Ζούμε σε μια αποτυχημένη χώρα, να το παραδεχτούμε. Μας αρέσει η περιπέτεια και ας έχει μόνο καταστροφή. 1, 5 εκατομμύρια άνεργοι, 60% των νέων χωρίς δουλειά, το ΑΕΠ κάτω 25%, φτώχια, περιθωριοποίηση, καφέδες του 1 ευρώ, καινοτομία των σουβλακερί. Οι εχθροί είναι αλλού. Μασόνοι, εβραίοι, κοράκια, αγορές, ράιχ ζουν και αναπνέουν για την επιβουλή της χώρας, του Ελληνισμού, της ορθοδοξίας κ.λπ. Μη ρωτήσετε πως προκύπτει, προκύπτει. Μπερδεμένες κουβέντες, ακαταλαβίστικες κραυγές, λόγια χωρίς ειρμό, λόγια χωρίς λόγο. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία βρήκαν τη λύση και μας κουνάν το μαντήλι, δεν πειράζει. Εμείς εδώ ξιφουλκούμε με τους φαντασιακούς εχθρούς μας. Ζούμε σε μια αποτυχημένη χώρα, να το παραδεχτούμε.
Είναι ωραία όλα αυτά αν δεν ήταν επικίνδυνα, επικίνδυνα γιατί η γεωγραφία της χώρας δεν τα επιτρέπει. Είναι ωραία όλα αυτά αν δεν ήταν βαρετά, βαρετά γιατί έτσι που το πάμε θα συζητάμε για μνημόνια και το 2024. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα της χώρας είναι εντός, είναι όλο δικό μας. Ότι μια οικονομία χωρίς παραγωγικό ιστό, με καλά φυλασσόμενες και ουδέποτε ελεγχόμενες λίστες φοροφυγάδων, με τόσους συνταξιούχους όσο και εργαζόμενους, με πολιτικούς – συνδικαλιστές με δικαστές που κάνουν δημοσιονομική πολιτική, με υπολειτουργούσα Δημόσια Διοίκηση είναι μια «περίπου χώρα».
Ζούμε σε μια αποτυχημένη χώρα, να το παραδεχτούμε, ίσως λειτουργήσει λυτρωτικά.
Η χώρα έχει ανάγκη μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεων δίκαιων, με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία και στα πιο αδύναμα μέλη της. Μεταρρυθμίσεων στο πολιτικό σύστημα, στις παραγωγικές προτεραιότητες, στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση. Μεταρρυθμίσεων που θα «ξεβολέψουν» πολλούς, αλλά θα θίξουν ακόμη περισσότερο τους «γνωστούς λίγους». Τους λίγους που φανατικά τις πολεμούν, για να αναπαράγουν την πολιτική και οικονομική εξουσία τους πάνω στην κοινωνία και τη χώρα. Αυτών που έχουν μάθει να υπάρχουν πολιτικά και οικονομικά μέσα σε ένα απίστευτο μεταξύ τους αλισβερίσι, μοιράζοντας «δουλειές» και πολιτική εξουσία. Αυτών που έχουν εφεύρει και συντηρούν το πελατειακό κράτος.
Αν κάτι μπορεί να σώσει από τα χειρότερα είναι η minimum συνεννόηση των δυνάμεων που έχουν κάνει τη σωστή διάγνωση ή τουλάχιστον αυτών που δείχνουν να έχουν καταλάβει το πρόβλημα. Δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς, του φιλελεύθερου κέντρου. Μόνο που για να συμβεί αυτό πρέπει όλοι να κάνουν ένα βήμα πίσω. Να σταματήσουν να διαγκωνίζονται για το μικρό και το λίγο, γιατί είναι μικροί και λίγοι για τις ανάγκες της κοινωνίας σήμερα, και να αναζητήσουν το πολύ και το μεγάλο μέσα από τη συνεννόηση και τον κοινό τόπο. Να πάψουν να θεωρούν εαυτούς το κέντρο του χώρου, ίσως και του κόσμου, που οι άλλοι θα στοιχηθούν πίσω τους, γιατί θα γυρίσουν πίσω τους και δεν θα δουν κανένα. Το παράδειγμα της ΔΗΜΑΡ είναι πρόσφατο και πολύ διδακτικό. Γιατί στην πολιτική, όπως και στη ζωή άλλωστε, δεν είναι τι σου αρέσει και πως φαντάζεσαι τον εαυτό σου μέσα σε αυτό, αλλά τι μπορείς να πετύχεις σήμερα και τι στόχους βάζεις για το μετά.
Γιατί το σύνδρομο Βellucci, δηλαδή να θέλουμε όλοι η γυναίκα δίπλα μας, να είναι ή να μοιάζει με την Monika Bellucci, όπως εύστοχα χαρακτήρισε τη μωροφιλόδοξη και μαξιμαλιστική αντίληψη των ανθρώπων της κεντροαριστεράς ο Σπύρος Λυκούδης, ταιριάζει ίσως σε ανώριμους εφήβους και ξεμωραμένους παππούδες, αλλά όχι σε αυτούς που έχουν πραγματική αγωνία για τον τόπο.
*Ο Δημήτρης Δερμιτζάκης είναι μέλος του Συμβουλίου των
Μεταρρυθμιστών για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη