Μαγευτική η πλαγιά του ψηλού λόφου κι ας είχε μόνον εδώ κι εκεί θάμνα για κατσίκια, όμως η υπόλοιπη αγριάδα εντυπωσίαζε και τα σκαλιστά βραχάκια ξεκούραζαν τον περιπατητή.
Σ’ αυτά κάθιζεν κι ο νεαρός οραματιστής και σε μια κόλλα χαρτί, ξεδίπλωνε τον κόσμο της διψασμένης νιότης. Ο Αλέξης λίγο πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις αποχαιρέτησε τον γονιό του. Κι η μάνα με τα δύο της ορφανά θρηνούσε γοερά. Θαρρετή κι ελπιδοφόρα η υπόσχεση του αγοριού. Δε θα αργήσω πατέρα να φορέσω έναν «χιτώνα» που δε θα χει στίγμα της δουλοπρέπειας κι αδικίας. Τίποτε που να ξεθεμελιώνει την επιβίωση και τη μεγαλοπρέπεια της δύσμοιρης χώρας. Κείνη την στιγμή που αποφασισμένα έγραφε την τελευταία λέξη ακούστηκε η κόρνα αυτοκινήτου.
Ο Αλέξης με τα λαγουδοπόδαρά του έφτασε κάτω στον αμαξιτό και με περισσή ευγένεια ρώτησε, «σε τι μπορώ να βοηθήσω;».
Το μεσόκοπο αντρόγυνο ευχαρίστησε και ζήτησε συγγνώμη που τον διέκοψαν από τη δουλειά του. Όχι, απεναντίας, δίνετε μια ευχάριστη νότα στη μοναξιά μου.
– «Μέσα σ’ αυτή την απέραντη ομορφιά, εσείς νιώθετε μόνος;».
– «Και βέβαια, Λευτέρη παιδί μου, το παιδί αυτό δεν κάνει διάλογο με το τοπίο και τα ζώα… Του λείπουν οι φίλοι, οι σοφοί διδάσκοντες και η ζωντανή χαρά της ζωής».
– «Καλά τα λες Μαρία».
Αυτήν την απουσία άρπαξε πάλι η ευαίσθητη και άφησε μια ακρούλα από το δικό της καημό να μιλήσει.
«Και εμείς, παιδί μου θρηνούμεν το παλικάρι μας που ήταν στους είκοσι του Απρίλη δες και για να κατευνάσομεν τον αφόρητο πόνο πιάνομεν βουνά και λαγκάδια τώρα».
Ο νέος έπνιξε το λυγμό του κι έκανε βήματα προς την απαρηγόρητη μάνα, αλλά δίστασε, μήπως φουντώσει περισσότερο η οδύνη της. Ο κ. Λευτέρης ακούμπησε στο «καπό» του αυτοκινήτου βουβός και χλομιασμένος, προσπάθησε κάτι να πει και ακούστηκε!
– «Τι ονειρεύεσαι να σπουδάσεις νέε;». – «Δασοπόνος», απάντησε εμφαντικά το αμούστακο. Ο τόπος μας είναι απαράμιλλα προικισμένος, μα έχει εγκαταλειφθεί. Ίσως κάποτε αυτή η πλαγιά να γίνει καταπράσινη από δέντρα καρποφόρα και εξωραϊστικά, αλλά κι έτσι όπως είναι δίνει πολλά στην νεανική θωριά. Να αυτά τα αδιέξοδα γιδόστρατα μεταφέρουν σε φτωχογειτονιές της πολιτείας και ο γκρεμνός παραδίπλα μιλάει για συγχρόνους «καιάδες» των κοινωνιών…
Η πανίδα ολόφτωχη, μόνα κοράκια κι αρπακτικά ακούς, ίχνος από αηδονόφωνα πουλιά και περδικόμορφα, δεν είναι κι αυτό κοινωνικό προφίλ; Παρακαλώ δέστε εκείνη την ξερή δάφνη και δίαυλο τη νιόφυτη. Δεν μας είναι αρκετές πια οι προγονικές ένδοξες, αποζητούμεν και τις ολόδροσες σύγχρονες που θα φυτεύονται από τα χέρια των σωστών κι υπεύθυνων ανθρώπων, των δασκάλων όλων των βαθμίδων που θα τοποθετούν στις παιδικές καρδούλες δύο ολόγλυκα μάτια που στο μυαλό τους ένα ξίφος πολύ κοφτερό…
Πως θα το ήθελα σήμερα να βρεθώ στην Αθήνα τούτη την 17η Νοέμβρη για να γονάτιζα εκεί στην καθαγιασμένη πύλη του Πολυτεχνείου! Πριν 41 χρόνια, όταν οι ενήλικες λούφαζαν, τα φοιτητικά νιάτα θυσίαζαν την ζωή τους! Είναι προσόν να είσαι Νέσι με λεβέντικη ψυχή «Σ’ ευχαριστούμεν Ύψιστε Καλλιτέχνη που τα ζωγράφισες και τα δύο!».
Κι αλαφιασμένος ο Αλέξης άκουσε τη φωνή της μόνος που τον έκραζεν. Θα την καθησυχάσω γιατί η γνωριμία μέσα μου φύτρωσε στους ώμους φτερά! Σας ευχαριστώ θερμά. Κι οι τρεις έγιναν μια αγκαλιά. Κι η φιλία ολοένα θέριευεν κι οι προστάτες έβαλαν τα σπόρια βαθιά στην παραδεισένια νεανική πλαγιά…!