Του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΓΑΣΠΑΡΗ
Στην πλατεία του χωριού, στην Παναγία, ανατολικά και δυτικά της εκκλησίας υπάρχουν δυο στενά, το ανατολικό οδηγεί ξανά στον κεντρικό δρόμο του χωριού, προς τον Άγιο Ελευθέριο και το δυτικό στην άλλη έξοδο του χωριού προς τον Άγιο Ιωάννη. Στο δυτικό λίγο μετά την Παναγιά, εκεί που ήταν το μπακάλικο του Μάρκου του Γιαννούλη, υπάρχει ακόμη και σήμερα μια καμαρωτή πόρτα με τρία μικρά χαραγμένα σημάδια στο πάνω μέρος που οδηγούσε μέσα από ένα σκεπαστό διάδρομο στο ρακιτζιό του Βερνάρδου. Δεν υπήρχε όμως μόνο αυτό. Στην Παράδεισο στο έμπα του χωριού έστηναν τα καζάνια και στον Άγιο Ιωάννη επίσης. Του Βερνάδου όμως λειτουργούσε ως πρόσφατα και ο Μπάμπης ερχότανε από τη Λέσβο που είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί και άνοιγε το ρακιτζιό και πήγαιναν τα στράφυλα και έπαιρναν το ρακί, το πιοτό για την καλή παρέα, στα σπίτια και στους καφενέδες του χωριού. Παλιά, πριν τα χωράφια τα κόψουνε σε οικόπεδα και τα πουλήσουνε σε ξένους που ήρθαν και κατοίκησαν εδώ καθώς η πόλη του Ρεθύμνου είναι δίπλα, υπήρχαν πολλά αμπέλια και στα βόρεια του χωριού προς τη θάλασσα και στα νότια προς την Μαδαρή και την Καστελοχαλέπα. Πολλά και εκλεκτά σταφύλια, ο τρύγος ένα πανηγύρι και όταν η ζύμωση είχε ολοκληρωθεί ερχότανε και η ώρα της απόσταξης και στο χωριό όλοι ή σχεδόν όλοι αποθήκευαν στα κελάρια τους μπόλικο ρακί.
Κι εμείς είχαμε το αμπέλι μας στην Τζιανανή, εκεί που είναι το ξωκλήσι του Αγίου Αντωνίου, εκεί που ήταν η βενετσιάνικη γέφυρα που ανατίναξαν οι Γερμανοί αποχωρώντας. Το φρόντιζε και το αγαπούσε ο πατέρας μου και μας έδινε πλούσιο τον καρπό του. Είχε πολλές ποικιλίες με επιτραπέζια σταφύλια και πολλές συκιές και φραγκοσυκιές. Με τις βροχές μετά τον τρύγο έβγαιναν τα χόρτα που μ’ αυτά γίνονταν οι πιο νόστιμες χορτόπιτες. Μας χάριζε λοιπόν τα σταφύλια του και από αυτά το κρασί και το ρακί. Ένα πλούσιο πέρασμα από την μια εποχή στην άλλη, ένα βασικό αντίκρισμα στο χρόνο. Το αμπέλι δεν υπάρχει, κτίστηκαν εκεί πολυκατοικίες και όλη η ιστορία έγινε μια εικόνα μόνο στα βάθη μας κρυμμένη και καλά φυλαγμένη. Όπως και τα βράδια εκείνα στο ρακιτζιό με την πρωτόρακη ν’ αχνίζει καθώς άρχιζε να ρέει στο δοχείο. Η απόσταξη μας έδινε το θείο το ποτό, το άπιαστο και δυνατό οινόπνευμα, σπονδή στο πνεύμα. Μια ανάμνηση που έρχεται ακόμη εκεί στο ρακιτζιό του Μπάμπη να καίνε τα κούτσουρα, να τριγυρίζει η μεθυστική μυρωδιά από τα στράφυλα, να πίνουν την πρωτόρακη και να εύχονται για το καλό.
Έκλεισε όμως και αυτή η ιστορία. Ο Μπάμπης γι’ αυτό πια δεν έρχεται και δεν υπάρχει ρακιτζιό στο Ατσιπόπουλο. Πρέπει τώρα όσοι, λιγοστοί, έχουν τα στράφυλα να πάνε στα διπλανά χωριά που η τελετή συντελείται ακόμη. Στο χωριό μας υπάρχει ο ρυθμός της πόλης, είναι και δεν είναι χωριό, δεν είναι σίγουρα μια ολοκληρωμένη πόλη κι όλα αυτά που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια και που κάποια κρατούσαν ως τα πρόσφατα είναι πολύτιμα και πάντοτε θα μας κρατούν μια συντροφιά γλυκιά. Το ρακιτζιό κρυμμένο στην αυλή και τα εργαλεία παρατημένα και σιωπηλά κι αυτά να περιμένουν. Μπορεί να έρθει μια χρήση επόμενη, μπορεί να γίνει κι αυτή σπουδαία και δημιουργική για την πορεία και την εξέλιξη αυτού του τόπου.
Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Βημάτων Αποτυπώματα», Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2021, σελίδες 250. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει πλούσιο φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, καθώς και στοιχεία που αφορούν την πρόσφατη πορεία του οικισμού, ιδιαίτερα στα χρόνια 1980-2000. Πληροφορίες στο τηλ. 6906186707.