Η υπόθεση Σνόουντεν είναι μια χαρακτηριστική υπόθεση της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής του 21ου αιώνα. Ο αμερικανός πράκτορας Σνόουντεν, μεταμεληθείς, αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ έχουν εφαρμόσει ένα παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης όλων των επικοινωνιών των πολιτών της Αμερικής, της Ευρώπης και ολόκληρου του πλανήτη. Από τις αντιδράσεις των κυβερνήσεων της ΕΕ φαίνεται ότι (κάποιες τουλάχιστον) κυβερνήσεις είχαν γνώση του θέματος αλλά όχι συμμετοχή. Οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και εμμέσως πλην σαφώς ομολόγησαν την αλήθεια του ζητήματος και ότι γίνονταν προς την κατεύθυνση της πρόληψης μεγάλων τρομοκρατικών χτυπημάτων από ομάδες όπως η Αλ Κάιντα. Μάλιστα υπαινίχθηκαν ότι δίνουν στοιχεία στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τα «ευρήματά» τους, πράγμα που δεν έχει διαψευστεί.
Η συνέχεια είναι τραγελαφική. Ο Σνόουντεν ευρισκόμενος στον τράνζιτ χώρο αεροδρομίου της Μόσχας, ζήτησε άσυλο από χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αρκετές χώρες του το πρόσφεραν, αλλά οι ΗΠΑ με τους πράκτορές τους παρακολουθούσαν το θέμα και είχαν αποφασίσει να απαγάγουν (!) το αεροπλάνο στο οποίο θα επέβαινε. Μάλιστα, στον χρόνο αναμονής του Σνόουντεν στο τράνζιτ του αεροδρομίου της Μόσχας, έγινε ένα καταπληκτικό γεγονός: Το αεροπλάνο που μετέφερε τον Πρόεδρο της Βολιβίας, δεν πήρε άδεια από τη Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία να διασχίσει τον εναέριο χώρο τους, με το αιτιολογικό ότι μπορούσε να ήταν επιβάτης του αεροπλάνου και ο Σνόουντεν (!) Έτσι βλέπουμε ότι οι ΗΠΑ και οι χώρες της ΕΕ μπορεί να κόπτονται για το διεθνές δίκαιο όταν τους συμφέρει και όταν δεν τους συμφέρει το γράφουν (όπως όλοι οι ισχυροί) στα παλιά τους τα παπούτσια. Επίσης δείχνει ότι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία αλλά και όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν γίνει πραγματικά δορυφόροι των ΗΠΑ στον πολιτικό τομέα.
Ο Σνόουντεν, τελικά έλαβε πολιτικό άσυλο από τη Ρωσία, με τον όρο να μην προχωρήσει σε καμία ενέργεια κατά των ΗΠΑ (διαρροή εγγράφων κ.λπ.). Παρόλα αυτά οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας ψυχράνθηκαν και ματαιώθηκαν κάποιες διμερείς συνομιλίες σε ανώτατο επίπεδο.
Θέλω να εξετάσουμε το θέμα. Είναι προφανές, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Μαδρίτη, ότι οι διωκτικές αρχές δεν θα περιμένουν με το σταυρό στο χέρι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις των τρομοκρατών (π.χ. Αλ Κάιντα). Βεβαίως και περιμένουμε όχι τόσο καθαρό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να πλήττονται οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα προσωπικά δεδομένα όλων των πολιτών, το ζήτημα αλλάζει διάσταση.
Κατ’ αρχήν, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έπρεπε να είχε συμφωνήσει με τις κυβερνήσεις των συμμάχων τους για τις παρακολουθήσεις που γίνονται στο χώρο των συμμάχων χωρών. Αυτό, βέβαια, έχει μικρή σημασία από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις δεν θα θέλανε να παραδεχθούν δημοσίως ότι συμφώνησαν να παρακολουθούνται οι πολίτες τους. Από τη στιγμή που το θέμα έγινε βούκινο από τον Σνόουντεν (που καλά έκανε και το έκανε βούκινο), οι ΗΠΑ αντί να προβαίνουν σε παλικαρισμούς κατά του Σνόουντεν και κατά κυβερνήσεων (Ρωσίας, Λατινικής Αμερικής κ.λπ.) πρέπει να βγουν και να διακηρύξουν ανοιχτά ότι παρακολουθούν τις συνδιαλέξεις για να προλάβουν χτυπήματα της τρομοκρατίας, αλλά και να διαβεβαιώσουν ξεκάθαρα τους πολίτες όλου του κόσμου ότι στοιχεία από τις τηλεφωνικές υποκλοπές δεν θα χρησιμοποιηθούν κατά των πολιτών και ότι τα προϊόντα των υποκλοπών είναι νομικά άκυρα για όλα τα θέματα πλην της τρομοκρατίας. Έτσι θα έχουμε ένα συστηματικό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, αλλά θα διασφαλίσουμε και την προστασία των πολιτών από τον εφιάλτη της παρακολούθησής τους και τη διαρροή των προσωπικών τους δεδομένων. Και αυτό γιατί μια ανοιχτή και ξεκάθαρη διακήρυξη των ΗΠΑ, όπως την αναφέραμε παραπάνω, έχει ισχύ νόμου και δεν θα μπορεί κανείς πολίτης να κατηγορηθεί από αυτές τις έκνομες παρακολουθήσεις.
Αντί λοιπόν οι κυβερνήσεις της ΕΕ να συμπεριφέρονται ως γιουσουφάκια του αμερικανού πλανητάρχη, καλό είναι να πιέσουν τις ΗΠΑ να προχωρήσουν σ’ αυτή τη διακήρυξη, ώστε να σταματήσουν να εκτίθενται και να εκθέτουν τους συμμάχους τους της ΕΕ.
* Ο Δημήτρης Χρ. Ράπτης είναι χημικός, πρ. διευθυντής ΕΛΠΕ