Η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που εξετέθη από τη ψήφιση ενός αντιρατσιστικού νόμου. Η μοναδική. Υποτίθεται ότι αυτά τα νομοθετήματα ενσωματώνουν την κοινωνική πρόοδο στο θεσμικό πλαίσιο. Οι κοινωνίες αλλάζουν, εξελίσσονται, προχωρούν μπροστά και αφήνουν πίσω τους αγκυλώσεις και στερεότυπα. Ένας αντιρατσιστικός νόμος τα επιβεβαιώνει όλα αυτά. Όχι εδώ.
Εδώ το αντιρατσιστικό νομοθέτημα μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας και, φυσικά, των ανθρώπων που την αντιπροσωπεύουν. Δεν είναι ένα όμορφο πρόσωπο. Οι Έλληνες παραμένουμε βαθιά συντηρητικοί, ξενοφοβικοί και ομοφοβικοί. Και αυτές είναι τάσεις που αποτυπώνονται σε δημοσκοπικές «πίτες», διαθέτουν ισχυρή φωνή στη Βουλή και μπορούν εύκολα να επιβληθούν σε όποιον διαφωνεί. Εκτός από αυτά, μάθαμε ότι η Εκκλησία παραμένει ακόμα ένας ισχυρός πυλώνας κοσμικής εξουσίας, με τον άμβωνα να διατίθεται για πολιτικό κήρυγμα. Έχουν ακουστεί απίστευτα πράγματα από ιεράρχες, ως και κηρύγματα μίσους. Κανένας δεν τόλμησε, έστω με εύσχημο τρόπο, να ζητήσει από έναν ιεράρχη να βγάλει τον σκασμό.
Η κουβέντα για το αντιρατσιστικό πλαίσιο μας έδειξε επίσης ότι είμαστε ένας λαός που, στην πραγματικότητα, φοβάται. Δεν φοβάται μόνο το νέο ή το διαφορετικό. Φοβόμαστε τις αλλαγές. Νομίζω δε ότι φοβόμαστε και τον διάλογο. Αρνούμαστε να συζητήσουμε. Οι δημόσιες κουβέντες μας είναι σύγκρουση μονολόγων και αντιπαράθεση δογμάτων. Έχουμε ταυτίσει τη συνέπεια με την εμμονή και την παράδοση με την ακινησία. Και ενώ η κοινωνία μας βιώνει συναρπαστικές, ενίοτε και οδυνηρές, αλλαγές, εμείς καρφώνουμε τα πόδια στο έδαφος, λυγίζουμε το κορμί και αντιστεκόμαστε στον αέρα. Ναι, μένουμε όρθιοι. Αλλά δεν πάμε πουθενά.
* Ο Κώστας Γιαννακίδης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός-αρθρογράφος