Ο καταξιωμένος ως νομικός Χάρης Αντ. Καλαϊτζάκης μετά το πρόσφατο debut στο συγγραφικό στερέωμα με την πνευματική του δημιουργία «Τα δικά μας καφενεία» προσμετράτε και συναριθμείται στη χορεία των συγγραφέων της νεότερης ρεθεμνιώτικης γενιάς, η οποία ξεχωρίζει για το κοφτερό της μυαλό, για την αγάπη της για τα Γράμματα και τον Πολιτισμό και η οποία συνεχίζει την αδιάπτωτη λαμπρή πορεία, που ξεκινά από έναν Χορτάτση, έναν Τρώιλο και πολλούς άλλους και φτάνει στις μέρες μας. Είναι μοναδικό φαινόμενο στη Χώρα μας, αυτή η χειμαρρώδης εκδοτική παραγωγή, δεδομένου δε ότι αυτόν τον καιρό επικρέμαται ανησυχία και ανασφάλεια, η αναγνωσιμότητα και η κυκλοφορία του βιβλίου είναι περιορισμένη. Λίαν επιτυχής ο ενδεικτικός τίτλος της έκδοσης, στον οποίον υπολανθάνει το σχετικό και το συναφές με το περιεχόμενο και ενυπάρχει συν τοις άλλοις μια θερμή οικειότητα όπως ένας ψυχικός δεσμός με τη γενέτειρα.
Ο διαπρεπής νομικός έρχεται σήμερα στο ρεθυμνιακό, αείποτε γόνιμο συγγραφικό προσκήνιο, για να μας αιφνιδιάσει ευχάριστα με το αγνοούμενο ίσαμε χθες, αλλά ουδόλως αγνοημένο, αριστοτεχνικό του ύφος και τη γλαφυρή του πένα.
Το περισπούδαστο πόνημα αναφέρεται στα καφενεία κυρίως, των προπολεμικών δεκαετιών και της Κατοχής, αλλά και των πρώτων μεταπολεμικών, όταν το Ρέθυμνο άλλο πρόσωπο και μορφή με την επέκταση, με την ανέγερση των πολυκατοικιών με την εισροή εκ των επαρχιών και την πληθυσμιακή αυξημένη σύνθεση. Ήταν εκείνη η εποχή, πριν γεμίσει ο τόπος με εστιατόρια, ταβέρνες, μεζεδοπωλεία, φαγάδικα, σουβλατζίδικα, πιτσαρίες και πάσης φύσεως καταστήματα εστιάσεως. Ήταν εκείνη η εποχή, που δεν έζησαν οι νεότεροι και συνεπώς δεν έχουν μέτρα συγκρίσεως, η πιο αθώα, χωρίς τη σκληρότητα, τη θρασύτητα, την ολέθρια αγωγή και την προσήλωση στα υλικά αγαθά του σήμερα και χωρίς το ψάξιμο της κυρίας στα καταστήματα για ένα ensemble (συνολάκι). Στη σημερινή γενιά των νέων επικρατούν αντιλήψεις και στάσεις ζωής χωρίς όνειρα κι ελπίδες, αλλά μόνον ο υλισμός και ο ωφελιμισμός. Επικρατεί άγνοια που οι μεγαλύτεροι επέβαλαν εν ονόματι της ήσσονος προσπάθειας μέσω των ηλεκτρονικών μέσων.
Ο Χάρης Καλαϊτζάκης επισημαίνει ένα μοιραίο, διαχρονικό φαινόμενο. Είναι θλιβερό γεγονός, ότι σήμερα σβήνουν και χάνονται οι αξίες και οι παραδόσεις με την επέλαση του τεχνολογικού μας Πολιτισμού, ούτως επιχειρεί μιαν περιεκτική, όσο και εύστοχη επιτομή ενός θέματος λαμβάνοντας υπόψιν όλες τους τις πτυχές. Και επιλέγει προς τούτο τα καφενεία της γενέτειρας. Δεν επιδιώκει να γράψει μεγαλόπνοο έργο αναζητώντας επιτηδευμένες φόρμες και βαρύγδουπους τρόπους εκφράσεως. Αρκείται στο αφηγηματικό στυλ, εκείνο το κλασικό περιγραφικό, που μας είναι εύκολα κατανοητό.
Αλλά γιατί ο συγγραφέας επιλέγει τα καφενεία για μια σχολαστική και εμβριθή εις το έπακρον μελέτη και έρευνα; Αυτή η συγκεκριμένη θεματική επιλογή οφείλεται σ’ εκείνην την παραδοσιακή, περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πόλης, στο κλίμα που εκφράζουν με το πλέον εναργή τρόπο τα καφενεία και εμφαίνουν με τα πλέον ενδεικτικά και τα πιο έγκυρα και αδιάσειστα στοιχεία το παλιό Ρέθυμνο σαν τόπο συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων, τρόπου ζωής. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Χάρης Καλαϊτζάκης «δε θα βρεις καλύτερο μαρτυριάρη της ζωής του τόπου από ένα καφενείο».
Με πλήθος αποκαλυπτικών, συναρπαστικών πληροφοριών και δυσεύρετων ή αναλυτικών στοιχείων για την ιστορία του καφέ και την ετυμολογία της λέξης μας ενημερώνει ο Χάρης Καλαϊτζάκης στο ομώνυμο, ουσιώδες κεφάλαιο της σελίδας 13. Για τη διάδοσή του, τους σχετικούς μύθους, για το λεγόμενο τούρκικο καφέ, για το ευρωπαϊκό κ.λπ. Αλλά τι θα λέγαμε για το καφενείο και για τη χρησιμότητά του; Στις σελίδες 18 και στις επόμενες οι ορισμοί και αφορισμοί πολλών συγγραφέων αναφέρονται για το καφενείο από τον πιο απλοϊκό και επιπόλαιο, μέχρι τον πιο ουσιαστικό και εμβριθή, ενώ ο ίδιος ο Χάρης Καλαϊτζάκης αποφαίνεται εν συμπεράσματι: «είναι ένας τόπος ανταλλαγής απόψεων, ιδεών, πληροφοριών, σύναψης συμφωνιών, χωρατών και αφηγήσεων. Αποτελούσε ανάσα του μέσου βιοπαλαιστή ανθρώπου μέσα στην πιεστική σε δύσκολους καιρούς καθημερινότητα».
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο καφές είναι είδος υπαγόμενο στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, δηλαδή στην οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες τυποποιημένων προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής (βαμβάκι, χρυσός, μέταλλα, κ.λπ.) σύμφωνα με το δείγμα που φέρνει ο πωλητής. Στη Βραζιλία η παραγωγή καφέ αντιπροσωπεύει τα τέσσερα πέμπτα περίπου της παγκοσμίου παραγωγής (15 εκατομμύρια σάκοι των 60 χ.λ.γ. έναντι 13 εκατομμυρίων σάκων). Θυμάμαι όταν κατά τη δεκαετία του 1960 η τιμή του καφέ έπεσε χαμηλά, λόγω αυξημένης παραγωγής οι γαιοκτήμονες της Βραζιλίας έκαψαν τεράστιες ποσότητες, για να αυξηθεί η έλλειψη και συνακόλουθα η ζήτηση και η τιμή του.
Η λίαν εμπεριστατωμένη και ενδελεχής έρευνα του Χάρη Καλαϊτζάκη αναφέρεται σε μια ευρύτατη γκάμα σχετική με τα ρεθεμνιώτικα «Τα δικά μας καφενεία». Πρόκειται για τα καφενεία του παλιού Ρεθύμνου μέσα από την τοπική λογοτεχνία, την ιστορία, τον τοπικό Τύπο, το φωτογραφικό φακό και τις αφηγήσεις. Το πλούσιο πάνθεον φωτογραφιών προσδίδει μιαν αναμφισβήτητη, ολοζώντανη αίσθησή του άλλοτε κοινωνικού κλίματος. Ενδεικτικής, επιτυχής και έξοχη προς τούτο η φωτογραφία του εξωφύλλου με τους αρειμάνιους Ρεθεμνιώτες απολαμβάνοντες μια νωχελική ραστώνη σε πόζες θεαματική στάση αυταρέσκειας, και επιδεικτικού ύφους υπό το βαρύ και ασήκωτο βλέμμα του ιδιοκτήτη αείμνηστου Παπαδιαμάντη.
Ραστώνη είναι η στάση αδράνειας και παθητικής αποδοχής των πραγμάτων, είναι το ραχάτι η οκνηρή διάθεση, η οποία ενέσκηψε εξ Ανατολών ολέθρια κληρονομιά της τουρκοκρατίας. Τουρκ. Rahat.
Όταν έλαβα το βιβλίο, ως τιμητική προσφορά του συγγραφέα, περίμενα ότι τα περισσότερα από τα αναφερόμενα καφενεία θα ‘ταν γνωστά και το θέμα τετριμμένο. Εντούτοις συνέβη το αντίθετο. Τα περισσότερα ήταν άγνωστα και ελάχιστα τα γνωστά. Εντυπωσιάζει δε αυτός ο άριστος χειρισμός του θέματος πού βρέθηκαν και πώς βρέθηκαν και όλες αυτές οι ηθογραφικές προσεγγίσεις, όλες αυτές οι γραφικές γωνιές της πόλης, με την ιδιαίτερη, την έμψυχη την αισθητή παρουσία, αυτός ο ανεξάντλητος πλούτος αποκαλυπτικών δυσεύρετων στοιχείων; Τούτο σημαίνει, ότι το πόνημα αντιστοιχεί αφενός σε αναλυτική, σχολαστική, διεξοδική, εμπεριστατωμένη έρευνα και αφ’ ετέρου σε επιμελή εις το έπακρον και ευσυνείδητη εργασία. Εντυπωσιάζει η μεθοδευμένη παράθεση, η αφηγηματική δεινότητα, η συστηματική, ορθή και ποιοτική κατάταξη της ύλης. Το κεφάλαιο «Τα καφενεία» διαχωρίζεται θεματικά στα επιμέρους π.χ. «Ιστορική και κοινωνική θεώρηση», «Τα πρώτα καφενεία», «Τα καφενεία στον κόσμο», «Τα καφενεία στην Ελλάδα», «Τα καφενεία στην Κρήτη», «Τα καφενεία στο Ρέθυμνο», «Ώρες λειτουργίας καφενείων», «Συνήθειες καφενείων, «Εξοπλισμός και διακόσμηση», Προσφερόμενα ποτά», «Τα… χοχλιδάκια», «Τρόπος απόλαυσης του καφέ», «Είδη και υπηρεσίες καφενείων», κ.λπ.
Πολύ εντυπωσιακές οι χιουμορίστικες προσεγγίσεις σε πολλές επιγραφές των παλιών καφενείων όπως π.χ. «Η Βουλή», «Πολεμικός έρωτας», «Υποβρύχιο», «Γκιουλ-Μπαξές», «Το τρελάδικο», κ.λπ., κ.λπ. Στο κεφάλαιο για τις διπλές λειτουργίες ο συγγραφέας μας ενημερώνει για το μικτό χαρακτήρα και την περιστασιακή λειτουργία των καφενείων π.χ. καφενεία με κουρείο, άλλα με ραφτάδικο, με κρεοπωλείο, με γαλακτοπωλείο, με παγοπωλείο ακόμα και με… καρβουνάδικο.
Αξιόλογη η διαφορετική κατανομή και κατάταξη των καφενείων ανάλογα με τα πολλαπλά ενδιαφέροντα, τις συμπτωματικά κοινές προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα των πελατών. Ο Χάρης Καλαϊτζάκης μας ενημερώνει εδώ για τα «Προσφυγικά καφενεία», «Τα οπαδικά (πολιτικά)», «Των διανοουμένων», «Της εργατιάς», «Των φίλων των ποδοσφαιρικών ομάδων», «Των δημοσίων υπαλλήλων», «Της επαρχίας», κ.λπ.
Το ίδιο αξιόλογα και κατατοπιστικά για τον αναγνώστη τα χρήσιμα μεγίστης ακριβείας σκαριφήματα, στα οποία εντοπίζεται το συγκεκριμένο σημείο, στο οποίο βρίσκονταν τα καφενεία. Την έκδοση διανθίζουν και καλλωπίζουν σατιρικά ποιήματα της συλλογής το ταλαντούχου νονού μου Γεωργίου Καλογενόπουλου. Αποδεικτικό, αλάνθαστο και αξιόπιστο δείγμα της λογοτεχνικής αξίας του κειμένου, το χαρακτηριστικό, έξοχο απόσπασμα του οπισθόφυλλου. «Μια αναδρομή σε χρόνια περασμένα, στο τεγιάκι του καφετζή, στα τραπεζάκια και στις αυλές, όπου άνθρωποι απλοί, καθημερινοί συνέθεσαν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας ενός αγαπημένου τόπου. Μια νοσταλγική ματιά στο Ρέθυμνο του παλιού καφενείου, στο μονιασμένο Ρέθυμνο της καλής παρέας και του γλεντιού. Ένα ταξίδι στα «δικά μας καφενεία» σε τούτη τη μεγάλη χόβολη του τόπου, που κάθε μέρα έβραζε του κόσμου ο βίος, σαν τον καφέ κι αυτός, πότε πικρός, πότε μέτριος, πότε βαρύς γλυκός…».
Μετά τον δεύτερο Χάρη, της νεότερης γενιάς των συμπολιτών συγγραφέων, ετρίτωσε το… καλό. Ανεφάνη αντάξιος της ρεθεμνιώτικης παράδοσης ο τρίτος Χάρης, ο οποίος ωσαύτως αναδεικνύεται σ’ ένα συγγραφέα χαρισματικό. Η καλαίσθητη, επιτυχημένη έκδοση απευθύνεται στον απαιτητικό αναγνώστη ο οποίος σίγουρα θα το διαβάσει με αδιάπτωτο ενδιαφέρον απ’ αρχής μέχρι τέλους. Τούτο διότι εκτός των άλλων εμπεριέχει πολλά άγνωστα στοιχεία ανεξερεύνητα, αποκαλυπτικά και δυσεύρετα. Η έκδοση συνιστά συγκινητικό και νοσταλγικό γεγονός για τον αισθαντικό συμπολίτη εκείνον τον δεμένο με την πατρώα γη και πιστοποιεί για μια φορά ακόμα την αδιάσπαστη συνέχεια της πνευματικής ρεθεμνιώτικης παράδοσης. Στην παρουσίαση του βιβλίου παραβρέθηκαν οι Αρχές και ετίμησε δι της σεμνής παρουσίας του ο Σεβασμιότατος κ. Ευγένιος.
Ο ανεπίληπτος συμπολίτης με την οικογενειακή αγωγή και την ηθική καλλιέργεια, γόνος του αρχοντάνθρωπου πασίχαρου δικηγόρου Αντώνη Καλαϊτζάκη άξιζε την τιμητική αναγνώριση συμπάσης της ρεθυμνιακής Κοινωνίας η οποίας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Η καλλιτεχνική, υψηλή, αισθητική του βιβλίου οφείλεται στις Εκδόσεις Καλαϊτζάκη τηλ. 282310 27517, 28310 27617 σελ. 309 σχ. 26×21.