Ένα άρθρο της καλής δημοσιογράφου Εύας Λαδιά ήρθε αυτές τις μέρες να μας κάνει ακόμα πιο περήφανους και περήφανες για τη δασκάλα μας, την Καλλιόπη Παττακού – Σαριδάκη. Μας είχε, εβδομήντα, τόσα σχολιαρούδια, πρωτάκια το 1964-65 στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου (Καμαράκι) και μας προχώρησε μέχρι την Τετάρτη τάξη, περισσότερα από τα μισά, όταν μας χώρισαν. Κλάψαμε πολύ όταν τη χάσαμε από «κυρία» μας, και αντικαταστάθηκε από άνδρες δασκάλους της δεκαετίας του 1970. Από τη γλυκιά μας κυρία Καλλιόπη βρεθήκαμε στα χέρια σκληρών εκπαιδευτικών, όπως το ήθελε η εποχή εκείνη, με τη βίτσα στο χέρι και την προσβολή στην άκρη της γλώσσας.
Αργότερα, το 2014, όταν αποκτήσαμε συνείδηση μεσηλίκων, την ψάξαμε και την ξαναβρήκαμε τη δασκάλα μας και την τιμήσαμε καθώς της έπρεπε. Στη διπλή αίθουσα του Καμαρακιού ζήσαμε στιγμές δύσκολες για τις καρδιές όλων -ήμασταν πια πενηντάρηδες και βάλε, με εμφράγματα και μπαλονάκια ορισμένοι. Και κρατήσαμε την επαφή μαζί της, ως σεβαστής δέσποινας πια και οιονεί μητέρας μας, μιας κι οι φυσικές είχαν οι περισσότερες εκμετρήσει το ζην. Κρατήσαμε επαφή, εκ του φυσικού τα καλοκαίρια και τηλεφωνικά τον υπόλοιπο χρόνο. Κόβαμε την εθιμική πρωτοχρονιάτικη πίτα όλοι μαζί κι η χαρά μας ήταν διπλή όταν το φλουρί έπεφτε σ’ εκείνη, έστω και αν το δώρο χανόταν στη συνέχεια στο ταχυδρομείο.
Η κυρία Καλλιόπη είναι πάντα στη θέση της, στο Παγκράτι τον χειμώνα και -ολοένα αραιότερα- στο Άνω Μέρος Αμαρίου το καλοκαίρι. Είναι πάντα εκεί, όπως ο ήλιος, που μπορεί συχνά να κρύβεται από τα σύννεφα, αλλά όμως -το ξέρουμε καλά- είναι πάντα στη θέση του, περιμένοντας να μας ζεστάνει μόλις τα παραμερίσει τις κρύες γεναριάτικες ημέρες.
Η «κυρία» μας είναι πάντα εκεί στις λύπες και στις χαρές μας. Προσωπικά δέχτηκα απ’ αυτήν μια από τις μεγαλύτερες χαρές, όταν τον Αύγουστο του 2016 παρουσίασε στο κοινό το βιβλίο μου «Εκτός σχολικής αιθούσης», μαζί με την μεθεπόμενη γενιά, τους μαθητές μου Ελευθερία Μιχάλα και Γιάννη Κεφαλογιάννη.
Πρόσφατα, από το άρθρο που ανέφερα παραπάνω μάθαμε ότι η δασκάλα μας είχε και αντιστασιακή προϊστορία. Θα μπορούσε να μας έχει μιλήσει την εποχή που την είχαμε σαν θεά μας για το κομμάτι αυτό της ζωής της, όμως, ως κυρία που ήταν, δεν δέχτηκε να το εξαργυρώσει με θαυμασμό στα ματάκια των μαθητών της. Το κράτησε αυστηρά δικό της. Όπως δεν μας είχε πει ποτέ κουβέντα για τη μεγάλη δράση του συζύγου της, του επίσης δασκάλου Θεοχάρη Σαριδάκη.
Η μικρούλα, λοιπόν, Καλλιόπη, είχε συλληφθεί από τα γερμανικά αποσπάσματα που κατέστρεψαν τα χωριά του Κέντρους και τον πληθυσμό τους, στις 22 Αυγούστου 1944, πριν από 77 ακριβώς χρόνια. Είχε μεταφερθεί, δίκην κτήνους, στη Φορτέτζα, μαζί με την αδελφή και τις ξαδέλφες της κι άλλες χωριανές και κοντοχωριανές, ως όμηροι. Ήταν όλες ξυπόλυτα κοριτσούδια, που βάδιζαν σε φάλαγγα κατ’ άτομο, οδηγούμενα από πάνοπλους φρουρούς, χωρίς φαγητό και με ελάχιστο νερό. Κοιμήθηκαν σ’ ένα αμπέλι του Μέρωνα, τρυγημένο, και την άλλη μέρα φορτώθηκαν, μαζί με τα λάφυρα από τα χωριά τους, σε φορτηγά και μεταφέρθηκαν στο κάστρο του Ρεθύμνου, όπου και κοιμήθηκαν στο πλακόστρωτο. Όλο το δεύτερο εκείνο βράδυ έτρεμαν, το ένα στην αγκαλιά του άλλου, έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό με τον οποίο εκτελέστηκε εκεί δίπλα ένας χωριανός τους.
Την άλλη μέρα μεταφέρθηκαν στο ναό του Αγίου Θεοδώρου του Τριχινά, τριάντα παιδιά εκεί, κι άλλα πενήντα σ’ ένα μισογκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς κατάλυμα. Τους άνω των πενήντα συγχωριανούς τους κρατούσαν στο ύπαιθρο, στα γνωστά μας κι από αλλού «Σύρματα».
Είκοσι μέρες έμειναν εκεί τα παιδάκια. Οι υπερήλικες όμηροι ήταν ακόμα πιο άτυχοι, μένοντας μέχρι την απελευθέρωση, τον επόμενο Οκτώβριο. Τα παιδιά απελευθερώθηκαν γεμάτα ψείρες και με τους πυρετούς του τύφου. Κάθε πρωί εκείνο του φριχτού εικοσαήμερου η μωρουδέλα δασκάλα μας, μαζί με τα χωριανόπουλά της, άπλωναν μια κόκκινη πατανία στο τείχος, για τη λιάσουν και ξεψειριάσουν δήθεν, και στην πραγματικότητα για να δώσουν το σύνθημα ότι είναι καλά.
Κυρία Καλλιόπη, δεν μας είπες τίποτα απ’ όλα αυτά όταν σ’ είχαμε δασκάλα. Δεν ήθελες να μας δεις να κλαίμε, ούτε κι εμείς να σε δούμε να κάνεις το ίδιο μπροστά μας. Τώρα εκτιμούμε περισσότερο τη μεγαλοψυχία σου εκείνη, σ’ εκτιμούμε και σ’ αγαπάμε ακόμα πιο πολύ. Να είσαι καλά και να ζήσεις χίλια χρόνια, με το καθαρό πάντα μυαλό σου και τη σεμνή σου ιδιοσυγκρασία!