Ήταν Σεπτέμβρης του 1959 κι εγώ ήμουν δευτεροετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Αθηνών. Το κυνήγι επιτρεπόταν από τις 25 Αυγούστου και έμενα στη γενέτειρά μου την Ορνέ μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου κυνηγώντας σχεδόν καθημερινά είτε με τους ηλικιωμένους και πολύπειρους συντρόφους μου, τον πατέρα μου, τον μπάρμπα Μύρο και τον μπάρμπα Γιάννη, είτε μόνος μου με την αγαπημένη μου λαγωναρέ, την Πετούσα. Ύστερα πήγαινα στα μαθήματά μου.
Μια μέρα αργά το μεσημέρι γύρισα από την κυνηγετική ορειβασία μου στο σκληρό και δύσβατο Κέντρος με την μπλουτζινένια φορεσιά μου άσπρη σε μεγάλα τμήματα από το αλάτι του στεγνωμένου ιδρώτα και μετά την καθιερωμένη «αναληπτική» διαδικασία, ένα λουκούμι και μια φέτα αλατισμένο αγγούρι (σοφή παραδοσιακή αναπλήρωση του αναλωθέντος γλυκογόνου και αλατιού) και μια ρακή, κάθισα να γευματίσω.
Κάποια στιγμή ήρθε κοντά η γιαγιά μου, που απαλλαγμένη από βιοτικές απασχολήσεις έπαιρνε τη ρόκα της και αενάως κλώθοντας επισκεπτόταν τις φίλες της στο χωριό και μάθαινε όλα τα νέα. Με διστακτικό ύφος μου είπε:
– «Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω, μα δεν το βαστώ. Ο Πωλιός είδε το σημάδι ντου και κατέει πως θα ποθάνει κι έχει τρεις μέρες να φάει και να κοιμηθεί και σήμερο εκαβαλίκεψε το γάϊδαρό ντου και πήγε στσι Μέλαμπες και του γράψανε τη διαθήκη ντου. Και κλαίει η Πελαγιώ και δεν αρνεύγει. Και την αβίζαρε να μην το πει σε κιανένα, μα δεν το βάσταξε και μου το ‘πενε».
Ο Πωλιός ήταν ένας ψηλός, ρωμαλέος εξηντάρης γεωργός. Μπαίνοντας στο σπίτι του, δεξιά, ανάμεσα στην πόρτα και το παράθυρο, ήταν κρεμασμένο στον τοίχο ένα καδράκι με μια φωτογραφία του με τρεις άλλους στρατιώτες με πλήρη πολεμική εξάρτηση και μια επιγραφή: «Καταδιωκτικόν απόσπασμα εις Εμίρ Νταγ». Τι να απέγινε άραγε αυτό το αναμνηστικό του μεγαλύτερου και καταστρεπτικότερου πολιτικοστατιωτικού λάθους της νεότερης Ελλάδας;
– «Και τι είδε ο Πωλιός, γιαγιά;» ρώτησα.
– «Εκοιμούντονε και εμετάπνισενε και είδε δίπλα στο κρεβάτι του ένα νεαρό με μαύρο κουστούμι, μαύρο καπέλο και μαύρο μπαστούνι και τον εξάνοιγενε. Έκλεισε τα μάθια ντου και σε λιγάκι τα ξανάνοιξενε και τον εξανάειδενε. Το σημάδι ντου ήτονε και κατέει πως θα ποθάνει».
– «Γιαγιά, σε παρακαλώ, άμε να του πεις πως τονε θέλω και να ‘ρθει στο σπίτι μας».
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Πωλιός ήρθε με βαριά βήματα, καταπονημένος, με μάτια κόκκινα.
– «Κάτσε, μπάρμπα Πωλιό» και μπήκα αμέσως στο θέμα: «Η γιαγιά μου μου είπε ίντα σου συμβαίνει».
– «Μα εγώ αβίζαρα την Πελαγιώ να μην πει σε κιανένα πράμα», εξανέστη ο Πωλιός.
– «Μην τη μαλώσεις, η Πελαγιώ σ’ αγαπά και κλαίει και δεν αρνεύγει. Κι η γιαγιά μου την είδενε και κατές εδά τη γιαγιά μου, δεν την άφησε μέχρι να το μαρτυρήσει. Ευτυχώς που το μαρτύρησε, γιατί εγώ θα σου εξηγήσω ίντα συμβαίνει. Εμείς, μπάρμπα Πωλιό, αυτά μαθαίνομε στο Πανεπιστήμιο».
Εκείνη τη μακάρια εποχή το πανεπιστήμιο διατηρούσε την αναγεννησιακή του έννοια «Όλες οι επιστήμες» και είχε μεγάλο κύρος, ιδίως στα χωριά, και ο μπάρμπα Πωλιός, με τη βοήθεια ίσως και μιας αβέβαιης ελπίδας, έδειξε κάποιο ενδιαφέρον.
– «Ίντα θα μου εξηγήσεις, το σημάδι μου τόειδα με τα μάθια μου».
– «Άκουσέ με, μπάρμπα Πωλιό, δεν μου λες, έχεις δοσοληψίες με την Αγροτική Τράπεζα;» τον ρώτησα.
– «Είχα παλιότερα, μα γιάιντα με ρωτάς;»
– «Εγώ θα σου πω. Όντεν επήγαινες να πληρώσεις μια δόση, πώς γινότανε; Ο υπάλληλος άνοιγε ένα συρτάρι με καρτέλες, επήγαινε στο Χ και εύρισκε την καρτέλα σου, Χριστοφοράκης. Έγραφε τι επλήρωσες και την έβαζε πάλι στη θέση της. Και κάθε φορά που πήγαινες και πλήρωνες έκανε το ίδιο και η καρτέλα σου ήταν στη θέση της πάντα. Έτσι δεν γινόταν; Αλλά τι θα συνέβαινε, αν κάποιος πήγαινε κι ανακάτευε τις καρτέλες στο συρτάρι; Θα πήγαινε ο υπάλληλος εκεί που ήταν το Χ και αντί για Χριστοφοράκης θα εύρισκε Αρχοντάκης. Άλλα των αλλωνών.
Το ίδιο ακριβώς, μπάρμπα Πωλιό, είναι και ο νους των ανθρώπων, σαν το συρτάρι της Αγροτικής Τράπεζας. Τα μάτια μας είναι φωτογραφική μηχανή και ότι δούμε, το φωτογραφίζουν και βάζουν τη φωτογραφία σ’ ένα συρτάρι και μένει εκεί πολλές φορές ξεχασμένη, αλλά υπάρχει εκεί. Εδαέ να βάλεις με το νου σου το σώχωρό σου στσί Γούλες, θα το δεις στα μάτια σου σαν τη φωτογραφία. Έτσι δεν είναι;»
Ο Πωλιός κατένευσε.
«Αν όμως κάτι ανακατέψει τις φωτογραφίες του νου μας, άλλες ζητούμε και άλλες έρχονται. Και συνήθως μια αρρώστια τις ανακατεύει, ιδίως του στομαχιού. Μήπως είχες αυτές τις μέρες τίποτε αρρώστια;».
Ο μπάρμπα Πωλιός πρόβλημα με το στομάχι του και το ήξερα, αλλά αυτός δεν ήξερε ότι το ήξερα.
– «Ναι, βέβαια, αυτές τις μέρες με πονεί το στομάχι μου».
– «Αχ, μπάρμπα Πωλιό, τι πήγες να πάθεις άδικα των αδίκων. Αυτό σου την έκαμε τη δουλειά, το στομάχι σου. Σου ανακάτεψε τις φωτογραφίες του νου σου και βγήκε απάνω – απάνω αυτός ο μαυροντυμένος λιμοκοντόρος, που είχες ιδεί σε εικόνα, εγώ θα σου πω και πού τον είδες. Ήταν στο μεταλλικό κουτί που έβαζε ο παππούς μου ο Θόδωρος τον καπνό του κι έστριβε τα τσιγάρα του, παλιά, όταν ήμουν μικρός. Τη θυμούμαι εγώ. Εκεί θα τον είχες ιδεί και συ. Ο Χάρος, μπάρμπα Πωλιό, όταν είναι να έρθει, δεν στέλνει μαντατοφόρους, δεν υπάρχουν «σημάδια». Αυτά τα έλεγαν οι παλιοί μας, γιατί δεν ήξεραν να τα εξηγήσουν, μα σήμερα οι καθηγητές στα Πανεπιστήμια τα ξέρουν και τα εξηγούν επιστημονικά».
Για την εικόνα δεν είχα πει ψέματα. Ο παππούς μου είχε ζήσει εικοσιπέντε χρόνια στο Γιοχάνεσμπουργκ και είχε πολλά χρόνια ένα καπνοκούτι με την εικόνα αυτή.
– «Μα ετσά ‘ναι κιόλας;» ρώτησε με αγωνία προδοκώντας μια επιβεβαίωση.
– «Ετσαέ που στο λέω, μπάρμπα Πωλιό. Αν είχα εδώ τα βιβλία που τα γράφουν θα σου τα έδειχνα, να τα διαβάσεις ο ίδιος, μα τα ‘χω στην Αθήνα».
Τέτοια βιβλία δεν είχα, αλλά ο μπάρμπα Πωλιός το δέχτηκε ως σωτηρία του και ανάσανε με ανακούφιση. Ήταν έκδηλη η χαλάρωση και η συγκίνησή του.
Η μητέρα μου εκείνη τη μέρα είχε βράσει ένα πετεινό, σωστό αγριοπούλι, που είχα σκοτώσει με το δίκανο το προηγούμενο απόγευμα. Ήταν ένα από τα 16 κλωσσόπουλα που είχε εκκολάψει στα βράχια, εκατό μέτρα από το σπίτι μας, μια όρνιθά μας που ξωγεννούσε και τα έφερνε καθημερινά στην αυλή ανταποκρινόμενη στο πρωινό κάλεσμα της μητέρας μου προς τις όρνιθες για τάϊσμα (προύϊ – προύϊ, πιθανή φωνητική εξέλιξη της λέξης «πρωί»). Έτρωγαν το τάϊστρο, έπιναν νερό και έφευγαν στα χωράφια, όπου κυνηγούσαν ακρίδες, τζιτζίρους και ότι άλλο πρόσφερε η φύση. Τα βράδια κοίταζαν στις ελιές, ποτέ δεν μπήκαν στον ορνιθώνα στον στάβλο και κανένα δεν πιάστηκε με τα χέρια.
Η μητέρα μου, λοιπόν, έβαλε στον μπάρμπα Πωλιό λίγο ζωμό με ρυζάκι και λίγο ψιλοκομμένο κρέας και ο μπάρμπα Πωλιός τα ρούφηξε με απόλαυση.
«Πες τση Πελαγιώς να σου σφάξει μιαν όρθα και να στη βράσει, μα μην τη φας μονομιάς, να τηνε τρως δυο μέρες, από λίγο λίγο, μέχρι να στρώσει το στομάχι σου», τον συμβούλεψε.
Σε λίγες μέρες ο μπάρμπα Πωλιός ήταν περδίκι και επανέλαβε τις ασχολίες του. Ένα μεσημέρι στο καφενείο, όπου μαζευόταν οι άνδρες του χωριού μετά το φαγητό, έδειξε την ευγνωμοσύνη του υποδεικνύοντάς μου την πιθανή θέση ενός λαγού. Η Πετούσα μου αξιοποίησε των πληροφορία του.
Ο μπάρμπα Πωλιός έζησε πολλά χρόνια ακόμη και γέρασε.
Αγαπημένες μνήμες από απλούς αυθεντικούς ανθρώπους της υπαίθρου που έφυγαν και από ανθρώπινες κυψέλες που δεν βουίζουν πια.