Το περιστατικό του Μετρό με τον άγριο ξυλοδαρμό του Σταθμάρχη πριν από λίγες ημέρες δικαιολογημένα μας τάραξε. Δεν είναι μόνο η απίστευτη βιαιότητα που καταγράφηκε από τις κάμερες και παρουσιάστηκε, σχεδόν με σαδιστική εμμονή, ξανά και ξανά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Είναι διότι, πρώτον, πρωταγωνιστές και θύτες σε αυτό το σκληρό περιστατικό είναι δύο νέοι μόλις 15 και 17 χρονών και δεύτερον, ο λόγος της βάρβαρης αντίδρασης υπήρξε η παρατήρηση για τη χρήση μάσκας και την ανάγκη ευπρεπούς συμπεριφοράς στο βαγόνι.
Σοκαρισμένοι από την οργή και το θυμό που ξεχείλιζαν από τα γρονθοκοπήματα και τις κλωτσιές των νεαρών απέναντι στο ανυπεράσπιστο θύμα τους αρχίσαμε αμέσως να αναζητούμε ευθύνες και να υπολογίζουμε συνέπειες. Πολύ γρήγορα οι λέξεις «παραδειγματική τιμωρία» κυριάρχησαν στην κουβέντα και ακούστηκαν ή «τιτιβίστηκαν» και από υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη. Ακούσαμε για σκληρές συνέπειες και παραδειγματικές τιμωρίες των θυτών. Επίσης ακούσαμε για τη δημιουργία ειδικού αστυνομικού σώματος για τη «φύλαξη» των μέσων μαζικής μεταφοράς. Ακόμη και η εγκατάσταση ειδικών καμερών παρακολούθησης στους δρόμους, με αφορμή το περιστατικό, παρουσιάστηκε ως σκέψη στα τηλεπαράθυρα.
Το μόνο που δεν ακούσαμε ακόμη είναι μια σταλιά αυτοκριτικής. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν στα σπλάχνα της κοινωνίας μας. Έχουν οικογενειακό και κοινωνικό ιστό. Είναι μαθητές σε κάποιο σχολείο. Κάποιοι είναι δάσκαλοί τους. Η ερώτηση που θα πρέπει να κάνουμε είναι πώς αφήσαμε αυτά τα παιδιά να γεμίσουν θυμό και μίσος; Δε γνωρίζω το οικογενειακό τους περιβάλλον. Δε ξέρω πόσο «εύκολη» ή «δύσκολη» ήταν η ζωή τους. Αυτό που ξέρω είναι ότι δύο νέα παιδιά δεν οδηγούνται σε αυτή την έκρηξη τυχαία. Αυτό που είδαμε στις οθόνες μας είναι πόνος συσσωρευμένος που εκδηλώνεται ως μίσος.
Γράφουν οι Desautels και McKnight στο βιβλίο τους «Τα μάτια δε σωπαίνουν ποτέ» για συμπεριφορές παιδιών και νέων που έχουν τη ρίζα τους στο βαθύ συναισθηματικό πόνο. Παιδιά που έχουν εκτεθεί συστηματικά σε μια σειρά Αντίξοων Παιδικών Εμπειριών κουβαλούν εξαιρετικά επίπεδα συναισθηματικού πόνου, παλεύουν με συναισθήματα, όπως φόβος, θλίψη, λύπη, απελπισία και οργή. Μια τέτοια απελπισία και οργή ίσως αντιλήφθηκε διαισθητικά το θύμα της επίθεσης, γι’ αυτό ήταν ο πρώτος που μίλησε για υγεία και ανθρωπιά!
Η παραδειγματική τιμωρία, που θυμίζει περισσότερο εκδίκηση, θα «ανακουφίσει» το φιλοθεάμον κοινό που ζητά «δάκρυα και αίμα» στις τηλεοπτικές αρένες, δε θα λύσει σε καμία περίπτωση το ζήτημα της αυξημένης νεανικής βίας και επιθετικότητας. Δε θα βοηθήσει γιατί δεν ακουμπά τη ρίζα του προβλήματος που βρίσκεται ακριβώς στο συναισθηματικό πόνο που βιώνουν πολλοί νέοι. Η λύση δεν είναι περισσότερες κάμερες και αυστηρότερη αστυνομική προστασία. Η λύση είναι περισσότερα σχολεία, περισσότερο χρόνο και χώρο σε συνειδητοποιημένους εκπαιδευτικούς να φροντίσουν όλα τα παιδιά και περισσότερη (υπο)στήριξη σε όσες οικογένειες δοκιμάζονται κοινωνικά, οικονομικά, και ψυχικά.
Υγεία και ανθρωπιά λοιπόν και αν θέλουμε ως κοινωνία απόδοση ευθυνών ας ρίξουμε μια ματιά και στον καθρέφτη.