Πόλο έλξης και πηγή υπερηφάνειας αποτελούν τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που βρίσκονται στην Κρήτη. Οι αρχαιολογικοί χώροι, που «μαρτυρούν» το παρελθόν του νησιού, είναι πολλοί και σημαντικοί, τα αρχαιολογικά ευρήματα από τον Μινωικό Πολιτισμό, αλλά και τις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους στην Κρήτη, χαρίζουν σε ντόπιους και επισκέπτες σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή του ανθρώπου μέσα στο χρόνο. Πληροφορίες που προέρχονται μέσα από τις ανασκαφές, την αιχμή της έρευνας των αρχαιολόγων, κι έρχονται στο φως για να καλύψουν μια βαθιά ανάγκη των ανθρώπων: να ανακαλύψουν το παρελθόν τους.
Για το Ρέθυμνο, ειδικότερα, ως την πόλη που φιλοξενεί την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης ειδικότερα, ενός τμήματος με πλούσιο ερευνητικό έργο και σπουδαίες ανακαλύψεις, του οποίου η συμβολή είναι ανεκτίμητη σε όλα τα παραπάνω, ανοίγονται προοπτικές ώστε, μέσα από συντονισμένες ενέργειες και δράσεις, να αποτελέσει αρχαιολογικό τόπο αναφοράς, προσελκύοντας το ενδιαφέρον εκατοντάδων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τα ευρήματα και παρακολουθούν με ενθουσιασμό τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων των αρχαιολογικών ερευνών.
Ο «θησαυρός» της Κρήτης, του νησιού που ξεχωρίζει για τον μοναδικό συνδυασμό φυσικού πλούτου, ιστορίας, πολιτισμού και παράδοσης, η αρχαιολογική έρευνα και η εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο, ήταν το αντικείμενο της επιστημονικής ημερίδας που διοργάνωσε χθες, με μεγάλη συμμετοχή, η Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής και ο Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, στο Φοιτητικό Πολιτιστικό Κέντρο «Ξενία».
Η Αρχαία Ελεύθερνα, από την ανασκαφή έως την κατασκευή του μουσείου, τα παλαιά και νέα στοιχεία για τη ρωμαϊκή Ελεύθερνα, οι νησιωτικοί πολιτισμοί και η περίπτωση της Θηρασίας, η αναζήτηση παλαιολιθικών ανθρώπων στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος, καθώς και η αρχαιολογική έρευνα και εκπαίδευση στη Γαύδο, βρέθηκαν στο επίκεντρο της επιστημονικής συνάντησης αρχαιολόγων, τοπικών φορέων και φοιτητών, σε ένα «ταξίδι» πολιτισμού και αρχαιολογικής έρευνας από τη βόρεια νησιωτική Ελλάδα έως την Κρήτη και το νησί της Γαύδου.
Αναλυτικά
Αρχαιολογική έρευνα και εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
• Πόλος έλξης τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Κρήτη
• Οι προοπτικές του νομού και η συμβολή του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης
στο ανασκαφικό έργο
Πόλο έλξης και πηγή υπερηφάνειας αποτελούν τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που βρίσκονται στην Κρήτη. Οι αρχαιολογικοί χώροι, που «μαρτυρούν» το παρελθόν του νησιού, είναι πολλοί και σημαντικοί, τα αρχαιολογικά ευρήματα από τον Μινωικό Πολιτισμό, αλλά και τις μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους στην Κρήτη, χαρίζουν σε ντόπιους και επισκέπτες σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή του ανθρώπου μέσα στο χρόνο. Πληροφορίες που προέρχονται μέσα από τις ανασκαφές, την αιχμή της έρευνας των αρχαιολόγων, κι έρχονται στο φως για να καλύψουν μια βαθιά ανάγκη των ανθρώπων: να ανακαλύψουν το παρελθόν τους.
Για το Ρέθυμνο, ειδικότερα, ως την πόλη που φιλοξενεί την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης ειδικότερα, ενός τμήματος με πλούσιο ερευνητικό έργο και σπουδαίες ανακαλύψεις, ανοίγονται προοπτικές ώστε, μέσα από συντονισμένες ενέργειες και δράσεις, να αποτελέσει αρχαιολογικό τόπο αναφοράς, προσελκύοντας το ενδιαφέρον εκατοντάδων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τα ευρήματα και παρακολουθούν με ενθουσιασμό τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων των αρχαιολογικών ερευνών.
Ο «θησαυρός» της Κρήτης, του νησιού που ξεχωρίζει για τον μοναδικό συνδυασμό φυσικού πλούτου, ιστορίας, πολιτισμού και παράδοσης, η αρχαιολογική έρευνα και η εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο, ήταν το αντικείμενο της επιστημονικής ημερίδας που διοργάνωσε χθες, με μεγάλη συμμετοχή, η Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής και ο Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, στο Φοιτητικό Πολιτιστικό Κέντρο «Ξενία».
Η Αρχαία Ελεύθερνα, από την ανασκαφή έως την κατασκευή του μουσείου, τα παλαιά και νέα στοιχεία για τη ρωμαϊκή Ελεύθερνα, οι νησιωτικοί πολιτισμοί και η περίπτωση της Θηρασίας, η αναζήτηση παλαιολιθικών ανθρώπων στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος, καθώς και η αρχαιολογική έρευνα και εκπαίδευση στη Γαύδο, βρέθηκαν στο επίκεντρο της επιστημονικής συνάντησης αρχαιολόγων, τοπικών φορέων και φοιτητών, σε ένα «ταξίδι» πολιτισμού και αρχαιολογικής έρευνας από τη βόρεια νησιωτική Ελλάδα έως την Κρήτη και το νησί της Γαύδου.
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ευρυπίδης Στεφάνου, στο χαιρετισμό του ανέφερε: «Στη σύγχρονη εποχή εμείς όλοι ατενίζουμε το μέλλον μας όλο και περισσότερο εμπιστευόμενοι μονόπλευρα τις υποσχέσεις της τεχνολογικής καινοτομίας. Σ’ αυτό τον κόσμο η Αρχαιολογία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, μπορεί να φαίνεται μια μάταια δραστηριότητα. Πολλοί βλέπουν τον αρχαιολόγο ως τον επιστήμονα που στρέφεται στο παρελθόν, που δεν ασχολείται με το παρόν και το μέλλον. Όμως, υπάρχουν άλλοι, που παρακολουθούν με ενθουσιασμό τα ευρήματα και τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων των αρχαιολογικών ερευνών.
Η αρχαιολογία, όμως, καλύπτει μια βαθιά ανάγκη των ανθρώπων, να ανακαλύψουν το παρελθόν τους. Η ανάγκη αυτή φάνηκε με την εξέλιξη και την επέκταση της αρχαιολογίας στο χρόνο, στο γεωγραφικό χώρο και στο περιεχόμενό της. Αρχίζοντας από την εποχή της αναγέννησης με τις ανασκαφές στη Ρώμη, τον 16ο αιώνα, περνώντας στο 19ο αιώνα από την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή, φτάνει στον αιώνα μας να καλύπτει γεωγραφικά όλες τις ηπείρους.
Το δε περιεχόμενό της από τη συλλογή αρχαίων έργων τέχνης, επεκτείνεται σήμερα στη συλλογή σημαντικών πληροφοριών για την καθημερινή ζωή του ανθρώπου μέσα στο χρόνο.
Ακόμη περισσότερο στην εποχή μας η αρχαιολογία δεν έχει μόνο ως αντικείμενο την μελέτη υλικών κατασκευών που παράγει ανθρώπινη εργασία. Ζητούμενό της είναι, όλο και περισσότερο, η μελέτη του συνόλου, των σχέσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον. Είναι επίσης η διερεύνηση των αλλαγών και των μετατροπών που έχει επιφέρει διαχρονικά σε αυτό ο άνθρωπος.
Για όλα αυτά η αρχαιολογική έρευνα δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικότητα των αρχαιολόγων. Προφανώς η κινητήρια δύναμη της αρχαιολογικής εξερεύνησης και της ανακάλυψης, τους αρχαιολόγους κινητοποιεί περισσότερο από τους υπόλοιπους επιστήμονες που ασχολούνται με αυτή την επιστήμη. Μέσω της ανασκαφής είναι δεδομένο ότι οι αρχαιολόγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να διαχωρίζουν και να ανασυγκροτούν πολιτισμούς. Όμως, η αρχαιολογία είναι πλέον διεπιστημονική. Και πως να μην είναι όταν η διερεύνηση και η περιγραφή των αντικειμένων, των κατασκευών, των υλικών από τα απομεινάρια ανθρώπων και ζώων, της οργανικής ύλης, των ιζημάτων και των εδαφών, απαιτεί πολύπλευρες επιστημονικές μεθόδους και τεχνικές για να ολοκληρωθεί.
Αυτό το Κέντρο Αριστείας, που λέγεται Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, μπορεί στην ερευνητική προσπάθειά του να έχει ως συνεργάτες επιστήμονες από όλα τα άλλα πεδία. Μέσω μιας τέτοιας συνεργασίας, αυτή η τόσο σημαντική δραστηριότητα του πανεπιστημίου μας, θα αποκτήσει ισχυρά εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις ερευνητικές προκλήσεις στο σύγχρονο ορίζοντα της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Οι αρχαιολόγοι είναι αυτοί που θα είναι οι εμπνευστές και οι καθοδηγητές μιας τέτοιας προσπάθειας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Αν το θελήσουν το ίδρυμα θα στηρίξει κάθε προσπάθεια και αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια νέα επιστημονική ώθηση μέσα στους κόλπους του. Αν αυτό συμβεί ας σκεφτούμε επίσης ποιά θα είναι η ωφέλεια για την εκπαίδευση των φοιτητών μας. Αν το πιστεύουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επιτευχθεί».
Στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει για την τοπική εκκλησία το επιστημονικό έργο του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης αναφέρθηκε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ευγένιος: «Το έργο αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την τοπική μας εκκλησία, αφού χάρη σε αυτό έρχονται στο φως σπουδαία μνημεία της Ορθόδοξης κληρονομιάς μας. Επαινούμε και συγχαίρουμε το Πανεπιστήμιό μας, γιατί όλη αυτή η πρωτόλεια έρευνα που φωτίζει την πρώιμη χριστιανική περίοδο της εκκλησίας μας συνδυάζεται εύστοχα με την πρωταρχική εκπαιδευτική αποστολή, αφού η ανασκαφική έρευνα διενεργείται μέσω των φοιτητών. Ευχόμαστε καλή συνέχεια στο εκπαιδευτικό έργο του πανεπιστημίου, το οποίο καθίσταται όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο στους δύσκολους καιρούς μας».
Η αντιπεριφερειάρχης, Μαρία Λιονή, στάθηκε στο γεγονός της ευτυχής συγκυρίας να φιλοξενεί το Ρέθυμνο την έδρα του Πανεπιστημίου: «Αποτελεί ευτυχή συγκυρία ένας νομός σαν το Ρέθυμνο, με τόσο πλούσια ιστορία και αποτυπώματα τόσων πολιτισμών, να φιλοξενεί την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης και στην προκειμένη περίπτωση και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Τέχνης, το οποίο με τη δραστηριότητά του έχει φέρει στο φως ίχνη πολιτισμών και έχει διευρύνει το πεδίο της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας στη χώρα μας.
Ως θεσμός της Αυτοδιοίκησης και παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε ούτε την αρμοδιότητα, αλλά ούτε και τους πόρους για να συνδράμουμε το αρχαιολογικό έργο, είμαστε και θα συνεχίσουμε να είμαστε στο πλάι του Πανεπιστημίου, προκειμένου να διεκδικήσουμε από το κεντρικό κράτος και να επισπεύσουμε τις όποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες, ώστε έργα όπως το μουσείο της Ελεύθερνας να ευοδωθούν».
Η αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Πέπη Μπιρλιράκη-Μαμαλάκη, αναφέρθηκε στη συνεργασία του Δήμου με το Πανεπιστήμιο και στα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από αυτήν: «Είναι δεδομένο ότι ολόκληρο το δημοτικό σύστημα αισθάνεται περήφανο που η πόλη μας είναι η έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Η παρουσία και το αποτύπωμα που αφήνει στην πόλη, στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στην Ιστορία, το Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου, είναι έντονο. Αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε όλους εσάς, τους άοκνους εργάτες της επιστήμης, που τα τελευταία χρόνια έχετε σκύψει και προσπαθείτε αφενός μεν να ανακαλύψετε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της γης μας, αφετέρου να μυήσετε τους φοιτητές σας στα μυστικά της αλήθειας και της επιστήμης.
Το Ρέθυμνο είναι και από άποψη αρχαιολογικών ευρημάτων ευλογημένος τόπος. Η Ελεύθερνα, η αρχαία Λάππα, η περιοχή των Αρμένων, το Ιερόν Όρος, το Μοναστηράκι και πολλοί άλλοι τόποι, είναι τόποι όπου με τον κατάλληλο συντονισμό όλων και τη βοήθεια της Πολιτείας μπορούν να καταστήσουν το Ρέθυμνο αρχαιολογικό τόπο αναφοράς και επιστημονικής εμβάθυνσης.
Ως Δήμος είμαστε δίπλα σας και θέλουμε να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά σας. Το Πανεπιστήμιο και ο Δήμος συμπορεύονται σε κοινές προσπάθειες και δράσεις. Είμαστε τομείς που έχουμε πληγεί από την οικονομική κρίση, προσπαθούμε, όμως, ενώνοντας τις δυνάμεις μας και καλώντας την κοινωνία, να μην καμφθεί η προσπάθεια σας και να συνεχιστεί αλώβητο το σπουδαίο επιστημονικό σας έργο».
Ομιλίες πραγματοποίησαν ο καθηγητής, Νίκος Σταμπολίδης, με θέμα «Αρχαία Ελεύθερνα. Από την ανασκαφή… στο μουσείο», η Χριστίνα Τσιγωνάκη με θέμα «Ανασκαφές Ελεύθερνας, Τομέας ΙΙ. Ο χώρος, ο χρόνος και οι άνθρωποι», η Παυλίνα Καραναστάση με θέμα «Παλαιά και νέα στοιχεία για τη ρωμαϊκή Ελεύθερνα», η Ίρις Τζαχίλη με θέμα «Το πρόγραμμα Διαχρονικοί Νησιωτικοί Πολιτισμοί. Η περίπτωση της Θηρασίας» και η Νένα Γαλανίδου με θέμα «Αναζητώντας τους παλαιολιθικούς ανθρώπους και ανθρωπίδες στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος».
Επίσης, ομιλία με θέμα «Είκοσι χρόνια αρχαιολογικής έρευνας και εκπαίδευσης» πραγματοποίησε η καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Κατερίνα Κόπακα, αφού στις αρχές της δεκαετίας 1990 το Πανεπιστήμιο Κρήτης ξεκίνησε μια σειρά από καινοτόμες ερευνητικές και εκπαιδευτικές δράσεις στην ακριτική νήσο Γαύδο.
Μάλιστα, στην εκδήλωση παρευρέθηκε η αντιδήμαρχος Γαύδου Ευαγγελία Καλλίνικου, η οποία ευχαρίστησε την κυρία Κόπακα και την ομάδα του Πανεπιστημίου, επισημαίνοντας ότι: «με την έρευνα και τις ανασκαφές έβαλε τη Γαύδο στο χάρτη του Πολιτισμού».
Στην ημερίδα απηύθυνε χαιρετισμό η Αναστασία Τζιγκουνάκη, προϊσταμένη ΚΕ’ ΕΠΚΑ, αν. προϊσταμένη 28ης ΕΒΑ.
Σημειώνεται ότι η αίθουσα του «Ξενία», σε μια από τις σπάνιες φορές που συμβαίνει αυτό, ήταν κατάμεστη από κόσμο ενώ την ημερίδα παρακολούθησαν και αρκετοί φοιτητές του Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης.
Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες κατασκευής του κτιρίου που θα στεγάσει το μουσείο με τους θησαυρούς της Αρχαίας Ελεύθερνας. Το μουσείο, έργο μεγάλης αναπτυξιακής σημασίας για το Ρέθυμνο, το οποίο θα είναι το πρώτο μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη που θα φιλοξενηθούν και θα αναδειχθούν οι αρχαιότητες που ήρθαν στο φως από τις αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές που πραγματοποίησε ο αρχαιολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκος Σταμπολίδης, στη νεκρόπολη της Ορθής Πέτρας, εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει το 2015.
Ο καθηγητής κ. Σταμπολίδης, στη χθεσινή ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο «Ξενία» αναφέρθηκε στις ενέργειες που απαιτούνται να γίνουν από εδώ και στο εξής για την ολοκλήρωση του έργου, ενώ σε δηλώσεις του στην εφημερίδα μας, στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη να βρεθεί άμεσα λύση από την Πολιτεία στο θέμα της φύλαξης του αρχαιολογικού χώρου και του μουσείου.
Ειδικότερα, ο κ. Σταμπολίδης ανέφερε: «Το νέο μουσείο της Αρχαίας Ελεύθερνας ξεκίνησε στις 28 Αυγούστου 2012 και θα στεγάσει τους θησαυρούς περίπου το 2015, διότι έχω την πεποίθηση ότι μετά τη βοήθεια όχι μόνο των πρυτανικών αρχών, που επιμένουν με όποιον τρόπο μπορούν, αλλά και των ιδιωτών, οι οποίοι βοηθούν σε αυτή την προσπάθεια, πιστεύω ότι θα γίνει πραγματικότητα.
Το κέλυφος του κτιρίου είναι έτοιμο και περιμένουμε τα υπόλοιπα, τα εσωτερικά, την ηλεκτροδότηση, την υδροδότηση, τους ανελκυστήρες και φυσικά τις προθήκες, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί το έργο. Όλα αυτά θα πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου. Αμέσως μετά εμείς πρέπει να κάνουμε τη μελέτη της μεταφοράς των αρχαιοτήτων μέσα στις βιτρίνες τις οποίες έχουμε σχεδιάσει και θα προκηρύξουμε για να βγουν σε διαγωνισμό. Εκτιμώ ότι το 2014 θα έρθουν οι βιτρίνες και θα ξεκινήσουν οι κατασκευές μέσα στο μουσείο.
Αυτό, όμως, απαιτεί φύλαξη από τώρα. Δεν μπορεί το 2015 να έρθουν ξαφνικά οι φύλακες. Πρέπει να γνωρίζουν το μουσείο. Εμείς πως θα εργαζόμαστε μέσα στο μουσείο, πως θα μεταφέρουμε αντικείμενα τέτοιας αξίας. Απαιτείται μια μεγάλη διαδικασία για όλο αυτό.
Θα ήθελα να σημειώσω ότι χωρίς την πανεπιστημιακή ανασκαφή τίποτα από αυτά δεν θα υπήρχε και πιστεύω ότι η πανεπιστημιακή ανασκαφή πρέπει να γιγαντώσει ακόμα περισσότερο, κυρίως αν θέλουμε να την κάνουμε τόπο έλξης και για άλλους επιστήμονες. Να μπορούν μέσω του Πανεπιστημίου να έρχονται, πληρώνοντας μάλιστα τις συμμετοχές τους. Να δημιουργηθεί, δηλαδή ένα κέντρο Παιδείας και Πολιτισμού.
Όλα αυτά τα χρόνια οι κάτοικοι της Ελεύθερνας και της Αρχαίας Ελεύθερνας μας έχουν βοηθήσει, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να μεριμνήσει η Πολιτεία για τη φύλαξη και για όλα τα υπόλοιπα, ώστε να μπορέσει αυτό το κομμάτι να βοηθηθεί».