρικής λεωφόρου! Το ΚΤΕΛ είναι στους Τέσσερις Μάρτυρες, εκεί που είναι σήμερα η γενική τράπεζα και ο δρόμος από του σημερινού Νύκταρη μέχρι τη μεγάλη πόρτα είναι ακόμα χωμάτινος, ο οποίος ασφαλτοστρώνεται δυο μέρες πριν έρθει ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, για τα 100 χρόνια της επετείου του ολοκαυτώματος του Αρκαδιού!
Ο τραγικός εμφύλιος που είχε διαλύσει τη χώρα, έχει τελειώσει αρκετά χρόνια πριν, αλλά δεν έχουν κλείσει όλοι οι λογαριασμοί… με αποτέλεσμα αρκετοί συμπολίτες και οικογενειακοί φίλοι να βρίσκονται για μόνιμες «διακοπές» στη Μακρόνησο, τη Γυάρο και σε άλλα ειδυλλιακά ξερονήσια… Ο κόσμος προσπαθεί να φτιάξει και να οργανώσει τη ζωή του, κάνοντας σχεδόν τα πάντα! Οι δουλειές είναι λιγοστές και το χρήμα ακόμα πιο λίγο, που το έχουν συγκεκριμένα άτομα, όπως γίνεται συνήθως, και μπορούσαν να ελέγχουν σχεδόν τα πάντα σε κάθε γωνιά της χώρας. Ο καθημερινός αγώνας του κοσμάκη γίνεται στην κυριολεξία για ένα πιάτο φαΐ, για ένα τρύπιο παντελόνι ή φουστάνι, και για ένα ζευγάρι παπούτσια. Για να βρεθούν όμως ακόμα κι αυτά, χρειάζεται πολύ τρέξιμο και αγώνας για το μεροκάματο. Στο λιμάνι του Ρεθύμνου για να κάνεις μεροκάματο πρέπει πρώτα να περάσεις από το γραφείο του βουλευτή και να πάρεις σημείωμα!
Θυμάμαι που σχεδόν κάθε μέρα τη δεκαετία του 60, έφταναν στην πόλη αρκετά άτομα εγκαταλείποντας τα χωριά τους, με την ελπίδα μιας καινούργιας ζωής. Όσοι δεν έβρισκαν δουλειά, έκαναν αυτό που τους απέμενε για μια καλύτερη ζωή, έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς. Και… τον ακολούθησαν πολλοί. Σχεδόν άλλη μια Ελλάδα τότε, σκορπίστηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και έστελνε για πολλά χρόνια πολύτιμο συνάλλαγμα, σε όσους είχαν μείνει πίσω. Όμως και η εσωτερική μετανάστευση κράτησε πάρα πολλά χρόνια. Δεκάδες εκθέσεις γράψαμε στο σχολείο για την αστυφιλία και την αποταμίευση! Η ειρωνεία είναι ότι αυτοί που μας επέβαλαν να γράφουμε τις εκθέσεις για την αποταμίευση (υπουργείο Παιδείας και υπόλοιπα υπουργεία), οδήγησαν τελικά τη χώρα στην δραματική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, αφού δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν αποταμίευση στο κράτος!
Οι συνθήκες δουλειάς για τους περισσότερους ήταν πάντα σκληρές, αδυσώπητες, και πολλές φορές απάνθρωπες! Ακόμα και τα παιδάκια, ασχολιόντουσαν σε δουλειές του ποδαριού για να συνεισφέρουν όπως μπορούσαν στον οικογενειακό προϋπολογισμό, που έτσι κι αλλιώς ήταν για τους περισσότερους πενιχρός. Θυμάμαι συμμαθητές, αδέρφια πολυμελούς οικογένειας, με τον νταβά δεμένο στο λαιμό από μικρή ηλικία να πουλάνε κάλτσες, τσατσάρες, τσιμπιδάκια, καθρεφτάκια, ξυραφάκια και ότι δεν μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους, αλλά που να μπορεί όμως να χωρέσει, σ’ ένα τελάρο κρεμασμένο από το λαιμό. Που χρόνος για διάβασμα… Έβγαλαν όμως πολλά πανεπιστήμια στη δουλειά και στη ζωή, που τους αντάμειψε αργότερα κάνοντάς τους από τους σημαντικότερους εμπόρους της πόλης μας σήμερα.
Θυμήθηκα που τα τεφτέρια των τσαγκάρηδων, των ραφτάδων και πιο πολύ των μπακάληδων, έπαιρναν κάθε μέρα φωτιά. Βάλε μισό κιλό ρύζι, ένα χαρτί μακαρόνια, ζάχαρη και… γράφτα!».
Οι φυλλάδες στα περίπτερα αγοράζονται με μιάμιση δραχμή όπως λέει κι ο Σαββόπουλος σε ένα τραγούδι του, την παράγκα… επιβάλλεται όμως να παίρνεις μόνο Ακρόπολη, βραδινή ή απογευματινή, γιατί ο περιπτεράς ακόμα δίνει πληροφορίες στην ασφάλεια…
Ο κόσμος κάθε Κυριακή το καλοκαίρι έκανε βόλτα στην παραλία και τον χειμώνα στη λεωφόρο. Ο καστανάς στη γωνία του κήπου, απέναντι από το σημερινό Νύκταρη, ήταν πάντα έτοιμος να γεμίσει στους περαστικούς το χωνάκι με τον χειμερινό γευστικό καρπό! Το καλοκαίρι τα κάστανα τα αντικαθιστούσαν τα χλωρά ρεβίθια, στην παραλία, στον κινηματογράφο και στις καθημερινές μας βόλτες.
Το φθινόπωρο υπήρχαν τα κορόμηλα καλυμμένα από κόκκινο σιρόπι σε μορφή γλειφιτζουριού, καρφωμένα σε ένα μακρύ ξύλινο καλαμάκι που ξετρέλαιναν τα παιδιά. Ο γαλατάς, με το ανοξείδωτο δοχείο, μας έδινε γάλα από πόρτα σε πόρτα και όχι όπως σήμερα που αγοράζουμε νεροζούμι στο χρώμα του γάλακτος και ξανά επεξεργασμένο μέχρι και έξι φορές! Γιαουρτάκι παίρναμε φρέσκο ημέρας από του Μαμαλάκη, στο στενό της αγοράς δίπλα στη μόκα, ή από του Περβολιανάκη στο Μακρύ Στενό, κομμένο μέσα από την πήλινη λεκάνη.
Θυμήθηκα το νερουλά που έφερνε το νερό από την Τρούμπα του Κουμπέ με το κάρο και που το άφηνε έξω από το κατάστημα του πατέρα μου στην Τσουδερών, για να πουλήσει το νερό.
Πολλά άτομα, από τα γύρω στην πόλη χωριά, έφταναν το πρωί με το γαϊδουράκι για να πουλήσουν προϊόντα που είχαν φέρει από το χωριό για να μπορέσουν να αγοράσουν άλλα για το σπίτι τους.
Τα καλοκαίρια το μεσημέρι περνούσε η καταβρεχτήρα του δήμου για να βρέξει τους δρόμους και να δροσίσει λίγο την πόλη, αφού τα αίρ κοντίσιον ήταν άγνωστα τότε. Ο παγωτατζής περνούσε από τις γειτονιές, με το ποδήλατο ψυγείο με πάγο και τα παγωτά Όλυμπος ξυλάκι, που τα φουσκώναμε με το στόμα για να τα ανοίξουμε.
Η θάλασσα στην παραλία ήταν εκεί που είναι σήμερα οι φοίνικες και κάθε μεσημέρι ένα τσούρμο παιδιά, αλλά και μεγάλοι, χαζεύαμε το γέρο Κανά που έριχνε με περίσσια τέχνη τον πεζόβολο πιάνοντας πάντα πολλά ψάρια, ή δοκιμάζοντας οι ίδιοι την τύχη μας ψαρεύοντας. Τηλεόραση δεν υπήρχε και κάθε Κυριακή όλο το Ρέθυμνο αναστέναζε στη Σοχώρα για να βλέπει το Ρεθυμνιακό που έπαιζε στη Β’ εθνική, ενώ τα παιδιά αναστενάζαμε στις αλάνες, που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά, με γνωστότερη εκείνη της περβόλας στο τρίτο δημοτικό, παίζοντας κάθε είδους παιχνίδι που μπορούσαμε να σοφιστούμε.
Θυμάμαι που τα Χριστούγεννα ήταν αποκλειστικά δικά μας, των παιδιών. Γεμίζαμε τους δρόμους της πόλης να πούμε τα κάλαντα, οι περισσότεροι από μας για να τσοντάρουμε στα οικογενειακά έξοδα, αλλά και για να πάρουμε κανένα παιχνίδι, σαν παιδιά που ήμασταν τότε κι εμείς, επειδή λόγω φτώχειας στα περισσότερα παιδιά τότε, δεν πήγαινε ποτέ ο Αϊ Βασίλης! Σήμερα τα παιδιά, παρά την οικονομική κρίση, έχουν πλέον τόσα δώρα, που δεν έχουν κίνητρα πια για να πουν τα κάλαντα. Τα τελευταία χρόνια πολλοί φίλοι μου κάνουν παράπονα, πως ούτε ένα χτύπημα δεν έχει ακουστεί σε πολλά κουδούνια σπιτιών στην πόλη, παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, για να ακούσουν τις παιδικές γλυκές φωνές να λένε τα κάλαντα. Μήπως τελικά να μαζευόμαστε καμιά παρέα παιδιών της δεκαετίας του 60 να τα λέγαμε στους υπόλοιπους για να μην έχουν παράπονα;
Με την ευχή για καλύτερες μέρες, για πάντα όμορφες αναμνήσεις, για υγεία, ευτυχία, χαρά, καλές γιορτές σε όλο τον κόσμο.
* Ο Βαγγέλης Παπαδάκις είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής