Σκέφτηκα πολύ και προβληματίστηκα ακόμη περισσότερο για το εάν θα έπρεπε να υποκύψω στον μεγάλο και εντέλει αμάχητο πειρασμό να δημοσιοποιήσω την άποψή μου για τον χαμό του Γιώργου Γυπαράκη. Το πράττω όμως, όχι υπό το πρίσμα της όψιμης πολιτικής ιδιότητάς μου, αλλά με τη δημοσιογραφική και κυρίως με την ανθρώπινη υπόστασή μου…
Με τσίτωσε κιόλας η ανιστόρητη και βαναύσως προσβλητική (για ολάκερο τον κρητικό λαό) δήλωση του Θόδωρου Πάγκαλου οπότε ξα μου!
Ιδού, λοιπόν, το «Myriokefala-Gate», που συγκλονίζει την Κρήτη κι ολόκληρη την Ελλάδα: ή τουλάχιστον θα έπρεπε να τη συγκλονίζει κι όχι να εξατμιστεί με το πέρασμα του καιρού κι όταν θα αρχίσουν να στεγνώνουν τα δάκρυα για τον χαμό του Γυπαράκη. Τότε ακριβώς θα κριθεί πόσο ώριμοι είμαστε ως κοινωνία για να διαχειριστούμε και να θεραπεύσουμε το πρόβλημα.
Χρησιμοποιώ πληθυντικό αριθμό, διότι για κάθε θύμα υπάρχει ένας φυσικός αυτουργός και πίσω από κάθε τέτοιον κρύβεται ένας ηθικός: στο τέλος της ημέρας όμως ηθικοί αυτουργοί είμαστε όλοι εμείς που είτε σφυρίζουμε αδιάφορα όταν οι σφαίρες πέφτουν μακριά μας, είτε κουκουλώνουμε το ζήτημα τάχα για να μην εκτεθούμε ή -ακόμη χειρότερα- για να μη βγούμε από τη ρουτίνα μας και για να μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας!
Είναι μακάβρια η σημειολογική σύμπτωση, αλλά επειδή ο Γυπαράκης έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα της Ασή Γωνιάς, νομίζω πως σε όλες αυτές ή τις συγγενείς περιπτώσεις, απλώς πετάμε την μπάλα στην εξέδρα και κάνουμε καθυστέρηση για να περάσει η ώρα και να σφυρίξει τη λήξη ο διαιτητής!
Δεν είναι η πρώτη φορά, αλλά θέλω να πιστεύω πως θα καταγραφεί στα κιτάπια του δελτίου συμβάντων ως η τελευταία, που το πατροπαράδοτο έθιμο αποβαίνει μοιραίο: έχω υπάρξει αυτόπτης μάρτυς σε μια ανάλογη περίσταση, απλώς εκεί και τότε (δεν έχει σημασία το πότε και το πού), η υπόθεση έκλεισε στο νοσοκομείο κι όχι στο νεκροταφείο…
Η Πολιτεία υπό οποιαδήποτε μορφή και σε οποιοδήποτε πεδίο εκτείνεται η αρμοδιότητά της οφείλει να παρέμβει εδώ και τώρα και να μην παραμένει θεατής στα τραγικά δρώμενα. Όλοι μας από την Κυβέρνηση έως όλες τις βαθμίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, από την Αστυνομία έως την Εκκλησία, από τους εκπαιδευτικούς έως τους πολιτιστικούς συλλόγους και οι κάθε λογής φορείς, έχουν το ηθικό χρέος να συνεργασθούν, όχι για να θεραπεύουν πλέον το κακό, αλλά για να το προλαμβάνουν.
Δεν μου αρέσει ο αυτοπροσδιορισμός συγκεκριμένων περιοχών ως αβάτων, γκέτο και κρατών εν κράτει, αλλά ούτε και η στοχοποίησή τους από τους δήθεν καλούς: εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με γουέστερν, αλλά με μια συντεταγμένη πολιτεία, η οποία οφείλει να στέργει με αληθινό ενδιαφέρον και με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης τις ομάδες που χρήζουν υποστήριξης.
Στον αντίποδα πολύ φοβάμαι πώς όλα αυτά τα χρόνια οι κάθε είδους παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές απανταχού της ελληνικής επικράτειας αντιμετωπίσθηκαν είτε με παγερή αδιαφορία, είτε με τη λογική των αποκλεισμών και της Σπιναλόγκειας καραντίνας είτε με μισαλλοδοξία και ρεβανσισμό, με τη λογική του «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Ποιος όμως στ’ αλήθεια ασχολήθηκε με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών σε αυτές τις -ας τις χαρακτηρίσω επιεικώς ή καθ’ υπερβολήν (αυτό, διάολε, είναι θέμα κριτηρίων και αισθητικής ενός εκάστου) – ατίθασες περιοχές;
Ποιος προσέγγισε το πρόβλημα που ασφαλώς κάνει… τζιζ, με σχέδιο και πρόγραμμα εξόδου από την ανυποταξία;
Ποιος διείσδυσε σε αυτές τις κοινωνίες με καθαρό λόγο, με επιχειρήματα, με κίνητρα και με εναλλακτικές λύσεις…
Ναι, να μην πυροβολάνε, να μην καλλιεργούν δενδρύλλια (sic), να μην οδηγούν σαν τρελοί, να μην μεθάνε, να μην κάνουν φασαρίες, αλλά, διάβολε, το Κράτος έχει την υποχρέωση (κατά βάσιν μέσω μιας στοχευμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας) να τους οδηγήσει σε μια άλλη ατραπό, να τους προσφέρει μια διαφορετική διέξοδο και να αλλάξει τη ζωή τους.
Σε τέτοια τολμηρά, φιλόδοξα, αλλά αναγκαία εγχειρήματα δεν περισσεύει κανείς και κυρίως αυτοί που κάνουν τους καμπόσους.
Αλλά – για να μην παρεκκλίνω κιόλας από την επί πλέον αφορμή που με παρακίνησε να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις μου- περισσεύουν οι… δεκάρικοι λόγοι κυρίως όταν αποσκοπούν στη δημιουργία εντυπώσεων και στην απαλλαγή των οιονεί ενόχων.
Ο σεσημασμένος για τις ενδιαφέρουσες έως αιρετικές απόψεις του Θεόδωρος Πάγκαλος ξανακτύπησε τις προάλλες προτείνοντας, λέει, την ανακατάληψη της Κρήτης και τον αφοπλισμό της!
Ποιοι να ανακαταλάβουν ποιους και ποιοι να αφοπλίσουν ποιους, αναρωτιέμαι. Πολύ φοβάμαι μάλιστα πως σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου η φαφλατοσύνη και η δημαγωγία ξεπερνούν τα εσκαμμένα, οι σφαίρες των λόγων είναι πιο θανατηφόρες από τις σφαίρες των όπλων!
Ως συνήθως ο κύριος Πάγκαλος πέταξε έναν πομφόλυγα κι ό,τι κάτσει! Ηδη ο Δήμαρχος Σφακίων Παύλος Πολάκης του απάντησε με θυμό, αλλά και με πρεπιά όχι τόσο γι’ αυτό το σκέλος των άκομψων δηλώσεων του, όσο για την αστοιχείωτη φωτοβολίδα του πως τάχα ο κρητικός λαός έκανε το… παγώνι στους αγώνες εναντίον των Τούρκων!
Προφανώς ο λαλίστατος πρώην υπουργός δεν κατέβηκε ποτέ αεροπορικώς στα Χανιά κι αν έκανε το ταξίδι δεν αναρωτήθηκε ποτέ γιατί το αεροδρόμιο ονομάζεται «Δασκαλογιάννης», ποιος ήταν αυτός και πώς τον έγδαραν ζωντανό οι Τούρκοι.
Προφανώς, κινούμενος μεταξύ Κέας και υπολοίπου Αττικής ο επί παντός του επιστητού ομιλών Θεόδωρος Πάγκαλος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ενημερωθεί για τον ξεσηκωμό στους Κομητάδες, για τους Μελαμπιανούς Τέσσερις Μάρτυρες, για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, για τον Κωστή Γιαμπουδάκη, για τη Χαρίκλεια Δασκαλάκη και για τους ξακουστούς φόρους αίματος του κρητικού λαού…
Πάλι καλά που (αναφερόμενος στην ανάγκη της ανακατάληψης και του αφοπλισμού) δεν μας εγκάλεσε κιόλας διότι δεν κάναμε χρήση του ληξιπρόθεσμου πλέον δικαιώματος της Κρήτης να αποσχισθεί από τη μητροπολιτική Ελλάδα και να επανιδρύσει την Κρητική Πολιτεία!
Ξέρω ότι θίγω ευαίσθητες χορδές και η τελευταία αναφορά μου δεν είναι «politically correct», αλλά εάν ο κύριος Πάγκαλος επιθυμεί ένα σχόλιο στη δική του λογική και διαλεκτική, θα του πω μονάχα τούτο:
«Μπορεί να τα φάγαμε μαζί, αλλά δεν τα πυροβολήσαμε, ούτε τα αφοπλίσαμε μαζί»!
Βασικά δεν τα πυροβολήσαμε καθόλου και για να του αναπληρώσω το έλλειμμα ιστορικής γνώσης ή τη σκόπιμη άγνοια και την επιχειρούμενη παραχάραξη των γεγονότων, οφείλω να τον ενημερώσω ή να του υπενθυμίσω το εξής: επί ημερών δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ο Μεταξάς διέταξε τον αφοπλισμό της Κρήτης οι κάτοικοι της οποίας υπάκουσαν, ενώ με το που κηρύχθηκε ο πόλεμος επάνδρωσαν αμέσως την 5η Μεραρχία στο Αλβανικό Μέτωπο.
Στις 20 Απριλίου του 1941 όταν στο πλαίσιο του σχεδίου «Ερμής», που προέβλεπε την κατάληψη του νησιού μέσα σε λίγες ώρες, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν μιλιούνια στο Μάλεμε, οι Κρητικοί αντιστάθηκαν σθεναρώς και αντί για λίγες ώρες η πολιορκία κράτησε δέκα μέρες. Η μάχη της Κρήτης θεωρείται ως μία από τις πλέον παράδοξες στην στρατιωτική Ιστορία και προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό, διότι οι κάτοικοι του νησιού υπερασπίστηκαν τους βωμούς και τις εστίες τους χωρίς όπλα και αναχαίτισαν την 7η αερομεταφερόμενη μεραρχία του Γκέριγκ με τις κατσούνες, τις τσουγκράνες και τις σκαλίδες τους!
Απ’ αυτόν τον ηρωικό αγώνα, σεβαστέ μου κύριε Πάγκαλε, πήρε έμπνευση ο ανώνυμος στιχουργός του παραδοσιακού ριζίτικου που λέει:
«Χίτλερ, να μην το καυχηθείς
πως πάτησες την Κρήτη,
ξαρμάτωτη την ηύρηκες
κ’ έλειπαν τα παιδιά τση,
στα ξένα πολεμούσανε
πάνω στην Αλβανία,
μα πάλι πολεμήσανε».
* Ο Αμαριώτης Βασίλης Σκουντής είναι δημοσιογράφος και υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος Ρεθύμνου με τον συνδυασμό «Κρήτη, πρώτη δύναμη», με επικεφαλής τον περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρο Αρναουτάκη