Στην πυροστιά του χρόνου θα καθίσουμε και σήμερα και θ’ αφήσουμε τον αξέχαστο Ρεθεμνιώτη, Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι, να μας μιλήσει για έναν Τουρκοκρητικό, που έμελλε απόγονός του να προσφέρει πνευματική υπηρεσία στον τόπο μας, μεγάλης σπουδαιότητας.
Δεν θ’ ακολουθήσουμε τη σειρά του κειμένου, εξαιρετικής γραφής που πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Βήμα» Ρεθύμνου και στον «Προμηθέα Πυρφόρο» στη συνέχεια. Είναι άλλη η δική μας οπτική και επιδίωξη ξεφυλλίζοντας σελίδες του παλιού Ρεθύμνου. Κι επειδή η προσφορά του ήρωα της ιστορίας μας ενδιαφέρει, κρατάμε μόνο τις λεπτομέρειες που μας διέσωσε ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης λόγιος, ο μέγας χρονογράφος του Ρεθύμνου Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν…
Ο εφιάλτης του Ισμαήλ
Είχε μεγάλη χαρά ο Ισμαήλ Μπαμπάς Σιδεράκης που ζούσε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1900. Η γυναίκα του, η Αϊσέ, μετά από καιρό έμεινε έγκυος. Κι ο Ισμαήλ Μπαμπάς, βαθειά θρησκευόμενος Τουρκοκρητικός, άρχισε να τρέφει όνειρα για το παιδί.
Ονειρευόταν να είναι αγόρι και να το κάνει Σεΐχη και Ιμάμη της ρεθεμνιώτικης Τουρκιάς. Ίσως ακόμα -γιατί όχι- Μολλά, δάσκαλο και βαθειά γραμματιζούμενο. Θα γινόταν ένα παιδί δακτυλοδεικτούμενο κι ο πατέρας θα το καμάρωνε.
Έγινε λοιπόν διπλά περιποιητικός με τη σύζυγο, που ευτυχώς γι’ αυτήν, δεν ήταν και καμιά παρακατιανή. Κόρη του Σαφτέρ εφέντη είχε τον τρόπο της. Αλλά κυρίως είχε τα χαρίσματα που κάνουν πλουσιότερη τη γυναίκα. Ήταν καλή, γνωστική, νοικοκυρά, πονετική…
Και τελευταία πολύ πολύ ευτυχισμένη, αφού ο άνδρας της, μόλις έμαθε τα ευχάριστα, έγινε ξαφνικά τόσο υποχρεωτικός απέναντί της.
Οι παραγιοί δεν προλάβαιναν να της κουβαλούν αχιουρέδες και ραβανί από το ζαχαροπλαστείο του Μεχμέτ Αγά στο Μεϊντάνι, είτε ανεβατούς λουκουμάδες και καϊμάκι με μέλι από του Μανόλη του γαλατά…
Όλες οι έγκυες ζήλευαν τη χάρη της Μέχρι που…
Ένα πρωί ο Ισμαήλ Μπαμπάς ξύπνησε παραλοϊσμένος. Τι όνειρο ήταν αυτό που είχε δει; Να ήθελε ο Αλλάχ να τον δοκιμάσει ή να τον προειδοποιήσει;
Είχε δει στον ύπνο του, ότι θα κάνει αγόρι, αλλά όχι μόνο δεν θα γίνει φανατικός Μουσουλμάνος σαν τον μπαμπά του αλλά θα καταλήξει …Χριστιανός.
Αυτό για τον Ισμαήλ, που οι άλλοι Τούρκοι τον πίστευαν άγιο, λόγω της βαθειάς του πίστης στο Κοράνι, ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσε να ζήσει άνθρωπος. Ήταν ατίμωση. Έκανε την προσευχή του κι είπε να δώσει τόπο στην οργή. Στο κάτω της γραφής ένα όνειρο ήταν. Το ίδιο βράδυ πάλι τα ίδια. Ξύπνησε κάθιδρος ο θεοσεβής Τούρκος και είδε κι έπαθε να συνέλθει. Μα το δικό του το παιδί θα γινόταν Χριστιανός; Όταν το όνειρο επαναλήφθηκε και το τρίτο βράδυ δεν χωρούσε πια καμιά αμφιβολία ότι ήταν μια προειδοποίηση. Θα έπρεπε λοιπόν να δράσει. Θα έπνιγε το παιδί μόλις γεννιόταν. Άλλωστε το κοράνι επιβάλει το φόνο στους άπιστους. Έκρυψε από τη γυναίκα του το όνειρο και τις αποφάσεις του και άλλαξε εντελώς απέναντί της.
Μαύρισε η ζωή της Αϊσέ
Εκεί που της έστελνε τόσα καλούδια, τα έκοψε, απότομα, χωρίς να δώσει εξήγηση. Κι από πάνω άρχισε να τη βρίζει κι ένα πρωί την χτύπησε κιόλας.
Εκείνη καλότροπη καθώς ήταν υπέμεινε στωικά τις αλλαγές του ανδρός της και προσπαθούσε με τον καλό της τρόπο να τον συνεφέρει.
Κι ο καλός της τρόπος επηρέασε τόσο τον Ισμαήλ της, που κάποια μέρα της μίλησε και για το όνειρο και για την απόφασή του να πνίξει το παιδί.
Εκείνη προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της και τον ρώτησε αν ο Αλλάχ ζήτησε στο όνειρο το θάνατο του παιδιού. Κι όταν πήρε αρνητική απάντηση προσπάθησε να τον λογικέψει με γλυκό τρόπο. Σαν τον είδε όμως αμετάπειστο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα. Τον απείλησε να τον καταγγείλει στον Χουσεΐν Λουσκάκη από το Σπήλι, υπαξιωματικό της Κρητικής Χωροφυλακής που δεν χάριζε μήτε στο γονιό του, προκειμένου να επιβάλει το νόμο και την τάξη.
Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει
Η απειλή έφερε αποτέλεσμα. Ο Ισμαήλ Μπαμπάς αποφάσισε να αφήσει το παιδί να ζήσει, αλλά θα το είχε από κοντά.
Θα το γαλουχούσε με το μίσος για τους αλλόθρησκους και την αγάπη για τον προφήτη και μετά θα το έστελνε σε οικοτροφείο, που ήταν υπό την εποπτεία του Χαλιφάτου κι έβγαζε Μωαμεθανούς κληρικούς. Άντε μετά από όλα αυτά να του γινόταν χριστιανός ο γιος του…
Ηρέμησε ο Ισμαήλ, ξαναβρήκε τη βολή και τις λιχουδιές της η Αϊσέ. Κι ήρθε ο καιρός της να γεννήσει. Έκανε ένα χαριτωμένο αγόρι που το ονόμασαν Εσάτ.
Ο πατέρας του ακολούθησε κατά γράμμα το πρόγραμμα απόταξης κάθε σκέψης περί χριστιανισμού και μόλις ο Εσάτ έγινε 13 ετών τον έκλεισε σε οικοτροφείο της πόλης.
Μακριά από τον κόσμο
Το εκπαιδευτήριο που φοιτούσε ο μικρός Τούρκος είχε αυστηρούς κανονισμούς. Οι τρόφιμοι έβγαιναν μόνο τις Παρασκευές κι αυτό για να πάνε στο, πλησιέστερο, τζαμί, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δασκάλων. Με τις συνθήκες αυτές έκαναν τρεις – τέσσερις εκδρομές τον χρόνο. Όσο για κόσμο ούτε να το συζητούν. Έβλεπαν τους ανθρώπους από μακριά και τις γυναίκες μόνο στη φαντασία τους.
Ο Εσάτ έμεινε εκεί μέχρι τα 18 του χρόνια. Ο διευθυντής του σχολείου, που κατάλαβε την κλίση του παιδιού, κατάφερε να πείσει τον πατέρα του, όταν πήγε να τον πάρει, ότι δεν έκανε για κληρικός και του πρότεινε να τον κάνει γιατρό. Ο Ισμαήλ αν και δέχτηκε στην αρχή, προσπάθησε όλο το καλοκαίρι να αλλάξει γνώμη του γιου του, αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος. Θα γινόταν γιατρός.
Το πεπρωμένο του
Σεπτέμβρη μήνα ο Εσάτ πήρε το πλοίο για τον Πειραιά κι από εκεί με άλλο πλοίο θα πήγαινε στην Πόλη να σπουδάσει.
Εκεί στο πλοίο έτυχε να συναντηθεί με μια οικογένεια χριστιανών, που πήγαινε στο Πειραιά επίσης. Ήταν οι γονείς και δυο κορίτσια. Η μια από τις κοπελιές τράβηξε αμέσως την προσοχή του νεαρού. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο πρόσχαρη και ομιλητική.
Έτσι δεν άργησε να βγει το όνειρο του πατέρα.
Όσα δεν κατάφερε ο Ισμαήλ σε 18 χρόνια με τις τόσες απαγορεύσεις και ταραχές, πέτυχε ο έρωτας στη διάρκεια του ταξιδιού. Κι ήταν αμοιβαίος.
Στον Πειραιά ο Εσάτ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της καλής του μια νύχτα, και την επομένη με πόνο ψυχής πήρε το πλοίο για την Πόλη.
Μόλις έφτασε σκέφτηκε να γράψει αμέσως στη Χριστιανοπούλα του, αλλά δυστυχώς δεν ήξερε να γράφει ελληνικά. Κατέφυγε σε κάποιο φίλο του που του έγραψε ένα θερμό γράμμα, στο οποίο κι έλαβε απάντηση. Δεν ήταν όμως δουλειά κι αυτό. Έπρεπε να δει τι θα κάνει. Έτσι βρήκε αμέσως δάσκαλο κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Μέσα σε έξι μήνες έγραφε και διάβαζε τέλεια ελληνικά. Η αλληλογραφία με την καλή του κράτησε ένα διάστημα και μάλιστα με ρυθμό τρελό. Μπορεί να έγραφαν και δυο και τρία γράμματα την ημέρα. Μέχρι που την κατάλαβαν οι δικοί της και την έφεραν με το ζόρι στην Κρήτη. Ο νεαρός Τούρκος κόντεψε να τρελαθεί.
Κι έγινε χριστιανός
Μόλις μπήκε ο Ιούνιος, χωρίς να έχει πατήσει στο Πανεπιστήμιο, γύρισε στην Κρήτη. Αντί να περάσει, πρώτα από τους δικούς του τράβηξε γραμμή για το σπίτι της καλής του. Ο πατέρας της είχε πεθάνει και η μάνα της, όταν κατάλαβε ότι η κοπέλα υπέφερε, ζήτησε τη συμβουλή του ιερέα. Εκείνος αφού πείστηκε για τα αισθήματα της κοπέλας έδωσε την άδειά του για το γάμο αρκεί ο Εσάτ να γινόταν Χριστιανός. Με δισταγμό του το ανακοίνωσαν, αλλά εκείνος δεν άφησε ούτε λεπτό να πάει χαμένο. Σε μοναστήρι της Περιφέρειας έγινε ο Εσάτ Χριστιανός και πήρε το όνομα Γιώργος κι αμέσως μετά έγινε ο γάμος.
Ταπεινός και καταφρονεμένος
Το νέο ζευγάρι όμως αναγκάστηκε γρήγορα να εγκαταλείψει το νησί γιατί ο καημένος ο Γιώργης περνούσε δύσκολες μέρες.
Οι πάντες τον περιφρονούσαν. Τον αποκαλούσαν Τουρκογιώργη και τον πρόσβαλαν όπου τον συναντούσαν. Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του και κανένας δεν ήξερε που κατέφυγαν.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1925, γύρισε ο Γιώργης στο Ρέθυμνο. Είχε μαζί του δυο κορίτσια κι ένα γιο. Ήταν τα παιδιά του. Η γυναίκα του, που λάτρευε, είχε στο μεταξύ πεθάνει. Με τη βία πήγε και εγκαταστάθηκε με τα παιδιά του στην πατρική του περιουσία. Κέρδιζε το ψωμί του κάνοντας μεταφράσεις τουρκικών κειμένων και συμβολαίων. Οι μεταφράσεις ήταν υποφερτές αλλά στις ημερομηνίες ο καημένος ο Γιώργης τα έκανε μούσκεμα.
Από τους ανθρώπους που τον στήριζαν ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Λυκούργος Καφάτος. Άνθρωπος με ευρύ πνεύμα και εξαιρετική δημοσιογραφική πένα. Ακόμα μνημονεύονται τα άρθρα του.
Ένα σημαντικό έργο
Ο Καφφάτος έπεισε κάποτε τον Τουρκογιώργη να μεταφράσει το τουρκικό αρχείο κι από το 1932 άρχισε να δημοσιεύει η εφημερίδα τις μεταφράσεις αυτές.
Πέρασαν τα χρόνια κι ο Σπύρος Μαρνιέρος, από τους πιο τακτικούς επισκέπτες της Βιβλιοθήκης, πρότεινε στο Γιάννη Παπιομύτογλου να αξιοποιήσει αυτές τις μεταφράσεις γιατί έφερναν στο φως στοιχεία πολύτιμα για την τοπική ιστορία.
Έτσι με τη συνεχή παρότρυνση του αξέχαστου Σπύρου και την πρόθυμη πάντα στήριξη του Στέργιου Μανουρά, ο εκλεκτός μας Γιάννης Παπιομύτογλου, πρώην διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης μας έδωσε το 1996 μια μνημειώδη έκδοση τα «Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης, 17ος – 18ος αι. ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ» που έχουν αποδειχτεί μια πολύτιμη πνευματική προσφορά στην πόλη.
Δεν βρέθηκε πουθενά
Όσο για τον Τουρκογιώργη σύρθηκε στα δικαστήρια από την Υπηρεσία Ανταλλαξίμων, για την πατρική του περιουσία που είχε καταλάβει «αυθαιρέτως». Τελικά δικαιώθηκε. Αλλά δεν βρέθηκε πουθενά για να του ανακοινωθεί η απόφαση. Ούτε αυτός ούτε και τα παιδιά του. Άγνωστο πότε εγκατέλειψαν το Ρέθυμνο. Και κανένας δεν του είδε, πουθενά, από τότε…
ΜΙΧΑΗΛ Μ.ΠΑΠΑΔΑΚΙΣ: Ο Τουρκογιώργης (περιοδικό ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ)
ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ: Η τρυφερή ιστορία του Τουρκογιώργη (ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΡΕΘΥΜΝΟ – politistiko-rethymno.org)