Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα Χριστούγεννα εκείνα. Από τα Χριστούγεννα που η κυρία Χρυσούλα μας κάλεσε στο σπιτικό της στον Άγιο Θωμά να τα γιορτάσουμε μαζί και να της πούμε από κοντά τη γιορτή κι όχι απ’ το τηλέφωνο. Να τα γιορτάσουμε μαζί με τον Κωστή και με τα παιδόγγονά της, τον Θωμά με την Άννα και τα παιδιά τους, τη Βαγγελιώ και τη Μαρίνα με τον άντρα και τα παιδιά της κι εκείνη. Να τα γιορτάσουμε στο σπίτι τους στο ορεινό αυτό χωριό, που είχαμε την ευκαιρία από τότε να το ξαναβλέπουμε κάθε χρόνο. Να το ξαναβλέπουμε όπως αρμόζει στα Χριστούγεννα, παγωμένο, με κάμποσα χιόνια στις άκρες των δρόμων και με τα νερά από το λιώσιμό τους να τρέχουν στα σοκάκια από παντού.
Για να μας καλέσει, θα πρέπει να είχε σκεφτεί ότι «οι φίλοι των παιδιών μου είναι και δικοί μου φίλοι». Αφού εμάς τους μεγάλους καλά καλά δεν μας γνώριζε. Γνώριζε το γιο μας, που ο Θωμάς και η Άννα τον έπαιρναν κάθε Αύγουστο μαζί τους στο πανηγύρι του τρύγου. Όσοι ξέρουν από Μαλεβίζι και Μονοφάτσι καταλαβαίνουν για το τι μιλάω: θέρος-τρύγος=πόλεμος! Αλλά πόλεμος σαν εκείνον της Αλβανίας του 1940, με τα τραγούδι των στρατιωτών στο στόμα. Δεν είναι τυχαίο νομίζω που ο γιος μας περίγραψε το τι κάνουν εκεί, έτσι: «χτίζουμε ένα σταφυλένιο σπιτάκι». Που πήγαινε να πει ότι τρυγούσαν και γέμιζαν έναν μεγάλο «οψιγιά», σε σχήμα σπιτιού.
Η Χρυσούλα αγαπούσε τα παιδιά, ιδιαίτερα τ’ αγοράκια, κι είχε τους λόγους της γι’ αυτό. Κι εφόσον τ’ αγαπούσε δεν μπορούσε παρά να αγαπά και τους γονείς τους. Πολύ περισσότερο που ο γιος της ο Θωμάς με φώναζε τω καιρώ εκείνω «πατέρα». Τον είχα γνωρίσει στο Κέντρο Νέων που οργανώναμε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ως φοιτητή, δάσκαλος εγώ τότε, με ηλικιακή διαφορά κοντά σ’ εκείνη πατέρα και του γιου. Ακούγοντας να με αποκαλεί «πατέρα», η Χρυσούλα θα σκέφτηκε ότι του είχα σταθεί σε κάποια περίσταση σαν τέτοιος, στο μακρινό γι’ αυτήν Ρέθυμνο. Άρα δεν μπορούσα να λείπω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της, από το τραπέζι της χαράς και της αφθονίας, στο οποίο γιόρταζαν όχι μόνο τη γέννηση του θείου βρέφους αλλά και η ονομαστική της γιορτή.
Δεν προβληματίστηκε καθόλου για το πού θα μας κάθιζε, τέσσερα επιπλέον άτομα. Καταλάβαινε αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου πως θα έπρεπε να προσθέσει μερικές ημέρες ακόμα στις πολλές ημέρες των προετοιμασιών της. Δεν προβληματίστηκε για το πού θα βρισκόταν ένα ακόμα τραπέζι και οι αντίστοιχες καρέκλες και αν θα χωρούσε. Ήταν γνήσια εκφραστής του κρητικού «κι αν δε χωρούν στο σπίτι μας, πάνω στην κεφαλή μας»!
Κι όμως, ήταν γυναίκα ταλαιπωρημένη. Ανάθρεψε τέσσερα παιδιά, κι ένα πέμπτο, που το έχασε ξεπετασαράκι ακόμα, στην πιο όμορφη παιδική του ηλικία. Το γεγονός αυτό τη σημάδεψε και δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει. Σε πρώτη ευκαιρία έδειχνε τη φωτογραφία του στην κορνίζα του τοίχου ακόμα και σε ανθρώπους που μόλις είχε γνωρίσει. Οι ανάγκες όμως των άλλων τεσσάρων παιδιών της την έκαναν να ξεχνά τον θάνατό του, όπως και οι ανάγκες της ανοϊκής πεθεράς της, που την γιατροπόρευε επί σειρά ετών.
Ξεχνούσε πού και πού η Χρυσούλα το χαμένο παιδί της και εξαιτίας των αυξημένων υποχρεώσεων του σπιτιού και των γεωργικών του εργασιών. Μπορεί να μην την είδαμε ποτέ με τα μάτια μας να μαζεύει ελιές και να τρυγά, όμως σίγουρα στα νιάτα της θα το έκανε κι αυτό. Την εποχή που τη γνωρίσαμε έπρεπε να διαρμίζεται τα υποστατικά τους, στο χωριό και στο μετόχι, και να φροντίζει για το φαγητό και για την καλοπέραση μιας στρατιάς εργατών. Εργατών που χαίρονταν και συνορίζονταν να εργάζονται στους Κρεβετζάκηδες, ανθρώπους σ’ όλα τους χουβαρντάδες, σε παροχές και σε αισθήματα.
Η Χρυσούλα ήταν για μας πάντα εκεί, στον Άγιο Θωμά, δίπλα στον άντρα της και στις γεωργικές του ενασχολήσεις. Ήταν σαν τον ήλιο, που μπορεί συχνά να τον κρύβουν τα σύννεφα αλλά εμείς ξέρουμε ότι είναι πάντα στη θέση και στην πορεία του, θερμαίνοντάς μας. Περνούσαμε κάθε τόσο, μόνοι ή και με κόσμο, χωρίς να χρειάζεται να τηλεφωνήσουμε από την προηγούμενη για να χτυπήσουμε την πόρτα τους. Κάθε φορά δεν μας άφηνε να φύγουμε αν δεν μας αποχέριζε με χίλια καλούδια, με το «βρισκούμενο», όπως έλεγε τα πεσκέσια της: με το κρασί και την τσικουδιά του Κωστή, με τα λουκάνικα και τα απάκια του χωριού και με τα σταφύλια τους, αν ήταν καλοκαίρι, από λογιώ λογιώ ποικιλίες. Φρόντιζε να μας αποχερίζει και μ’ ό,τι εντόπιζε ότι μας ενθουσίαζε απ’ τη μαγειρική της, με σηκωτάκια σαβόρι, με μποράντζα και με τα χριστουγεννιάτικα φοινίκια της. Μας αποχέριζε με ό,τι ακριβώς απόβγαζε και τα παιδιά της, όπως το έκανε και με τους υπόλοιπους φίλους τους. Ο Γιώργος, η Ελένη και τόσοι ακόμα θα μπορούσαν να προσθέσουν πολλά στα γραφόμενά μου.
Προ ημερών έπεσε. Κι αντί να σπάσει το ισχίο, όπως το παθαίνουν συνήθως οι άνθρωποι στην ηλικία της, χτύπησε στο κεφάλι. Και δεν συνήλθε ποτέ. Είχε προλάβει να σταθεί δίπλα στον Κωστή της στις περιπέτειες που πέρασε κι εκείνος προ ετών με την υγεία του. Όπως στεκόταν σε κάθε συγγενή και σε κάθε φίλο, δικό τους και των παιδιών τους, σε λύπες και σε χαρές. Τον τελευταίο καιρό μας τηλεφωνούσε για να μάθει τι κάνουν οι σεισμόπληκτοί μας στη Σάμο, κι ας μην τους γνώριζε. Όλους τους νοιάζονταν, όλους τους χωρούσε στην καρδιά της. Όπως κι εμείς τη βάλαμε για πάντα στη δική μας καρδιά. Και κάθε Χριστούγεννα θα συνεχίσουμε να τη θυμόμαστε και να τη γιορτάζουμε, έστω κι αν ο Άγιος Θωμάς θα είναι πια πολύ μακριά για μας, ορφανεμένος από το Χρυσουλιό του.