Γιάννη Πλατύρραχου «Τσάρπαλος»
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
(Εισαγωγή-Επιμέλεια-Γλωσσάριο: Ν.Ε. Παπαδογιαννάκης-Ελπινίκη Νικολουδάκη)
ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ
Ανάμεσα στα τόσα άλλα χαρίσματα, τα οποία κοσμούν ετούτο το ευλογημένο νησί, συγκαταλέγεται και ο αυθορμητισμός μιας ανεπιτήδευτης ιδιωματικής γλώσσας.
Ο ιδιόρρυθμος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο κρητικός, με τη σαφήνεια και τη ζωντάνια αυτού που σκέφτεται ή που αισθάνεται, με την ευκρίνεια και τη μελωδική παρατεταμένη προφορά των λέξεων, είναι πάντοτε, όπως μας λένε και οι ξένοι απολαυστικός.
Αυτή τη μοναδικότητα του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος, τη γλώσσα που την ανέδειξε ένας Κορνάρος, ένας Χορτάτζης και την ενστερνίστηκε ο Καζαντζάκης, την εξετίμησε και ανεγνώρισε την αισθητική της αξία ωσαύτως και ο αείμνηστος Γιάννης Πλατύρραχος, σαν ένα πολύτιμο θησαυρό. Ο συγγραφέας βαθύς γνώστης και κάτοχος του ιδιώματος ολοσχερώς το χειρίστηκε σαν περίτεχνο εργαλείο, για να εκπονήσει σε ανόθευτη απόδοση, εκτός από τη «Ροδαμιά», άλλοτε και σήμερα με τον «Τσαρπαλό» ένα ακόμα αριστουργηματικό, ρομαντικό μυθιστόρημα.
Εμπεριστατωμένη, υποδειγματική και λίαν τιμητική για τον συγγραφέα η «εισαγωγή – επιμέλεια – γλωσσάριο» των δύο Πανεπιστημιακών˙ του φιλόλογου κυρίου Νικ. Ε. Παπαδογιαννάκη και την κυρίας Ελπινίκης Νικολουδάκη Σουρή. Οι δύο διαπρεπείς επιστήμονες αποφαίνονται με έγκυρες τοποθετήσεις και εμβριθείς εκτενείς αναλύσεις στη λογοτεχνική άξια του έργου. Ουσιώδες ότι δεν πρόκειται για μια συμβατική, κατά συνθήκην, κοινότυπη συγγραφή. Η «εισαγωγή» των δύο περινούστατων Πανεπιστημιακών είναι μια πρωτότυπη γλωσσολογική μελέτη, (50 σελίδες) διεξοδική και εξειδικευμένη. Θεώρηση επιστημονική και καινοφανής. Μια πρωτοποριακή εις το έπακρον πραγματεία, αρετές οι οποίες αντικατοπτρίζονται στο γλαφυρό κείμενο, αφήνοντας το μέσο αναγνώστη ενεό. «Πλοκή, ύφος και στοχασμός», αναφέρουν για το πόνημα οι δύο Πανεπιστημιακοί «διέπονται από τη μανιέρα της ιδιάζουσας εντοπιότητας, που ο ρυθμός και η αίσθηση του μετέωρου, του ακαριαίου να συντείνουν σ’ έναν βαθμό απόλαυσης του κειμένου, παρόμοιου με εκείνον του Ερωτόκριτου». Εφόσον αυτήν την αυθεντικότητα του έργου την αναγνωρίζουν οι δύο καταξιωμένοι επιστήμονες και την τοποθετούν σε παράλληλη αναλογία μ’ εκείνην του Κορνάρου, τούτο και μόνον αρκεί, να πιστοποιήσει περίτρανα την ποιότητα και την καλλιέπειά του.
Αλλά αυτή η ιδιαίτερη έμφαση και η υπογράμμιση της υπεροχής του συγγραφικού έργου συνεχίζεται με αφειδώλευτα εγκώμια: «αναρωτιόμαστε, πού οφείλεται αυτή η συγκίνηση, το καταστάλαγμα της σοφίας και της κατανόησης, η καταλλαγή που απλώνεται στην ψυχή μας, καθώς συλλογιζόμαστε όσα γίνονται και γράφονται….».
Και άλλου αναφέρουν (σελ. 13) «το αφήγημα «Ροδαμιά» και το νέο έργο του Γιάννη Πλατύρραχου «Τσάρπαλος» κομίζουν στην Νεοελληνική Λογοτεχνία» όχι μόνο ένα μνημείο λόγου, που εμπλουτίζει την επώνυμη λαϊκή λογοτεχνία, αλλά και ενισχύει την πεποίθηση, ότι η παράδοση συνεχίζει και….». Αυτή και μόνο η παράγραφος ανεβάζει εντυπωσιακά το περισπούδαστο πόνημα, αλλά πρωτίστως αξιοκρατικά.
Στο κρητικό ιστόρημα «Τσάρπαλος» ο έρωτας σμίγει ένα Κρητικό Χριστιανό και μια Τουρκοκρητικοπούλα. Όταν συμβαίνει η πρώτη συνάντηση ο νέος άντρας ξεχωρίζει για τα έμφυτα χαρίσματά του στην ποιμενική, στον χορό, στις μαντινάδες, στο κυνήγι αλλά και στην κλεψιά, για να μπορέσει να ζήσει.
Τον Τσάρπαλο τον απασχολεί και τον κατατρύχει η σκέψη για την εμφάνισή του, την ακαλαίσθητη, άκομψη ακόμα και απεχθή με τα παλιόρουχα «Ελόγιασα πως τα μούτρα μου δεν τζ’ αρέσανε. Μα ατζέμπις (άραγε) είδες τα ρούχα μου και την ξυπόλησά μου. Μ’ έλουσεν κρύγιος ίδρος, μη με ιδεί ολόκληρο κι αλλαξομουτσουνιάσει».
Ο καλόγερος Γαβρίλης τον προειδοποιεί για τον κίνδυνο, για κάτι δυσάρεστο, που μπορεί να συμβεί σε μια τέτοια σχέση, ενός ενδεχόμενου δεσμού Χριστιανού με μια Μουσουλμάνα. Ο Τσάρπαλος δε θέλει ν’ ακούσει συμβουλές μένει ανένδοτος. «Εμένα δε με γνοιάζει, όχι ανεν-μπιστεύγει στο Μουχαμέτη παρά και στο Διάολο. Να ντυθώ πρώτα να καλικωθώ, να ‘χω μούρη να την ανταμώσω κι ότι ‘χομε θα το βρούμε. Ξα μου εμένα».
Και οι δύο νέοι αδιαφορούν, δεν σκοτίζονται για τους κινδύνους και τραβούν τον δρόμο της αγάπης τους προς την ένωσή τους, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν την απόρριψη από το διαφορετικό κοινωνικό σύνολο και τους κώδικες που το διέπει εκατέρωθεν. Αγωνίζονται με αλόγιστο και ασίγαστο πάθος, για να επιβάλουν το αναμφισβήτητο και αναφαίρετο δικαίωμά τους στον έρωτα απέναντι σε προκαταλήψεις και διαβολές.
Η Αϊσέ και ο Τσάρπαλος αναθρεμμένοι στον καθαρό αέρα του βουνού με σιδερένια αδάμαστη, θέληση απαιτούν την αποδοχή τους από την τουρκοκρητική, μουσουλμανική αφενός και αφετέρου από την κρητική χριστιανική κοινωνία. Εξ’ αλλού η Αϊσέ είναι και θέλει να παραμείνει μια βουνήσια βοσκοπούλα και με κάποιο τρόπο θέλει να πείσει τον πατέρα της και να του δώσει να καταλάβει για το διακαή έρωτά της, τον απελπισμένο και αξεπέραστο με τον Τσάρπαλο. Κι ο Τσάρπαλος προερχόμενος από το ίδιο άγριο περιβάλλον θέλει, σε διαλογικό τρόπο με τους γονείς της, να προσεγγίσουν οι επιδιώξεις του και να τους φέρει στα νερά του. Η επιμονή και η ανένδοτη, αμετακίνητη στάση της Αϊσέ αναστατώνει και εξοργίζει τον πατέρα της. «Δεν νταγιαντώ να σε γροικώ, για θα παραλλαντίσω (θα τρελαθώ) και ο Αλλάχ να σε σπλαχνιστεί και γνώση να σου βάλει».
Η ανάγνωση του «Τσάρπαλου» για το μη κρητικό είναι αδύνατη και δυνατή μόνο με τη βοήθεια του λεξιλογίου το οποίο βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου. Για τον Κρητικό όπως φυσικά και για τον Ρεθεμνιώτη αρκετά δύσκολη, επειδή πρόκειται για το ιδίωμα της Αμπαδιάς. Ο Γιάννης Πλατύρραχος δεν έχει απλώς και μόνο την εμπειρία, τον άριστο χειρισμό και την εκπληκτική δεξιότητα της κρητικής διαλέκτου, έχει το χάρισμα, να την κατέχει εις το έπακρο με όλα τα «κνεκνά τζη» (ιδιορρυθμίες) και τα «σουσούμια τζη» (γνωρίσματα). Ο Γιάννης Πλατύρραχος έχει μπει στο πετσί του Κρητικού, επομένως η παραστατικότητα, η πιστότητα, η ζωντάνια με την οποία εκφράζεται σε συνεπαίρνει. Οι πληροφορίες που μας δίδει ξεφεύγουν από το κοινότοπο και το συνηθισμένο, όπως τα ξεχασμένα, πατροπαράδοτα έθιμα π.χ. το χαρούμενο «ψίκι» ήτοι η συγκέντρωση κόσμου για τραπέζι, για γλέντι ή για πανηγύρι. Άλλες πληροφορίες αντλεί ο αναγνώστης για τα κομπογιαννίτικα γιατροσόφια και τις γητειές. Προσόν του βιβλίου είναι ότι ο Γιάννης Πλατύρραχος έχει ζυμωθεί με την ψυχοσύνθεση, τη νοοτροπία, τον ευαίσθητο ψυχισμό του Κρητικού. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι με τις διαλεκτικές λέξεις.
Το βιβλίο του Γιάννη Πλατύρραχου αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για το ιδίωμα και αυτό καθαυτό το ιστόρημα, αλλά και για την «εισαγωγή» των δύο καθηγητών, η οποία εκτός των άλλων περιποιεί τιμή στη μνήμη του συγγραφέα και αποδίδει δικαιολογημένα έναν υμνητικό έπαινο. Το κείμενο της εισαγωγής κατά την ταπεινή, κρίση του γράφοντος, έχει αξία ανάλογη μιας πρωτότυπης γλωσσολογικής επιστημονικής μελέτης, η οποία ενέχει τη θέση μιας αρίστης διατριβής. Σημαίνει δε ότι οι δύο περινούστατοι επιστήμονες, αναγνωρίζουν δεόντως το μέγεθος της λογοτεχνικής, ανώτερης γραμματολογικής δημιουργίας.
Εκτύπωση: Εκδοτικές επιχειρήσεις Καλαϊτζάκης Α.Ε. σελ. 462 σχ. 23Χ16.
Υποσημείωση: Στο προηγούμενο κείμενο σχετικό με «Τα δικά μας καφενεία» του κ. Χάρη Καλαϊτζάκη η λέξη «Παπαδιαμάντης» να διαβαστεί: «Παπαδαντωνάκης».