Χριστέ μου θέλησα κι εγώ το πάθος σου να γράφω,
Η πένα μου είναι φτωχή για να το περιγράψω.
Γιατί είν’ απερίγραπτο, το πάθος το φρικτό σου,
Αίμα αθώο έχυσες να σώσεις το λαό σου.
Εξέσπασαν επάνω σου, το μίσος, την κακία
Και φέρθηκαν χειρότερα απ’ τα θηρία.
Στο τελευταίο βλέμμα σου εκεί θα σταματήσω
Το ματωμένο σώμα σου θέλω να προσκυνήσω.
Απ’ το πολύ μαστίγωμα και την ταλαιπωρία,
Δύσκολα αναγνωρίζεται, δεν έχει σημασία.
Το τελευταίο βλέμμα του εκεί το έχει αφήσει,
Επάνω στη Μητέρα του λίγο πριν ξεψυχήσει.
Μητέρα μου, Μητέρα μου, της λέει πονεμένα,
Φεύγω εις τον Πατέρα μου, μα νοιάστηκα για σένα.
Του Ιωάννη έδειξε και είπε, να ο γιος σου,
Είναι ο αγαπημένος μου, θα ‘ναι μοναδικός σου.
Ιωάννη αγαπημένε μου, παρ’ την εσύ κοντά σου,
Αυτή είναι η Μητέρα σου, να ζει στην εύνοιά σου.
Ένα σκληρό τετέλεσται, μια φωνή μεγάλη,
Τ’ άχραντο κεφάλι του κλείνει και ξεψυχάει.
Σεισμός μεγάλος έγινε, σκότος, βροντές, αντάρα,
Όλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί, τους κυνηγά κατάρα.
Πλησίασε η Μητέρα του, τα πόδια του φιλάει,
Το πρόσωπό της το γλυκό, στο αίμα του βουτάει.
Κλαίει πικρά και οδύρεται, στιγμή δεν σταματάει,
Τα πιο γλυκά λογάκια της για εκείνον τα σκορπάει.
Υιέ μου εσύ γλυκύτατε και σαρξ εκ της σαρκός μου,
Πώς σ’ έκαναν αγνώριστο, κάλλος των οφθαλμών μου;
Πού είναι η γλυκύτητα, που είναι η ομορφιά σου;
Μέσα στο αίμα βρίσκεται, πώς χάθηκε η θωριά σου;
Ιησού μου περιπόθητε, γλυκύτατό μου τέκνον,
Πως ημπορώ το πάθος σου να βλέπω κι αντέχω;
Το βλέμμα σου πως ημπορώ ποτέ να το ξεχάσω
Και το σκληρό παράπονο πώς να το εξιχνιάσω.
Αυτά τα λόγια τα γλυκά η Μάνα Παναγία,
Έλεγε εις τον Ιησού με πόνο, με λατρεία.
Χριστέ μου εσταυρωμένε μου, Χριστέ μου πονεμένε,
Χριστέ μου αιματόβρεχτε, Χριστέ μου χλευασμένε.
Χριστέ μας πολυεύσπλαχνε, συγχώρα τις ψυχές μας,
Με τη μαρκοθυμία σου, γαλήνη χάρισέ μας.
Μαρία Τζαγκαράκη
Πρεσβυτέρα