Τ’ Ανώγεια τιμούν σήμερα την αποφράδα ημέρα που σημειώθηκε το τρίτο τους ολοκαύτωμα στην ιστορική τους πορεία.
Κορυφαίο γεγονός της αντίστασης του αγωνιζόμενου λαού των Ανωγείων, υπήρξε η καταστροφή και ισοπέδωση του χωριού τον Αύγουστο του 1944. Το 3ο ολοκαύτωμα των Ανωγείων άρχισε τη 13η Αυγούστου και κράτησε μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα. Στο Αρμί, την κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται εγχάρακτη η διαταγή του Γερμανού στρατηγού φρουράρχου Κρήτης.
«…Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπίας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί- Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου».
Χανιά 13- 8- 44. Ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου Κρήτης X. ΜΙΛΛΕΡ.
Μετά την έκδοση της διαταγής που προαναφέραμε, Γερμανοί στρατιώτες, πραγματοποιούν την κύκλωση των Ανωγείων, την 13- 8- 1941 και αρχίζουν το μακάβριο έργο των εκτελέσεων, της λεηλασίας και της καταστροφής, αφού πρώτα απομάκρυναν τα γυναικόπαιδα που βρέθηκαν μέσα σ’ αυτά, μαζί με ελάχιστους ανίκανους γέροντες.
Το μίσος και η βαρβαρότητα κατά τη διάρκεια των 22 ημερών ολοκαυτώματος των Ανωγείων ξεπερνά κάθε όριο λογικής και φαντασίας. Αρκετοί γέροντες και γυναίκες που έμειναν κρυπτόμενοι στο χωριό και άρρωστα παιδιά που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, καίγονται ή καταπλακώνονται από τα ερείπια και οποιοσδήποτε κινούμενος στόχος τίθεται στο στόχαστρο των Γερμανοκεσταμπιτών. Δύο παιδιά και είκοσι πέντε άντρες και γυναίκες εκτελούνται η καταπλακώνονται από τα χαλάσματα και είναι οι ακόλουθοι:
– Αεράκης Νικόλαος
– Βρέντζος Εμμανουήλ
– Βουιδάσκης Βασίλειος
– Βλατά Ελένη
– Κοκοσάλη Αμαλία
– Κουβίδης Μιχαήλ
– Καβλέντη Αγάπη
– Καλλέργη Αικατερίνη
– Καραίσκου Ειρήνη
– Ξυλούρης Στέφανος (παιδί 8 ετών)
– Ξυλούρης Κων/νος
– Ξυλούρης Ιωάννης
– Πατραμάνη Ελένη
– Πετροκόπος Κων/νος
– Πασπαράκη Ευαγγελία
– Σκουλάς Εμμανουήλ
– Σκουλά Όλγα
– Σκουλά Ανδρονίκη
– Σαλούστρου Αικατερίνη
– Σαλούστρου Ειρήνη
– Σαλούστρος Εμμανουήλ
– Σπαχή Αφροδίτη
– Χαχλιούτης Κων/νος (παιδί 14 ετών)
– Σπιθούρης Γεώργιος
– Παπαδιός Εμμανουήλ
– Κουτάντος Σωκράτης
– Κουταντος Ιωάννης
Από τα εκτελεστικά αποσπάσματα σώζονται δια της φυγής, τρεις Ανωγειανοί οι: Μιχάλης Ρούλιος, Στέφανος Χαιρέτης και Ιωάννης Σουλτάτος ή Αλισαβογιάννης.
Οι Γερμανοί ανερχόμενοι από διάφορα σημεία για να πραγματοποιήσουν το ολοκαύτωμα των Ανωγείων συνέλαβαν 31 άντρες από διάφορα χωριά το Μαλεβυζίου και Μυλοποτάμου και Ανωγειανούς, τους μετέφεραν στα Σείσαρχα κι από κει καθημερινά τους χρησιμοποιούσαν ως αγωγιάτες για να μεταφέρουν τα πάσης φύσεως υλικά αγαθά, που άρπαξαν από το χωριό πριν γκρεμίσουν και κάψουν τα σπίτια του.
Στις 22 Αυγούστου θεωρώντας ότι δε χρειάζονταν άλλο τους αγωγιάτες, πήραν την απόφαση να τους εκτελέσουν. Από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευή Σεισάρχων, όπου οι αγωγιάτες διέμεναν, υπό φρούρηση, παρελάμβαναν ένα – ένα και οδηγώντας τον στο ρυάκι, 150 περίπου μέτρα νοτιοανατολικά των Σεισάρχων, τους έστηναν στην άκρη μικρού γκρεμού και τους εκτελούσαν. Ευνόητο ότι, ο 31ος πρέπει να θεωρηθεί ότι εκτελέστηκε 31 φορές.
Τι βαρβαρότητα!!
Τα ονόματα των εκτελεσθέντων είναι χαραγμένα σε απλό και ωραίο μνημείο στην πλατεία των Σεισάρχων, στην κορυφή του οποίου είναι γραμμένη η μαντινάδα του Βασίλη Καλομοίρη, γιου εκτελεσθέντα, η οποία μας λέει:
«Στη θύελλα του φασισμού
Που τη φωθιά σκορπίζει,
Μόνο με αίμα το δεντρό
Της λεφτεριάς ανθίζει!»
Η έκθεση Καζαντζάκη
Ο Καζαντζάκης καταγράφει την Ναζιστική κτηνωδία στα Ανώγεια (13 Αυγούστου 1944) στην σχετική έκθεσή του για τα Ανώγεια ως μέλος της Κ.Ε.Δ.Ω.Κ. Και μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Την 13ην οι Γερμανοί συμπληρώσαντες την κύκλωσιν, εισήλθον εις τα Ανώγεια και διέταξαν τους υπολειφθέντας κατοίκους (θα ήσαν περί τα 1500 γυναικόπαιδα) να αναχωρήσουν εντός ημισείας ώρας προς την κατεύθυνσιν του Γενή-Καβέ, οπόθεν να διασκορπισθούν εις τα διάφορα χωρία της Ρεθύμνης.
Μετά ταύτα, προέβησαν εις Ολοκαύτωμα, γενικήν λεηλασίαν του χωρίου, πλουσιωτάτου εις κτηνοτροφικά και εριουργικά προϊόντα. Μετά την δήλωσιν εκάστη οικία εκαίετο πρώτον και έπειτα ανετινάσσετο δια δυναμίτιδος.
Κάθε νύκτα οι Γερμανοί απεσύροντο εις τα Σείσαρχα και την πρωϊαν επανήρχοντο.
To μέγεθος της λεηλασίας θα κατανόηση κανείς, όταν λάβη υπ’ όψιν ότι αυτή διήρκεσεν από της 13 Αυγούστου μέχρι της 5 Σεπτεμβρίου. Κατά την διάρκειαν της διαρπαγής οι Γερμανοί εφόνευσαν εντός του χωρίου τον Γ. Σπιθούρην, μη δυνηθέντα ν’ αποχωρήση μετά των άλλων κατοίκων, επίσης τους παραλύτους εξαδέλφους Κωνστ. και I. Ξυλούρην (ή Κίτρη), και τον υπέργηρον Νικ. Αεράκην, εις τας αγκάλας του οποίου έθεσαν, μετά την εκτέλεσιν, δεξιά και αριστερά τα πτώματα δύο χοίρων προς χλευασμόν.
Δύο αδελφαί, η χήρα Εμμ. Καλλέργη και η χήρα Εμμ. Καβλέντη, η χωλή Ειρήνη Καραϊσκου και η Ευαγγ. Ιω. Πασπαράκη, αρνηθείσαι ν’ αποχωρήσουν και προτιμήσασαι τον θάνατον απέθανον καείσαι και καταχωθείσαι έπειτα υπό τα ερείπια των ανατιναχθεισών οικιών των.
Επίσης οι Γερμανοί εφόνευσαν τον εκ τραύματος της κεφαλής παράφρονα Εμμ. I. Σαλούστρον.
Πολλοί άλλοι εφονεύθησαν εις τα πέριξ.
Οι Γερμανοί κατέστρεψαν και τα 4 τυροκομεία της περιοχής και απήγαγον τα ποίμνια των κατοίκων όσα δεν ηδυνήθησαν να συμπαραλάβουν, τα εφόνευσαν.
Σήμερον από τας 940 οικίας των Ανωγείων δεν έχει απομείνει ούτε μία, το νεόδμητον σχολείον ανετινάχθη, αι 3 εκκλησίαι, τας οποίας οι Γερμανοί είχον μεταβάλει εις σταύλους, έχουν επίσης υποστή ζημίας εκ των πέριξ ανατινάξεων.
Η επίσημος κατάστασις της Νομαρχίας Ρεθύμνης αναφέρει 117 Ανωγειανούς εκτελεσθέντας κατά την περίοδον της κατοχής»…
Ένα αθώο παιδί το πρώτο θύμα
Από τα πρώτα θύματα των Ναζί μόλις μπήκαν στο χωριό ένα αθώο 8χρονο αγόρι.
Ήταν ο Στεφανής Ξυλούρης.
Ο άτυχος Στεφανής έμενε άταφος, για πολλές μέρες.
Για το τραγικό γεγονός είχε μιλήσει στον ιστορικό ερευνητή δρα Γιώργο Καλογεράκη η μητέρα του παιδιού Ζαφειρένια Ξυλούρη-Σκουλά, η γνωστή Μπαμπακιούδαινα, σε μια συγκλονιστική συνέντευξη.
Αποσπάσματα παραθέτουμε με την ευκαιρία της επετείου κι επειδή η τραγική μητέρα περιγράφει με τόση γλαφυρότητα τα γεγονότα.
…το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπαιδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε.
Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπαιδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπαιδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια.
Ήρθαμε ‘μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω.
Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει:
– Μάνα, ήντα να πάρω;
Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’ άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου:
– Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ ένα τσουβάλι. Γροικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά:
– Έ καημένη, εσκοτώσα το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του.
Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον εξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα.
Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε.
Του ’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια.
Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία.
Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα.
Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές, ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως.
Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά-Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε σ’ ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα:
– Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια.
Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θεια μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε.
Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου ’πε ότι θα ’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι. Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί.
Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το ’δα μου ’λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στην Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο.
Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα ’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι:
– Γερμανοί μόνο φύγετε !
Μόλις το ’πε από πάνω από το δρόμο σ ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμπέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.
Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.
Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκειά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα-Γιάνναινα και με πήρε και πήγαμε στον Άη-Γιάννη.
Από τον Άη-Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν οι μνήμες δεν ξεθωριάζουν κι ας περνούν πλέον από γενιά σε γενιά. Και τ’ Ανώγεια θα τιμούν πάντα με την ίδια λαμπρότητα το τρίτο τους ολοκαύτωμα.
Πηγές:
ΑΝΩΓΗ
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Αγώνας της Κρήτης