Η μετακίνηση και εγκατάσταση σε μία εντελώς άγνωστη χώρα, με διαφορετικές παραμέτρους και συνθήκες, από μόνη της χρειάζεται σκέψη και θάρρος. Πόσο μάλλον φέτος, όπου η κάθε μετακίνηση κρίνεται και αξιολογείται, με βάση την αναγκαιότητα και τον σκοπό της. Είναι γεγονός ότι η πανδημία, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κατάφερε να αλλάξει κάθε τομέα της σύγχρονης κοινωνίας σε όλο τον κόσμο. Η υγειονομική κρίση προβληματίζει και φοβίζει. Ωστόσο υπάρχουν νέοι, που παρά τον υγειονομικό φόβο, τόλμησαν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία που τους δίνει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Erasmus+ και σήμερα, στο πλαίσιο των σπουδών τους βιώνουν την μοναδική αυτή εμπειρία της φοιτητικής τους ζωής σε χώρες της Ευρώπης, μακριά από τις οικογένειές τους.
Τα «Ρ.Ν», μίλησαν με έξι φοιτητές και μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι οποίοι, βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε πόλεις του εξωτερικού, είτε συνεχίζοντας τις σπουδές τους, είτε κάνοντας πρακτική σε δομές, και μας μεταφέρουν τη δική τους καθημερινότητα εν μέσω πανδημίας.
Η αρχή για όλους, έγινε τον Σεπτέμβριο, όταν η χώρα είχε ήδη βιώσει το πρώτο καθολικό lockdown, ωστόσο η έγκριση της μετακίνησής τους, ανακοινώθηκε πολύ νωρίτερα. H Κάλλια Χρηστάκη και η Φωτεινή Σταματίου, μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, ξεκίνησαν μαζί από την Κρήτη για την Τσεχία, για να διδάξουν την ελληνική γλώσσα σε Γυμνάσιο της Πράγας. Όπως μας εξομολογούνται, όταν έμαθαν πως η αίτηση μετακίνησης εγκρίθηκε, δεν δίστασαν να προχωρήσουν τις διαδικασίες: «Είμαι σε ένα Γυμνάσιο της Πράγας και διδάσκω ελληνικά σε παιδιά. Όταν επέλεξα να κάνω την πρακτική και γίναμε δεκτές, δεν υπήρχε ακόμα η πανδημία. Μετά από ένα μήνα ήρθε στις ζωές μας ο κορονοϊός και κάπου εκεί ξεκίνησε και το άγχος του τι θα γίνει, αν θα τα καταφέρουμε να πάμε, αλλά στιγμή δεν σκέφτηκα να το ακυρώσω. Ο μόνος μου φόβος ήταν μην ακυρωθεί» μας λέει Κάλλια, ενώ η Φωτεινή συμπληρώνει: «Το μόνο που φοβόμασταν ήταν μήπως ακυρωθεί η πρακτική μας. Δεν σκέφτηκα ποτέ να μην πάω λόγω της κατάστασης. Αν δεν μου το ακύρωνε το Πανεπιστήμιο ή ο φορέας μας εδώ στην Πράγα, εγώ θα ερχόμουν όπως και να έχει. Δεν στάθηκε εμπόδιο η πανδημία στο να πραγματοποιήσω ένα πλάνο μου, που το είχα αποφασίσει από το προπτυχιακό μου κιόλας».
Η μικρή έκταση της πόλης ήταν το στοιχείο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την Ελένη Αρβανίτη από τα Χανιά, φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, η οποία από τον Σεπτέμβριο ταξίδεψε με το Erasmus στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ της Αγγλίας: «Ήταν η δεύτερή μου επιλογή και δεν φοβήθηκα όταν μου ανακοινώθηκε πως αυτή θα είναι η πόλη μου. Ναι μεν στο Μπαθ υπάρχουν κρούσματα, αλλά είναι μια μικρή πόλη. Η έκρηξη κρουσμάτων παρατηρείται στο Λονδίνο και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, εδώ είναι σαφώς καλύτερα», εξηγεί.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, πως ενώ η Ιταλία, την περίοδο του πρώτου κύματος κορονοϊού, βρισκόταν στο «κόκκινο», με χιλιάδες κρούσματα και θανάτους ημερησίως, πλέον η διαχείριση της πανδημίας από την ιταλική κυβέρνηση, προσφέρει αίσθηση ασφάλειας, όπως τουλάχιστον μας αναφέρει η 21χρονη Ναταλία Ποθουλάκη από το Ρέθυμνο, φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, η οποία σπουδάζει τους τελευταίους μήνες στην Ρώμη: «Η Ιταλία έχει χωριστεί σε τρεις περιοχές επικινδυνότητας, την κίτρινη, την πορτοκαλί και την κόκκινη. Εμείς στη Ρώμη είμαστε κίτρινη, είμαστε πιο χαλαροί. Δεν μπορούμε να βγούμε εκτός της ενότητας του Lacio, αλλά μπορούμε να μετακινηθούμε εντός. Μένω σε μια ήσυχη περιοχή της Ρώμης. Στο Ρέθυμνο θα αισθανόμουν πιο πολύ ασφάλεια με την έννοια ότι δεν υπάρχουν πολλά κρούσματα, αλλά εδώ πλέον παίρνουν πολλά μέτρα και το κάνουν αρκετά σοβαρά, δηλαδή όλοι ανεξαιρέτως φορούν μάσκες και στα μαγαζιά κρατούν αποστάσεις. Τα μαθήματα γίνονται από το 2ο έτος και μετά εξ αποστάσεως, μόνο οι πρωτοετείς, τα κάνουν δια ζώσης. Η Ιταλία πλέον είναι σε πολύ καλύτερη υγειονομική κατάσταση από ό,τι στην πρώτη καραντίνα».
Για υποδειγματική αντιμετώπιση της πανδημίας, ακόμα και από τις δομές εκπαίδευσης, παρά το γεγονός πως τα μέτρα είναι χαλαρά, κάνει λόγο και ο Μιχάλης Γαβαλάς, φοιτητής του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, που από τον Σεπτέμβριο βρίσκεται στην Κρακοβία: «Στην Πολωνία αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καραντίνα, αλλά η μάσκα έξω είναι υποχρεωτική. Οι χώροι εστίασης είναι κλειστοί. Και τα πανεπιστήμια είναι κλειστά, τα μαθήματα γίνονται εξ αποστάσεως. Δεν είχα κάποιον δισταγμό, δεν έχω μετανιώσει που παρέμεινα εδώ. Είχαν ανέβει τα κρούσματα περίπου 25.000 και από τότε που ίσχυσαν οι περιορισμοί, έχουν πέσει στα 15.000. Δεν σκέφτομαι το ενδεχόμενο να γυρίσω, γιατί όσο χάλια και αν είναι η πολωνική κυβέρνηση σε άλλους τομείς, πιστεύω πως το κομμάτι της υγείας, το χειρίζεται πολύ καλά. Η υποστήριξη επίσης από τα πανεπιστήμια εδώ είναι τεράστια. Οποιοδήποτε παιδί παρουσιάσει συμπτώματα, ειδοποιεί αμέσως τον συντονιστή του και του βρίσκουν την πιο κοντινή κλινική ΜΕΘ που εξυπηρετεί, ενώ πηγαίνουν τρόφιμα και στα σπίτια φοιτητών που νοσούν» μας λέει. Η Μαριεύα Πετεινού, φοιτήτρια Κοινωνιολογίας, που επίσης σπουδάζει στην Κρακοβία, συμπληρώνει πως: «Όταν τα μέτρα ήταν πιο χαλαρά και τα νυχτερινά μαγαζιά ήταν ανοικτά, δεν μπορούσα να καταλάβω κάποιους που καλούσαν 40-45 άτομα σε σπίτια. Μόνο δύο εβδομάδες τώρα, έχουν κοπεί τα πάντα. Μέχρι και 20 Οκτώβρη, ήταν όλα ανοικτά. Αλλά δεν πανικοβλήθηκα ποτέ. Aν μπορούσα να αποφύγω τον συνωστισμό, το επέλεγα».
Παρόμοιο καθολικό κλείσιμο, βιώνει και η Τσεχία, όπως μας πληροφορούν οι δύο μεταπτυχιακές φοιτήτριες, η Κάλλια και η Φωτεινή, προσθέτοντας ότι οι πολίτες είναι απόλυτα νομοταγείς, αλλά όχι πανικοβλημένοι, γεγονός που τις καθησυχάζει:
«Είμαστε σε καραντίνα αλλά χωρίς κάποιον περιορισμό μετακίνησης. Έχουν κλείσει τα πάντα από τις 15 Οκτώβρη, μαγαζιά και σχολεία. Το καλό είναι ότι σαν εκπαιδευτικοί μπορούμε να πηγαίνουμε κανονικά στο σχολείο και να μην αλλάζει η καθημερινότητά μας. Κάνουμε από εκεί τα εξ αποστάσεως μαθήματα, καθώς οι δομές διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για να διεκπεραιώσουμε τη διδασκαλία μας και δεν έχουμε αποκοπεί. Ο κόσμος δεν είναι τόσο αγχωμένος, επικρατεί ένας φόβος αλλά όχι πανικός. Το συνηθίζεις, είναι πολύ νομοταγείς οι πολίτες και όποιο νομοσχέδιο περαστεί το τηρούν κατά γράμμα, δεν υπάρχει πουθενά συνωστισμός, ούτε και στα ΜΜΜ γιατί έχουν αυξήσει τα δρομολόγια και όλοι φορούν μάσκα παντού!», αναφέρει η Κάλλια και η Φωτεινή συμπληρώνει: «Η κατάσταση εδώ είναι πολύ καλύτερη. Στα νοσοκομεία υπάρχει επάρκεια εξοπλισμών και κλινών, παρά το γεγονός ότι έχουμε πολλά κρούσματα και η ενημέρωση είναι διαρκής. Και εμείς προσέχουμε πολύ περισσότερο, είμαστε αρκετά συνειδητοποιημένες σχετικά με αυτό που συμβαίνει».
Ένα «Εrasmus » διαφορετικό από τα προηγούμενα
Οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις, είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό της κάθε χώρας, επιβάλλουν στους νέους «Ερασμίτες», να ζήσουν την εμπειρία, διαφορετικά από το πρόσφατο παρελθόν. Οι εκδηλώσεις, οι συναναστροφές, οι εκδρομές και κάθε μορφή ψυχαγωγίας, έχουν διακοπεί, ωστόσο οι ίδιοι, όπως μας εξομολογούνται, όχι μόνο δεν πτοούνται, αλλά έχουν ήδη σκεφτεί την επέκταση της παραμονής τους.
«Το ήθελα πολύ καιρό και ήρθα στην Αγγλία γνωρίζοντας τι θα αντιμετωπίσω. Πίστευα ότι θα υπάρξει και δεύτερη καραντίνα, ό,τι δεν θα βιώσω μία «φυσιολογική» εμπειρία «Εrasmus» αλλά αποφάσισα να το προσπαθήσω μέχρι τέλους. Στην αρχή σοκαρίστηκα, γιατί λόγω κατάστασης, τα πάντα γίνονται μέσω εφαρμογών και έχουν σταματήσει οι περισσότερες διαπροσωπικές επαφές κάτι που δεν μου άρεσε. Υπήρχαν ήδη περιορισμοί στην ώρα και στον αριθμό των ατόμων, οπότε βρέθηκα σε μία δυσάρεστη κατάσταση. Στα εργαστήρια υπήρχε όριο 3 ατόμων και για καιρό, συναναστρεφόμουν μόνο με τις συγκατοίκους μου. Είναι πολύ δύσκολο να γνωρίσεις άτομα, και πόσο μάλλον ντόπιους, μόνο ελάχιστους ερασμίτες. Είναι διαφορετικό Εrasmus αλλά πιστεύω ότι και αυτό είναι μία εμπειρία» μας λέει η Ελένη από το Μπάθ της Αγγλίας με μια αισιοδοξία.
Με παρόμοια διάθεση και η Μαριεύα από την Κρακοβία, αναφέρει: «Είναι η πρώτη φορά που μένω εξωτερικό για τόσο μεγάλο διάστημα και δεν θα το αντάλλαζα με μια πιο «ασφαλή» επιλογή. Και μόνο που είμαι εδώ, είναι μία τρομερή εμπειρία, ακόμα και με όλους αυτούς τους περιορισμούς. Θα το συνεχίσω μέχρι όσο πάει».
Η ομορφιά λοιπόν της κάθε εμπειρίας, βρίσκεται και στις αναπάντεχες δυσκολίες της, όπως επισημαίνει η Φωτεινή από την Πράγα: «Δεν μας έχει στερηθεί η καθημερινότητά μας και η εργασία μας στο σχολείο γιατί εξακολουθούμε να πηγαίνουμε. Εννοείται ότι θα επιθυμούσα να δω παραπάνω μέρη και να γνωρίσω την κοινωνία της Πράγας λίγο καλύτερα, αλλά τουλάχιστον έχουμε πολλά πάρκα και φύση οπότε δεν είμαστε περιορισμένοι. Εννοείται και θα θέλαμε να το βιώσουμε, όπως μας είχαν περιγράψει φίλοι μας στο παρελθόν, ωστόσο δεν έχω μετανιώσει. Όλοι οι τομείς έχουν επηρεαστεί και η κανονικότητα δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε και στο Εrasmus αλλά αυτή είναι και η ομορφιά του. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν θα ήθελα να ήμουν τώρα στην Ελλάδα. Υπάρχει μία αίσθηση ισορροπίας και ασφάλειας εδώ. Στην Αθήνα δεν ήθελα καν να βγω από το σπίτι, γιατί είχα πανικοβληθεί».
Διαφορετικά θα βιώσουν αυτήν την εμπειρία όχι μόνο οι φοιτητές, αλλά και οι γονείς τους που δεν γίνεται να μην ανησυχούν αφού τα παιδιά τους βρίσκονται σε μία άλλη χώρα και οι ίδιοι σε καθεστώς καραντίνας. Ωστόσο οι φοιτητές φροντίζουν να έχουν καθημερινή επαφή με τις οικογένειές τους κάτι που λειτουργεί καθησυχαστικά, όπως μας λέει η Ναταλία από τη Ρώμη: «Οι γονείς μου με στηρίζουν όσο μπορούν. Δεν τους αφήνω όμως να ανησυχήσουν, καθημερινά τους παίρνω τηλέφωνο, τους εξηγώ ότι είναι όλα καλά. Τους καθησυχάζω και το βλέπουν και από μόνοι τους. Ακόμα και αν γίνει εδώ καραντίνα, θα παραμείνω. Μπορεί να έρθω Ελλάδα τον Φεβρουάριο για μια εβδομάδα, όταν τελειώσει η εξεταστική μου, αλλά αν υπάρχει περίπτωση όταν επιστρέψω, να βρισκόμαστε σε lockdown και να αναγκαστώ να παραμείνω Κρήτη, δεν το θέλω. Αν η αίτηση για παράτασή μου γίνει δεκτή, θα ψάξω για μια δουλειά εδώ», εξηγεί.
Το άγχος σε αυτές τις καταστάσεις, δεν αποτελεί βοηθό, αναφέρει η Ελένη: «Οι γονείς μου πριν φύγω είχαν εκδηλώσει τις ανησυχίες και το άγχος τους, αλλά τώρα είναι ψύχραιμοι. Μιλάμε κάθε μέρα. Το να αγχώνεσαι δεν νομίζω ότι βοηθάει. Δεν μου δείχνουν την ανησυχία τους, απλά με ρωτούν αν είμαι καλά. Ήθελα να κάνω επέκταση αλλά αυτό θα φανεί από τις συγκυρίες. Οι παράγοντες που θα με επηρεάσουν είναι κυρίως οικονομικοί, δεν έχει σχέση με το αν θα συνεχιστεί η πανδημία ή όχι. Δεν έχω μετανιώσει που δεν έχω γυρίσει Ελλάδα και σκέφτομαι ότι αν μπορέσω να βρω δουλειά για το επόμενο εξάμηνο υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να παραμείνω εδώ».
Η Κάλλια, χαριτολογώντας εξηγεί πως δεν μπορείς να εξαλείψεις το αίσθημα ανησυχίας από κανένα γονέα, ωστόσο εκείνη αγχώνεται για αυτούς, περισσότερο: «Δεν αγχώθηκα στιγμή για την κατάσταση εδώ. Οι γονείς μου από την άλλη αγχώνονταν ανέκαθεν. Πόσο μάλλον τώρα με τον κορονοϊό, απλά δεν μου το αναφέρουν. Εγώ ωστόσο, επειδή γνωρίζω και βλέπω ότι το υγειονομικό σύστημα στην Ελλάδα τώρα, ασφυκτιεί και τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται, αγχώνομαι πιο πολύ. Θέλω να τους δω, αλλά το να ταξιδέψεις αυτή τη στιγμή είναι δαπανηρό και ψυχοφθόρο, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα πραγματοποιηθεί η πτήση, αν το τεστ που υποχρεούσαι να κάνεις, βγει θετικό και άλλα πολλά. Επομένως φέτος τα Χριστούγεννα θα κάτσω εδώ και για το καλό τους και για το καλό μου».
Ξένοι φοιτητές του Erasmus που παρέμειναν στο Ρέθυμνο
Στο δικό μας Ρέθυμνο τώρα, υπάρχουν φοιτητές του εξωτερικού, που είχαν επιλέξει το Πανεπιστήμιο Κρήτης και την πόλη μας για Erasmus+ και οι οποίοι παρέμειναν εδώ, ακόμα και όταν ανακοινώθηκε το καθολικό κλείσιμο.
Ο Victor Sauron, από τη Γαλλία και η Maria Giełdon, από την Πολωνία, μίλησαν στα «Ρ.Ν.» για αυτή τους την επιλογή.
«Είμαι από το Le Puy-en-Velay, μια μικρή γαλλική πόλη. Έφτασα τον Σεπτέμβριο, υποτίθεται ότι θα μείνω μέχρι τον Ιούνιο. Όταν έφυγα από τη Γαλλία τον Σεπτέμβριο, υποτίμησα την πιθανότητα ενός δεύτερου lockdown. Όταν ανακοινώθηκε εδώ η καραντίνα, δεν σκέφτηκα καθόλου να γυρίσω πίσω, γιατί η κατάσταση στη Γαλλία είναι πολύ χειρότερη. Πολλά θύματα, πολλοί νεκροί. Αλλά επίσης, δεν ήθελα να ακυρώσω το Erasmus, ειδικά στην Κρήτη, ακόμα κι αν πρέπει να περάσω ενάμιση μήνα κλειδωμένος στο σπίτι» μας εξομολογείται ο Victor, ενώ η Maria τονίζει πως τα πλεονεκτήματα του Ρεθύμνου είναι τόσα, ώστε θέλει να παραμείνει: «Είμαι στο Ρέθυμνο δύο μήνες. Γνώριζα από την αρχή ότι το κλείδωμα μπορεί να συμβεί και ήμουν πεπεισμένη να μείνω. Είμαι ακόμα χαρούμενη που μπορώ να είμαι σε διαφορετική χώρα. Είναι πιο ζεστά εδώ, μπορώ να περπατήσω δίπλα στη θάλασσα και να παραγγείλω πραγματικό ελληνικό φαγητό! Γνώρισα καταπληκτικά άτομα και είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε υπέροχο χρόνο μαζί πριν από το lockdown. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε το ότι είναι η τελευταία μου χρονιά στο πανεπιστήμιο και ως εκ τούτου τελευταία ευκαιρία να συμμετάσχω στο πρόγραμμα Erasmus +».
Το πιο όμορφο μήνυμα, θέλησαν να στείλουν αυτά τα παιδιά, στους νέους που δικαιολογημένα φοβούνται να προχωρήσουν σε μία τέτοια μετακίνηση, τονίζοντας πως όλα μπορούν να γίνουν, αρκεί να υπάρχει θέληση και προσοχή: «Αρκεί να είστε προσεκτικοί, να φοράτε μάσκα και να πλένετε τα χέρια. Όσο είστε υπεύθυνοι, το ταξίδι είναι ακόμα μια εξαιρετική περιπέτεια και μια αξέχαστη ευκαιρία να γνωρίσετε άλλους πολιτισμούς. Φυσικά είναι πιο δύσκολο, αλλά τίποτα δεν είναι αδύνατο».