Θυμίζω ότι μετά την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την επαχθή συνθήκη των Βερσαλλιών και την επανάσταση του 1918 και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, υπήρχε μια ευρεία προσδοκία ιδιαίτερα σε ένα μέρος της διανόησης και των εργατικών στρωμάτων για τη λεγόμενη «σοσιαλιστικοποίηση» της οικονομίας. Αυτό φαίνεται και από τις προσπάθειες που έγιναν για την ανακήρυξη μιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (σοβιετικού τύπου). Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και άνθρωποι που δεν ήσαν υπέρ της σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας, την οποία θεωρούσαν γραφειοκρατική με την αρνητική σημασία του όρου, δεν καταφέρονταν κατά της λεγόμενης «σοσιαλιστικοποίησης». Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ακόμη και ο Χίτλερ ονόμασε το κόμμα του «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (NSDAP) με απώτερο στόχο, να αλιεύει ψήφους και από τις μάζες των εργατών. Στην πραγματικότητα, το ναζιστικό κόμμα ήταν τόσο ελάχιστα «σοσιαλιστικό», όσο και «εργατικό», μάλιστα στόχευε στο να διαλύσει τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία είχαν μια μαρξιστική και αγωνιστική αφετηρία, και να τα μετατρέψει σε ένα σωματείο αναγκαστικού τύπου. Οι χαρακτηρισμοί του ναζιστικού κόμματος ως «-σοσιαλιστικό» και «εργατικό» ήσαν μόνο ευφημισμός, ή μια μορφή «δούρειου ίππου» με αποκλειστικό στόχο την προπαγάνδα και την ψηφοθηρία.
Βέβαια με αφετηρία τον τακτικισμό αυτό είχε συνεργαστεί ο Χίτλερ, στενά, περίπου μέχρι το 1932, με τους αδελφούς Strasser που παρουσιάζονταν ταυτόχρονα ως αντισημίτες και σοσιαλιστές, και ιδιαίτερα με τον Gregor Strasser. Ο τελευταίος αξιοποίησε τις οργανωτικές ικανότητές του για την αλματώδη ανάπτυξη του NSDAP και ανέβηκε μέχρι το 1932 στην ανώτατη ιεραρχία του. Ορισμένοι προσδοκούσαν ότι αυτός θα πάρει τη θέση του Αντικαγκελαρίου σε μια μεταβατική κυβέρνηση το 1932. Ήδη το 1920 το ναζιστικό κόμμα είχε δημοσιεύσει το πρώτο πρόγραμμα με 25 σημεία όπου υποσχόταν με αοριστολογίες το κάθε τι που προσδοκούσαν ενδόμυχα όλες οι ετερογενείς ομάδες και γενικά όλα τα μέλη του. Στόχος ήταν, κάθε ομάδα του κόμματος να βρίσκει στο πρόγραμμα ό,τι ενδόμυχα επιθυμούσε. Παρά το ότι το NSDAP χαρακτηριζόταν, επίσης, ως κόμμα του εργάτη, δεν είχε βέβαια τίποτα το συγκεκριμένο για τους εργάτες, πέρα από την ξύλινη φρασεολογία του τύπου, «όλοι οι καθαρόαιμοι γερμανοί αποτελούμε μιαν αρραγή κοινότητα καταγωγής και ζωής χωρίς διακρίσεις». Πάντως, ο G. Strasser ήταν θετικός απέναντι στην ιδέα των Συνδικάτων, τα οποία έβλεπε παρόμοια όπως τα σωματεία π.χ. των Βιομηχάνων και των Επιχειρηματιών. Απλώς ήθελε να περιορίσει τη δράση τους στον οικονομικό και κοινωνικό χώρο, αποκλείοντας τα, αυταρχικά, από πολιτικές δραστηριοποιήσεις. Ο Χίτλερ ανέχτηκε τις πιο μετριοπαθείς αυτές ιδέες του από καθαρό τακτικισμό, όμως από το 1927 άρχισε να τις αντιστρατεύεται. Το 1932 ο Strasser παρουσίασε στο Κοινοβούλιο του Reich ένα πρόγραμμα στο οποίο υποστήριζε τη συνεργασία με τα Συνδικάτα. Αυτό ήταν και το «κύκνειο άσμα του». Δεν τον έδιωξαν πάραυτα λόγω των επικείμενων εκλογών, όμως τον Νοέμβριο του 1932 παραιτήθηκε από τα αξιώματα που είχε και το 1934 συνελήφθη και δολοφονήθηκε σε κτήριο της γκεστάπο.
Μπορεί σήμερα να αναφερόμαστε όπως ο Χομπσμπάουμ στην «εποχή των άκρων», με την έννοια ότι η άκρα δεξιά, αλλά και η άκρα αριστερά ήσαν υπέρ της δυναμικής κατάλυσης του κατεστημένου συστήματος. Όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι μπορούμε να εξομοιώνουμε την αντισυστημική άκρα αριστερά με την άκρα φασιστική δεξιά. Η τελευταία ήταν στην πραγματικότητα όχι απλώς μια ακραία, αλλά μια κυνική τρομοκρατική οργάνωση, που με πολιτικές δολοφονίες και άλλες εγκληματικές δράσεις ήθελε να δημιουργήσει τρόμο στην κοινωνία και έτσι να αναγκάσει ένα μεγάλο μέρος της να βρει διέξοδο στις τάξεις της. Όλες οι πολιτικές δολοφονίες κατά την περίοδο της Βαϊμάρης έγιναν στο πλαίσιο της τρομοκρατίας της άκρας δεξιάς και του ναζιστικού φασιστικού κόμματος. Όταν ονομάζουμε σήμερα τους νεοναζιστές εθνικοσοσιαλιστές χρησιμοποιούμε πάλι αυτό τον ευφημισμό. Όμως, ο όρος αυτός καλύπτει, δεν αποκαλύπτει – ιδιαίτερα στα μάτια των νεότερων!