Η ψυχαγωγία ήταν ανέκαθεν μια διέξοδος για τους ντόπιους όταν τους βασάνιζε η μιζέρια.
Οι πρώτες αναφορές που έχουμε αφορούν την εποχή της Κρητικής Πολιτείας με τους Ρώσους, οι οποίοι επηρεάζουν την ψυχαγωγία των Ρεθυμνιωτών. Σαφής είναι και η επιρροή του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου. Από αφήγηση του Θεμιστοκλή Βαλαρή διαπιστώνουμε πως η πρώτη ελεύθερη περίοδος γιορτάζεται έντονα από τον κόσμο, υποδέχονται μεταμφιεσμένοι και πετούν φασόλια και μπιζέλια. Διαπιστώνουμε ότι διοργανώνεται καρναβάλι από το 1901, σύμφωνα με την εφημερίδα «Πατρίς», διότι έχουμε προσφωνήσεις, αντιφωνήσεις καρνάβαλου. Διοργανώσεις Καρναβαλιού έχουμε και από τον Καλομενόπουλο σε δυο χαρακτηριστικά του ποιήματα «Παλιές Απόκριες» και «Πολύ παλιές απόκριες». Το 1912 – 1913 είναι σε εξέλιξη ο πόλεμος. Από αφήγηση του Μιχάλη Παπαδάκη δικηγόρου από το Βάτο Αγίου Βασιλείου, διαπιστώνουμε ότι έκαναν παρέλαση καρναβαλιού με άρμα. Το ίδιο και το 1916 όπου από λεπτομέρειες που διέσωσε πάλι ο Παπαδάκης, πληροφορούμαστε ότι υπάρχουν στοιχεία αποκριάτικων εκδηλώσεων του καρναβαλιού. Με την υποδομή που δημιούργησε ο Σπανδάγος, το περίφημο «Ιδαίον Άντρο», ξεκινούν οι αποκριάτικοι χοροί, οι οποίοι είναι προσαρμοσμένοι σε ευρωπαϊκά πρότυπα, μιλάμε για καντρίλιες, Σοτίς και Λανσέδες. Οι λιγοστές εύπορες οικογένειες του Ρεθύμνου συμμετέχουν στους χώρους και μάλιστα ράβουν τις τουαλέτες τους ακόμη και στο Παρίσι. Το διαπιστώνουμε στο κείμενο της αντιφώνησής του Καρνάβαλου, που τους «ξεφωνίζει»! Διοργανώνονται λοιπόν οι χοροί, με πρωτοστάτες το Σύλλογο των Κυριών και το Λύκειο των Ελληνίδων.
Οι κοινωνικοί κώδικες του γλεντιού
Από μαρτυρία του Μανώλη Βογιατζάκη για τα ήθη της εποχής διαπιστώνουμε πως ήταν αδιανόητο να πάνε οι κοπέλες στο χώρο ασυνόδευτες. Πήγαιναν πάντοτε συνοδεία από γονείς, αδελφούς ή εξαδέλφους α’ βαθμού. Στο χώρο του χορού κάθονταν σε ημικύκλιο οι κοπέλες πίσω από τους γονείς, όμως φρόντιζαν να έχουν οπτική επαφή με τους νεαρούς. Στο α’ μέρος οι νεαροί πήγαιναν όλοι μαζί να τις ζητήσουν σε χορό, ώστε να μη φανεί ότι είναι εσκεμμένο. Επειδή απαγορεύονταν να ακουμπήσουν τις κοπέλες την πλάτη γι’ αυτό και φορούσαν επίσημο κοστούμι οι άνδρες με γάντια στα χέρια. Μετά τους χορούς οι νέοι και οι νέες περνούσαν από το μπουφέ για να δοκιμάσουν τους μεζέδες που ετοίμασαν οι διοργανωτές. Στη συνέχεια ξεκινούσε ξανά ο χορός και αν τραγουδούσαν επέλεγαν αποσπάσματα από άριες, από όπερες και οπερέτες όπως μας πληροφορεί στην εφημερίδα «Αγών» ο Σπανδάγος .
Στους χορούς συμμετείχαν οι καταξιωμένες κοινωνικά οικογένειες του Ρεθύμνου, γίνονταν δηλαδή δεκτά τα τζάκια. Ήταν άλλωστε και οι μόνες που μπορούσαν να πληρώσουν την είσοδο στο χώρο και την αμφίεση που επιβάλλονταν να έχουν.
Ο απλός κόσμος διασκέδαζε σε οικογενειακές συναθροίσεις και σε επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Σε αυτές τις ομάδες των επισκεπτών αρκούσε να είναι ένας γνωστός για να γίνουν δεκτοί και οι υπόλοιποι της παρέας. Επίσης, δεν υπήρχε ώρα κοινής ησυχίας. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά ανά πάσα στιγμή για να δεχτούν φίλους μασκαρεμένους. Παρ’ όλα αυτά δεν παρατηρούνταν έκτροπα. Όλα γίνονταν με σεβασμό στις κυρίες και στις δεσποινίδες του σπιτιού.
Για τις γυναίκες πάντως ήταν απαγορευτική κάθε συμμετοχή στο Καρναβάλι αρχές του περασμένου αιώνα.
Τη δεκαετία του ‘20 από περιγραφή του Λεωνίδα Καούνης, ο οποίος γεννήθηκε το 1920 και παρακολούθησε το καρναβάλι του 1926 πληροφορούμαστε ότι η βασίλισσα του καρναβαλιού ήταν άνδρας, αφού απαγορευόταν σε γυναίκες να συμμετέχουν στην παρέλαση. Επρόκειτο για κάποιον Άδωνη της εποχής ονόματι Δράγαση.
Οι Μικρασιάτες έφεραν το κέφι
Κι ήρθαν οι Μικρασιάτες να δημιουργήσουν άλλο κλίμα και στις Απόκριες.
Το ‘23 και μετά η πόλη αποκτά μια ασυνήθιστη ζωντάνια στις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Σε αυτό συνέβαλαν οι Μικρασιάτες που έφεραν τις συνήθειες από τα περίφημα καρναβάλια της Σμύρνης, που ήταν από τα σημαντικότερα. Οι πρόσφυγες συμμετείχαν με θέληση και κέφι στις αποκριάτικες εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στο Ρέθυμνο. Ήταν άνθρωποι οικογενειάρχες και κάποιοι εξ αυτών πρωτοστάτησαν στα γλέντια όπως ο Κώστας Καννάς, Μικρασιάτης ο ίδιος και αργότερα πρόεδρος της Περιηγητικής Λέσχης.
Οι μουσικοί ήταν ελάχιστοι εκείνη την περίοδο στην πόλη και σίγουρα δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες σε χώρους που διοργανώνονταν. Στα γλέντια του λαού λοιπόν όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα μουσικής χρησιμοποιούσαν ταψί για να δώσουν ρυθμό. Προσφιλής δε συνήθεια των Μικρασιατών ήταν να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Ήταν όλοι καλοδεχούμενοι. Μάλιστα τα παιδιά έπαιρναν οδηγίες για να είναι φρόνιμα την ώρα των επισκέψεων. Από μαρτυρία της κυρίας Καζαβή μαθαίνουμε πως, προκειμένου να αποφανούν στον ξένο, οι γονείς έκοβαν από τη μερίδα του φαγητού του παιδιού σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες γενιές που προτεραιότητα είχαν πάντα τα παιδιά. Στα αποκριάτικα γλέντια των Μικρασιατών ξεχωριστή θέση είχαν τα δρώμενα με την περίφημη περιβολιανή καμήλα.
Μια περίοδος πένθιμης σιωπής
Ο πόλεμος σταμάτησε κάθε αποκριάτικη δραστηριότητα. Πριν από αυτόν, από το ‘36 έως το ‘40 έχουμε τη δικτατορία του Μεταξά. Μεταπολεμικά ακολούθησε ο Εμφύλιος που δεν έπληξε τόσο την Κρήτη, όμως, ο κόσμος είχε πένθος, διότι οι Γενίτσαροι του Σούμπερτ έκαψαν χωριά. Οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο του πολέμου εφάρμοσαν την πολεμική νομοθεσία σε αντίθεση με τους γενίτσαρους που προέβαιναν σε βανδαλισμούς και στο κάψιμο ολάκερο χωριών βυθίζοντας και τη ρεθυμνιώτικη κοινωνία στο πένθος.
Στην ύπαιθρο πάλι σύμφωνα με μαρτυρία του Γιώργου Γιανναράκη ακόμη και τη δεκαετία του πολέμου του 1940 έχουμε γλέντια, στα χωριά στον Πλακιά γίνεται αναβίωση του εθίμου του πεθαμένου που προϋπέθετε ταλέντο για να είναι κάποιος ακινητοποιημένος χωρίς να αντιδρά στα πειράγματα που δεχόταν.
Στη δεκαετία του ‘50 ομάδα νεαρών, ξεκινά την αναβίωση του καρναβαλιού φτιάχνοντας μόνοι τους τις στολές. Έχουμε και φωτογραφία με τον μετέπειτα μεγαλοξενοδόχο τον Νίκο Δασκαλαντωνάκη και τον Γαγάνη ντυμένους μασκαράδες. Πάντοτε βέβαια υπό το αυστηρό βλέμμα των αστυφυλάκων δεδομένης της απαγόρευσης χρήσης μάσκας μέχρι που και οι αστυνομικοί του συνήθισαν. Οι μασκαρεμένοι έκαναν ατελείωτες βόλτες στην πόλη με ροκάνες και φωνές ξεσηκώνοντας όλη την πόλη. Συνήθως κατέληγαν στο σπίτι του Γαγάνη για να κάνουν την αποκριάτικη γιορτή.
Η εποχή της Περιηγητικής
Το 1957 και 1958 οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι συνθέτουν τον πυρήνα του καρναβαλιού και ξεκινάει η εποχή της Περιηγητικής. Το καρναβάλι διοργανώνεται αρχικά με τη συνεργασία φορέων: Της Περιηγητικής Λέσχης, του Συνδέσμου Διάδοσης Καλών Τεχνών και του Λυκείου Ελληνίδων.
Με πρόταση του Λυκείου Ελληνίδων, η θεματική του πρώτου καρναβαλιού της περιόδου εκείνης δίδει την αίσθηση παραμυθιού. Έτσι κατασκευάζεται το άρμα της Χιονάτης, με Χιονάτη τη Ρούσα Λίτινα που ήταν και η πρώτη παιδαγωγός που έδωσε ζωντάνια στους παιδαγωγούς, συμμετέχει η Σχολή Οικοκυρικής της Ελένης Παπαδογιάννη, ενώ ενισχύεται από τη δημιουργική ομάδα των εικαστικών με τον Μπάμπη Πραματευτάκη, την κατασκευαστική επιμέλεια των Τάκη Απόστολου και Γιώργου Πετουσάκη, ειδικά των αρμάτων της γόνδολας και της χελώνας και χορηγό του «άρματος της γόνδολας» τον Δεληγιώργη.
Ως νάνοι ντύθηκαν τότε τα παιδιά της προέδρου του Λυκείου Ελληνίδων, η Φέφη και ο Μιχάλης Βαλαρής. Η αισθητική είναι άψογη στο αποτέλεσμα και εμφανής η προσοχή στη λεπτομέρεια. Το καρναβάλι έχει και σατιρική διάθεση που αποτυπώνονταν στο άρμα των ανθρωποφάγων κανιβάλων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες διοργανώσεις: σ’ ένα μεγάλο καζάνι μαγειρεύονταν ο λευκός αρχι-καρνάβαλος, ενώ ο Λευτέρης Κορωνάκης χτυπούσε στο κεφάλι τον άτυχο λευκό με ένα τεράστιο κουτάλι. Ο Κίμωνας Τζέτζος φορούσε ένα παντελόνι από το οποίο κρέμονταν λουκάνικα και κρατούσε δοχείο νυκτός γεμάτο με ρετσίνα και ράντιζε τους θεατές. Συνοδός καρνάβαλου ήταν ο Μάρκος Γιουμπάκης, ο οποίος άφησε εποχή με τα αστεία του.
Και μακάβριες φάρσες
Οι ντόπιοι κάνουν μακάβριες φάρσες, όπως πληροφορούμαστε από σχετικό δημοσίευμα στην Κρητική Επιθεώρηση του 1965. Παρόμοια φάρσα αφηγείται ο Γιώργος Γιανναράκης με συμμαθητές εποχής. Στο σινεμά «Ευφροσύνη» της πόλης πρώην «Αύρα» πρόβαλαν ταινία πορνό. Από κει πέρασε η πομπή του νεκρού με την ωρυόμενη χήρα, η οποία εισβάλλει στο σινεμά και μαδιέται για τις τσόντες που έβλεπε ο εκλιπών σύζυγός της! Αυτή η πλάκα συνεχίστηκε ακόμη και στα χρόνια της Χούντας…
Την περίοδο της Περιηγητικής οι ομάδες του καρναβαλιού ήταν ολιγομελείς, ήταν όμως πάρα πολλοί οι θεατές. Σήμερα έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι: οι θεατές είναι λιγότεροι από τους καρναβαλιστές και εναλλάσσονται λόγω της μεγάλης διάρκειας της παρέλασης.
Καρναβάλι και καταχνιά
Την περίοδο της δικτατορίας, το Καρναβάλι λίγο έλειψε να βάλει σε περιπέτειες τους διοργανωτές. Το 1972, ο Κώστας Καννάς ζητά από τους στρατιωτικούς να του διαθέσουν αυτοκίνητο για να μεταφερθούν τα άρματα του καρναβαλιού στην έναρξη της παρέλασης. Ο στρατιωτικός διοικητής βλέποντας τα πλήθη, απαγορεύει την παρέλαση από φόβο μήπως εκδηλωθούν αντιδράσεις εναντίον του καθεστώτος και να γίνουν επεισόδια. Ο διορισμένος τότε Δήμαρχος Ρεθύμνου Δημήτρης Αρχοντάκης παρεμβαίνει με τη γνώριμη τακτική του και πείθει τον στρατιωτικό διοικητή να επιτρέψει τον εορτασμό, διαφορετικά θα βρει το μπελά του από τον κόσμο. Ο Μανόλης Καλαϊτζάκης (διευθυντής «Κρητικής Επιθεώρησης») όμως δεν γνωρίζει την εξέλιξη αυτή και γράφει ένα πύρινο άρθρο. Οδηγήθηκαν στο αυτόφωρο άμεσα και ο εκδότης και ο Κώστας Καννάς.
Το 1973 όμως, κάλεσαν τον Καννά στην 5η Μεραρχία στα Χανιά για να του ανακοινώσουν πως θα θέσουν στη διάθεσή του ότι τροχοφόρο χρειάζεται, με αποτέλεσμα να διοργανωθεί το καρναβάλι του 1973, το οποίο ήταν πολύ καλό.
Κατά την ίδια περίοδο, στα καρναβάλια που διοργάνωνε η Περιηγητική, την έναρξη έκανε ένας προπομπός, ένα αυτοκίνητο που το ακολουθούσαν οι μαζορέτες. Έφερναν δε, μπάντα από άλλη πόλη και φυσικά πρόσεχαν πολύ τα θέματα, λόγω χούντας. Η κοσμοσυρροή ήταν μεγάλη. Το καρναβάλι τότε είχε στολές από παραμύθια και ζώα, ο Σιδέρης Μαρίνος έκανε φιγούρες και η σάτιρα ήταν εμφανής: σατίριζαν προβλήματα της καθημερινότητας όπως τα αυξημένα κρούσματα γρίπης, αλλά και γενικά θέματα όπως την προσπάθεια των ναυτιλιακών γραμμών για πλοίο, ενώ οι ιθαγενείς χόρευαν στη μέση του δρόμου, καθώς και την έλλειψη τηλεόρασης στην πόλη.
Αποκριάτικα έθιμα
Από την αρχή του αιώνα έχουμε αναβίωση αποκριάτικων εθίμων όπως το «Γαϊτανάκι» και την περίφημη «Περβολιανή Καμήλα». Μάλιστα, μετά τον πόλεμο ο Τσακμάκας από τα Περβόλια, κατεβάζει την «Καμήλα» ως αξιοθέατο την περίοδο της Αποκριάς και βγάζει καπέλο και ζητά χρήματα. Χρησιμοποιεί δηλαδή ένα αποκριάτικο έθιμο για λόγους επιβίωσης.
Την περίοδο που η Περιηγητική έχει αναλάβει την διοργάνωση του καρναβαλιού άνθρωποι του Ρεθύμνου, όπως ο Ευτύχης Τσαγκαράκης και ο Τάσος Τσάκαλης ετοίμαζαν φαγητό σε λαμαρίνες, το πήγαιναν στο χώρο που δούλευαν τα συνεργεία της περιηγητικής την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου, ενώ τακτικός χορηγός σε τροφοδοσία των εθελοντών ήταν ο γιατρός – ακτινολόγος ο Βογιατζής.
Συνεισέφερε ο κόσμος, οι φίλοι των διοργανωτών με ότι είχαν σε φαγητό, σε εργατικά χέρια, σε υλικά…
Η τρίτη φάση της διοργάνωσης
Μετά την αποχώρηση της Περιηγητικής από τη διοργάνωση του καρναβαλιού, επιχείρησαν κάποιοι μεμονωμένοι, υπό τη σκέπη του Πολιτιστικού Συλλόγου, να κάνουν καρναβάλι βγήκε όμως ένα ακαλαίσθητο αποτέλεσμα.
Έτσι φτάνουμε στη δεκαετία του 90, όπου παρεμβαίνει εκ νέου ο Μιχάλης Καραδάκης με την ομάδα του «Τρομοκράτες» και με τη βοήθεια δημοσιογράφου διοργανώνουν το πρώτο καρναβάλι, μετά την πολύχρονη απουσία του από την πόλη. Ενδεικτικό της δίψας του κόσμου να επανέλθει το καρναβάλι στο Ρέθυμνο είναι η θερμή ανταπόκρισή του στο κάλεσμα Καραδάκη για να συναντηθούν έξω από το μαγαζί του, όπου μαζεύτηκαν 200 άνθρωποι. Το ‘92 και με το Κυνήγι του θησαυρού ο δήμαρχος της πόλης Δημήτρης Αρχοντάκης πιέζεται για να αναλάβει ο Δήμος τη διοργάνωση του καρναβαλιού. Ο κόσμος ήταν έτοιμος, ο Δήμος τα βρήκε έτοιμα.
Το Καρναβάλι πέτυχε σαν θεσμός γιατί κατάφερε να καλύψει την ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από την αφόρητη μιζέρια που είχε αυτή η πόλη και την ανέχεια που μαστίζει τη ζωή των Ρεθεμνιωτών, την κοινωνική αιμορραγία, το κύμα μετανάστευσης, την απελπισία της πόλης. Οι συνθήκες ήταν δραματικές. Η αρχική λοιπόν σκέψη ήταν να βγουν από τη μιζέρια. Είδαν το καρναβάλι ως ένα τρόπο να εκτονωθούν και έναν τρόπο να προσεγγίσουν την καλή τους οι άνδρες λόγω των αυστηρών ηθών της εποχής.
Έπειτα είχε να κάνει και με την ανάγκη των, του Ρεθύμνου να ξεφύγει από τις συμπληγάδες των Χανίων και του Ηρακλείου.
Σήμερα το μέλλον του Καρναβαλιού εξαρτάται απόλυτα από τις ομάδες.
Ακόμη και όταν ο Δήμος Ρεθύμνου σταμάτησε τη χρηματοδότηση οι ομάδες το συνέχισαν. Εξάλλου, στο παρελθόν είδαμε ότι αρκούσαν δύο άνθρωποι όπως ο Καραδάκης και ο Σαλβαράκης στη δεκαετία του 90 για να ξεκινήσουν και πάλι το καρναβάλι. Όπως και το Κυνήγι θησαυρού, που είναι ο πλέον επιτυχημένος θεσμός, από 4-5 ανθρώπους ξεκίνησε. Το καρναβάλι θα συνεχίσει και θα μεγεθύνεται και θα επιτυγχάνει. Το θέλουν οι ομάδες και θα το συνεχίσουν. Άλλωστε κι ο Δήμος το είδε ως αναπτυξιακή προοπτική αλλιώς δεν θα το θεσμοθετούσε. Και θα υποστηρίξει τη συνέχειά του.
Μπορεί φέτος η πανδημία να μας στέρησε για δεύτερη χρονιά τη διοργάνωση προς μεγάλη απογοήτευση κυρίως των νέων και προς γενική απελπισία των ιδιοκτητών κέντρων εστίασης και διασκέδασης.
Του χρόνου όμως μας περιμένει μια νέα χρονιά. Και σίγουρα θα είναι όλα καλύτερα. Άλλωστε καμιά συμφορά δεν διαρκεί. Η ιστορία αυτό μας διδάσκει.
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο – Απόκριες
Συνέντευξη Εύας Λαδιά στην Αιμιλία Μιχελιδάκη για την πτυχιακή της με θέμα το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι
Εύας Λαδιά: Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτικες Απόκριες
Μαρτυρίες: Κώστα Καννά και Μανόλη Βογιατζάκη στην Εύα Λαδιά
Οι φωτογραφίες είναι από τα αρχεία Οικογένειας Δ. Τζέτζου και Μανόλη Καρνιωτάκη, τους οποίους και ευχαριστούμε για την ευγενή τους παραχώρηση.