Σημαντικά γεγονότα που αποτελέσαν σταθμό στην ιστορία της χώρας συνοδευόμενα από την απαραίτητη επιχειρηματολογία, ιστορικές αναφορές με οικονομικά στοιχεία και κοινωνικά δεδομένα, προβληματισμοί, ανησυχίες που σηματοδότησαν τον 21ο αιώνα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γιάννη Μήτσιου με τίτλο «Το στοίχημα της αναγέννησης. Το διεθνές περιβάλλον, η Ευρώπη και το μέλλον της Ελλάδας», το οποίο παρουσιάστηκε το απόγευμα της Δευτέρας στο Σπίτι του Πολιτισμού στο Ρέθυμνο.
Ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε στο τέλος το 2012, στην καρδιά της κρίσης, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή. Τοποθετεί την Ελλάδα μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον και προσπαθεί να αναλύσει διάφορα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα δημιουργώντας προβληματισμούς, αποτελώντας ταυτόχρονα μια δεξαμενή πληροφοριών από την οποία μπορεί να αντλήσει κανείς υλικό χρήσιμο. Στο βιβλίο ο πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος Γιάννης Μήτσιος, περιγράφει τις πολιτικές εξελίξεις, τις διεθνείς σχέσεις, τα εθνικά μας θέματα, την παγκοσμιοποίηση, την οικονομία, τα γεωπολιτικά ζητήματα, αλλά και το ρόλο των θρησκειών στις διεθνείς εξελίξεις.
Μιλώντας για το βιβλίο του ο ίδιος ο συγγραφέας ανέφερε: «Το βιβλίο έχει ένα χαρακτήρα ιστορικό κι ένα χαρακτήρα μελλοντικό. Το ένα κομμάτι αναφέρεται στο πως φτάσαμε εδώ, σε τι κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα, τι περιθώρια έχουμε και το άλλο κομμάτι για την αναγέννηση αναφέρεται στην μετά-κρίση εποχή. Σαν σήμερα πριν 101 χρόνια ενώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα, ήταν η αναγέννηση της περασμένης εποχής μετά από έναν πολύ δύσκολο κύκλο κατάκτησης των Τούρκων και εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια άλλη μορφή, αν θέλετε, ελέγχου, εξάρτησης, οικονομικής και πολιτικής και το ζητούμενο είναι η αναγέννηση. Πιστεύω ότι μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει στην κοινωνία, στον πολιτικό κόσμο, είναι το μεταβατικό μας στάδιο, το οποίο θα μας οδηγήσει αργότερα και θα κλείσει αυτός ο κύκλος παρακμής.
Ιστορικά κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αν το δούμε ως πολιτικοί επιστήμονες πως ήρθαν οι αλλαγές και στην Ανατολική Ευρώπη, συνήθως οι αλλαγές γίνονται επώδυνα, γίνονται βίαια, διαρκούν κάποιο διάστημα και από κει και πέρα εξαρτάται από την ίδια τη χώρα, το πολιτικό της δυναμικό και την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας και γενικότερα πόσο γρήγορα μπορεί να προσαρμοστεί στα καινούργια δεδομένα. Πιστεύω ότι χρονικά είναι πολύ δύσκολο να πούμε, διότι κινούνται τόσο γρήγορα τα γεγονότα, η τεχνολογία, τα social media, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μπορούν να φέρουν τα πάνω-κάτω σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Επειδή όμως το μέλλον της Ελλάδας έχει να κάνει με τον διεθνή περίγυρο που βρισκόμαστε, όπως επίσης και το μέλλον της Ε.Ε. αν θα πάμε σε μεγαλύτερη ένωση και πιο διευρυμένη ή αν η Ευρώπη θα έχει θέματα διάλυσης και συνοχής εσωτερικά. Εκτιμώ όμως ότι ένας κύκλος, πιστεύω 2 με 3 χρόνια θα είναι επώδυνος» και πρόσθεσε: «Η αίσθησή μου είναι ότι η αντίληψη που έχουμε μέχρι τώρα, τουλάχιστον το πολιτικό δυναμικό της χώρας, μάλλον έδειξε σημάδια ελλείμματος στη διαχείριση αυτού του πράγματος, ίσως θα έπρεπε να κάνει νωρίτερα πιο επώδυνες τάσεις και αυτοκάθαρσης εσωτερικά, οι οποίες δεν έγιναν. Στο μνημόνιο μπήκε και η Πορτογαλία, μπήκε και η Ισπανία και η Ιρλανδία, με τον τρόπο τους ο καθένας, οι οποίοι σιγά-σιγά κλείνουν κεφάλαια και αρχίζουν και πάνε μπροστά. Εμείς ακόμα έχουμε κολλήσει, άρα πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό φταίει η κουλτούρα, η πολιτική, ο τρόπος που πορευτήκαμε σαν πολιτικό σύστημα, αλλά και σαν κοινωνία. Το μεγάλο ερώτημα είναι το μάθημα. Εγώ νομίζω ότι η αγωνία έχει κορυφωθεί πάρα πολύ, σε καιρούς δύσκολους υπάρχει μεγάλη σύγχυση, θολούρα και παραπληροφόρηση και δεν υπάρχει εύκολα καθαρή γνώμη, καθαρό μυαλό ούτε στον κόσμο ούτε στους πολιτικούς. Νομίζω πως θα το πάρουμε μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία το μάθημα. Δεν το έχουμε πάρει ακόμα».
Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, ο οποίος μιλώντας για τον τόμο αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Οι προσωπικές του απόψεις, στοιχειοθετούνται από επιχειρήματα δύσκολα αμφισβητήσιμα, τα οποία, ειδικά αυτά που αφορούν την κρίση στη χώρα μας, αντανακλούν, εν πολλοίς, το κοινό αίσθημα: αποτυπώνει την αντίδραση των καθημερινών ανθρώπων, τη συνειδητοποίηση εκ μέρους τους της ιστορικότητας της περιόδου, την ελπίδα ότι, μετά την παρακμή, θα έρθει η Αναγέννηση.
Αποφεύγει με έντεχνο τρόπο τον κίνδυνο διολίσθησης σε απλουστεύσεις και την εύκολη λύση της έγερσης του θυμικού μέσα από την επίκληση συναισθηματισμών, ασύμβατων με την επιστημονική προσέγγιση που επιχειρεί σ’ ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα. Αντιθέτως, ακτινογραφεί τη σύγχρονή μας πολιτική, οικονομική κοινωνική και διεθνή πραγματικότητα με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και επαρκή επιχειρηματολογία.
Και με κάθε ευκαιρία, επισημαίνει την πολυπλοκότητα και πολυσυνθετότητα των υφιστάμενων συσχετισμών, συμμαχιών και αντικρουόμενων συμφερόντων των χωρών του πλανήτη.
Μας προσφέρει μια εξαιρετική δυνατότητα να διατρέξουμε γεγονότα τα οποία καθόρισαν τις εξελίξεις, να ερμηνεύσουμε την αλληλεξάρτησή τους, να συνειδητοποιήσουμε την έννοια της παγκοσμιοποίησης και να αντιληφθούμε πως, τελικά, όλα μας αφορούν και όλα, ακόμη και όσα συμβαίνουν στην άλλη άκρη του πλανήτη, μπορούν ν’ ασκήσουν καταλυτική επιρροή στη δική μας ζωή.
Μας παραθέτει ένα ευανάγνωστο πάζλ, μέρος του οποίου αποτελεί και η δική μας χώρα, και που το κάθε του κομμάτι έχει οργανική και λειτουργική εξάρτηση απ’ όλα τα υπόλοιπα.
Δικαίως λοιπόν θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που προκαλεί βαθύ προβληματισμό. Εκεί έγκειται νομίζω, ένα μεγάλο μέρος της αξίας του. Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε στον παλμό σημαντικών, εγχώριων και διεθνών, πολιτικό- οικονομικών ζυμώσεων. Εξαιρετικά επίκαιρο τόσο λόγω του περιεχομένου του όσο και εξαιτίας της χρονικής σύμπτωσης της παρουσίασής του, με τις σκληρές διαπραγματεύσεις της χώρας μας με την Τρόικα στο Παρίσι, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη, ακόμη κι αυτή την ώρα που μιλάμε. Βιβλίο με διαχρονικές προδιαγραφές, αφού αναμφίβολα αξίζει να το επικαλεστούν ως πηγή, οι μελλοντικοί μελετητές της σύγχρονής μας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Συνάμα, προσιτό στον απλό αναγνώστη αφού απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε Έλληνες που νοιάζονται να μάθουν τις σκληρές παραμέτρους αυτού που βιώνουν και συνήθως αποκλείονται από την κατανόησή αυτών των παραμέτρων, λόγω της, εντέχνως κατασκευασμένης, δύσκολης οικονομικής γλώσσας, ώστε να είναι απρόσιτη.
Η γοητεία του, όμως, έγκειται και σε μία άλλη διαπίστωση: ενώ ξεκινώντας κανείς να το διαβάζει το κατατάσσει στα αντιμνημονιακά βιβλία, στη συνέχεια αναρωτιέται για τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει ο συγγραφέας. Η διαπίστωση αυτή προσμετράται στην επιτυχία του συγγραφέα να αποδώσει με τρόπο ρεαλιστικό και αντικειμενικό τα γεγονότα κι ενώ ασκεί κριτική στα όσα έγιναν μέχρι την ημέρα ολοκλήρωσης της συγγραφής, κατορθώνει να κρατά δίκαιες αποστάσεις από τους πρωταγωνιστές τους.
Σε βαθμό μάλιστα να αυτοαναιρείται. Αυτή η προσωπική αποδόμηση που με τόλμη εκθέτει ο Γιάννης Μήτσιος γίνεται αντιληπτή αν δει κανείς τις πολιτικές του τοποθετήσεις στα δημοσιευμένα άρθρα του, ειδικά τις περιόδους του 2009 και του 2012 που είχαμε εκλογές στη χώρα μας. Ακόμη και η χρονολογική σειρά που παραθέτει αυτά τα άρθρα είναι ανατρεπτική: ξεκινά από το σήμερα και γυρνά στο παρελθόν. Κατ αυτόν τον τρόπο παρακολουθεί και ο ίδιος συγγραφέας την πορεία των απόψεων του, ως σκεπτόμενος άνθρωπος, και πως αυτές αναδιαμορφώνονταν υπό την πίεση και την τρομακτική ταχύτητα των εξελίξεων.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιβλίου του Γιάννη Μήτσιου, θα έλεγα πως ακόμη και οι διαφωνούντες με τις απόψεις του συγγραφέα, σίγουρα θα αδράξουν τη δυνατότητα ενός γόνιμου, επίκαιρου και εξαιρετικά ενδιαφέροντος προβληματισμού, ικανού να εμπνεύσει ένα γόνιμο διάλογο μεταξύ των ενεργών πολιτών της χώρας μας».
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο του Γιάννη Μήτσιου έχει η Ελλάδα όπως προσθέτει ο Γ. Μαρινάκης, αφού γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της χώρα μας, στην οποία, εκτός των παρενεργειών της κρίσης, όπως τόνισε, προστίθεται και η απειλή ενός εθνικού ακρωτηριασμού. Δηλαδή, ο κίνδυνος απώλειας γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων, λόγω επιθετικότητας γειτόνων όπως το σκοπιανό, ο μεγαλοϊδεατισμός των Αλβανών, η τουρκική επιθετική πολιτική τη Θράκη υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων: «Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει εξ αρχής πως το πρόβλημα της χώρας μας είναι πρωτίστως πολιτικό, εντοπίζει τη χρεοκοπία του μεταπολιτευτικού συστήματος, το οποίο εξέθρεψε την αλαζονεία των πολιτικών και υποστηρίζει πως, πλέον, κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Ευθύνες αποδίδει στην κομματοκρατία, ενώ δεν κρύβει την απογοήτευσή του για τη γενιά του Πολυτεχνείου, η οποία σε συνδυασμό με τη γενικευμένη υπονόμευση των αξιών έφτιαξε μεν μια οικονομικά άνετη γενιά, υποθηκεύοντας όμως το μέλλον των παιδιών της.
Παρ όλα αυτά εκφράζει την αισιοδοξία του ότι στο τέλος θα τα καταφέρουμε. Προβλέπει αναγέννηση αλλά δυστυχώς μέσα από ερείπια: το στοίχημα πρέπει να κερδηθεί, αλλά ανατίθεται στις νέες γενιές ν’ αγωνιστούν για να το κερδίσουν. Εστιάζοντας στα δεδομένα της χώρας μας, ο συγγραφέας επισημαίνει κατ αρχάς ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ουσιαστικά ξεγύμνωσε την Ε.Ε. και ανέδειξε την Ελλάδα ως τον αδύναμο κρίκο, απέδειξε την απουσία εμπνευσμένης ηγεσίας και οράματος στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας. Θα μπορούσαμε ν’ αποφύγουμε το μνημόνιο; Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα ο συγγραφέας φλερτάρει με την άποψη περί ενός οργανωμένου σχεδίου που εφαρμόστηκε για να αποκλειστεί η χώρα μας από τη δυνατότητα συνεργασιών με υπερδυνάμεις, που δεν ήταν συμφέρουσες για άλλες. Αφήνει όμως στους ιστορικούς του μέλλοντος την ασφαλή απάντηση σε αυτά.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους χειρισμούς της κυβέρνησης που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, ο συγγραφέας αναρωτιέται αν η επιλογή της μη χρήσης των ισχυρών διαπραγματευτικών ατού που είχε, κατά τη γνώμη του, η χώρα στην αρχή της υπαγωγής της στο ΔΝΤ, οφείλονταν σε οργανωμένο σχέδιο ή σε πολιτική ατολμία και ανικανότητα. Πάντως, επιμένει να αναδεικνύει την υποτέλεια του πολιτικού συστήματος, τη διαφθορά και τον εκβιαστικό του έλεγχο από ξένα και εγχώρια επιχειρηματικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, καθώς και την ανάγκη αυτοσυντήρησής του, ως τις κύριες αιτίες της σύγχρονης τραγωδίας της χώρας μας. Ως αναγκαία προϋπόθεση για την αναγέννηση της χώρας θεωρεί την ύπαρξη ενός σύγχρονου οράματος για την Ελλάδα, αλλαγή νοοτροπίας, ξεβόλεμα, σκληρή δουλειά, στήριξη της ελληνικής οικονομίας, εμπιστοσύνη στα ελληνικά προϊόντα καθώς και αναγεννητική πολιτική, πίστη στις αστείρευτες δυνάμεις του ελληνισμού εντός και εκτός συνόρων».
Την βιβλιοπαρουσίαση που πραγματοποιήθηκε στο Σπίτι του Πολιτισμού, συντόνιζε ο δημοσιογράφος και εκδότης, Γιάννης Καλαϊτζάκης.