Με τον όρο «φρόνημα της πίστης» ο Μαξ Βέμπερ αναφέρεται στην απόλυτη αφοσίωση σε ένα ορισμένο (αξιακό-ηθικό) «πιστεύω» μέσω του οποίου εγχαράσσεται στις συνειδήσεις ένα άκαμπτο «φρόνημα» αυτοπεποίθησης και ιδεολογικής υπεροχής. Από τη σκοπιά αυτή, εκείνο που μετρά στην πολιτική είναι το να παραμείνει άσβηστη η φλόγα της πίστης, και όχι η «ηθική ευθύνη» για τ’ αποτελέσματα στην πράξη. Με τα σχήματα αυτά ήθελε να δείξει ότι η «πολιτική ως επάγγελμα» κινείται ανάμεσα στο «ηθικό φρόνημα της πίστης» και στην «ευθύνη» για τ’ αποτελέσματα, πλησιάζοντας έτσι (περισσότερο ή λιγότερο), είτε στο πρώτο είτε στο δεύτερο. Ενώ η μεταπολιτευτική περίοδος στην Ελλάδα βρισκόταν στον αστερισμό ενός αριστερίστικου -όχι αριστερού- «φρονήματος της πίστης», είδαμε τελευταία τον κ. Φίλη από την «αριστερά», και την κ. Γεννηματά από την «κεντροαριστερά» να στηλιτεύουν τις μονομέρειες του «φρονήματος της πίστης», εφόσον δεν συνδυάζεται με την ευθύνη για τα αποτελέσματα. Για την ακρίβεια, και οι δυο αναφέρθηκαν στον όρο «ηθική του φρονήματος». Έχοντας χρησιμοποιήσει συχνά τον ίδιο όρο, γνωρίζω ότι δεν είναι αρκετά σαφής και κατανοητός: ενώ τα «φρονήματα» (στον πληθυντικό) ταυτίζονται με τα «πιστεύω» ή τις πεποιθήσεις (λέμε π.χ. «δίωξη λόγω πολιτικών φρονημάτων»), ωστόσο το «φρόνημα» σημαίνει το ακμαίο «ηθικό», ή την ισχυρή αυτοπεποίθηση που συνοδεύεται με μια αίσθηση υπεροχής και μισαλλοδοξίας προς ό,τι είναι διαφορετικό. Από μόνος του ο όρος «φρόνημα» ή «ηθική του φρονήματος» δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένες (θρησκευτικές, ή πολιτικές-ιδεολογικές) πεποιθήσεις, οι οποίες του προσδίδουν ένα ορισμένο περιεχόμενο. Για το λόγο αυτό γίνεται αναφορά σε δημοκρατικά, αριστερά ή δεξιά φρονήματα, όπως επίσης σε νομιμόφρονες, εθνικόφρονες, βασιλόφρονες. Ακόμη και οι «αντιφρονούντες» σε ολοκληρωτικά καθεστώτα αγωνίζονται εναντίον των κατεστημένων «ολοκληρωτικών φρονημάτων» τα οποία επιβάλλονται άνωθεν.
Αρκετά όμως με την ορολογία. Αν διαβάσετε την Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή θα δείτε ότι ο Απ. Παύλος προσπαθεί να διορθώσει κάποιες ιδεοληψίες των νεοφώτιστων χριστιανών, οι οποίοι -έχοντας παρεξηγήσει την Α’ επιστολή του υπό τη φλόγα της πίστης τους- είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία! Παραβλέποντας τις διαφορές σε θρησκευτικό και κοσμικό επίπεδο, διερωτάται κανείς: πού διαφέρουν οι παραπάνω ιδεοληψίες από τις «λύσεις» που επαγγέλλεται π.χ. η Αριστερή Πλατφόρμα (το 2015 παρακαλώ!), όταν τα πειράματα τα οποία θέλει να μας επιβάλει έχουν παντού αποτύχει; Δεν είναι όμως μόνο η έμπρακτη αποτυχία των προσπαθειών που βασίζονται στην άσβεστη φλόγα της πίστης. Όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι η πεποίθηση αυτή, επειδή περιφρονεί την ευθύνη για τ’ αποτελέσματα μπορεί να είναι πρόξενος και άλλων δεινών. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα: υπάρχει ομοφωνία για το ότι ο στρατάρχης, και από το 1925 πρόεδρος του Γερμανικού Ράιχ, von Hindenburg, άνοιξε το δρόμο στον Χίτλερ για την εξουσία. Αποσιωπάται όμως ότι ο Hindenburg, πιθανότατα δεν θα είχε εκλεγεί πρόεδρος χωρίς το φρόνημα πίστης και τη μανιχαϊστική διαφοροποίηση σε «καλούς» και «κακούς» του κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας (ΚPD)! Υπό την επιβολή του Στάλιν, το ΚPD κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές του 1925 με δικό του υποψήφιο, τον Thaelemann, λαμβάνοντας στο δεύτερο γύρο το 6,9% των ψήφων. Ο κεντρώος αστός υποψήφιος, που υποστηρίχτηκε από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως συνεχιστής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, έλαβε το 45,3%, ενώ ο φιλομοναρχικός και εχθρικά διακείμενος προς τη Δημοκρατία Hindenburg το 48,3% των ψήφων. Φαίνεται από τα ποσοστά αυτά ότι αν το KPD δεν είχε εμμείνει σε δικό του υποψήφιο στον δεύτερο γύρο, οι ψηφοφόροι του θα ήσαν ελεύθεροι να στηρίξουν τον υποψήφιο των δυνάμεων της Βαϊμάρης. Το πρωτοσέλιδο της σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwärts, «Πρόεδρος ο Hindenburg με τη βοήθεια του Thaelemann», περιέγραφε με ακρίβεια το γεγονός. Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογία της Κεντρικής Επιτροπής του KPD (11.4.1925), δεν ήταν καθήκον του προλεταριάτου «να αναζητήσει τον πιο ικανό και τον πιο έξυπνο εκπρόσωπο των συμφερόντων της μπουρζουαζίας, και να επιλέξει έτσι ποιο ήταν το μικρότερο κακό: η κοινωνική δικτατορία του αστού υποψηφίου, ή η στρατιωτική δικτατορία του Hindenburg»! Παρόμοια απάντησε και ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ τη νύχτα της διάσκεψης των Προέδρων (13/14.8.2015) όταν του ζητήθηκε να μετατρέψει το «παρών» της ψήφου του σε «απών» ή «λευκό» για να μετατραπεί η απλή πλειοψηφία σε απόλυτη, και έτσι να συνεδριάσει χωρίς διακοπή η ολομέλεια της Βουλής. -Ποιος λέει ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται;
(Το θέμα παρουσιάζεται πληρέστερα στην επικείμενη νέα έκδοση και μετάφραση της «Πολιτικής ως Επάγγελμα» του Μαξ Βέμπερ, εκδόσεις Παπαζήση).
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης