Με την αείποτε ερευνητική του έφεση το διεισδυτικό βλέμμα και πρωτίστως το γόνιμο, ανοιχτό μυαλό, ο Χάρης Στρατιδάκης, κατά τη διάρκεια της ευδόκιμης υπηρεσίας του στην Εκπαίδευση, επισήμανε στους μαθητές του να επιβιώνουν τα δυσνόητα αινίγματα, ένα λαογραφικό είδος προσφιλές που θα είχε μεταξύ των άλλων ενδιαφέρον σαν αντικείμενο μελέτης του λαϊκού μας πολιτισμού. Εξ’ άλλου είναι γνωστή, στους κοινωνικούς κύκλους στα χωριά μας η παραδοσιακή συνήθεια, να λέγονται και να ακούγονται στα καφενεία παροιμίες και πολύ συχνά απολαυστικές μαντινάδες, όπως και αινίγματα, για να σκοτώνουν την ώρα οι θαμώνες.
Η ιστορικότητα του αινίγματος μαρτυρείται από τον 10ο π.Χ. αι. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι η Βασίλισσα του Σαβά (σημερινή Υεμένη) επισκέφτηκε το βασιλιά των Ιουδαίων Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, για να θέσει σε δοκιμασία τη θρυλούμενη σοφία Του. Του απηύθυνε αινιγματικές ερωτήσεις σε όλες τις οποίες εκείνος απάντησε με ετοιμότητα και πεποίθηση.
Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία η Σφίγγα είχε διδαχτεί από τις Μούσες το εξής αίνιγμα: «Τι εστίν ο μεν έχων φωνήν, τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίγνεται;» Δηλαδή «τι είναι αυτό που έχει φωνή και από τετράποδο γίνεται δίποδο και μετά τρίποδο; Ο Οιδίπους ήταν αυτός που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, απαντώντας πως ο άνθρωπος είναι εκείνος που περπατάει με τα τέσσερα, όταν είναι βρέφος, με τα δύο όταν μεγαλώσει και με τα τρία όταν γεράσει και αναγκάζεται να στηριχτεί σε ραβδί.
Το αίνιγμα εισήχθη ακόμα και στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Συχνά θα το συναντήσουμε στους τραγικούς και στους περισσότερους κωμικούς ποιητές. Έκτοτε το αίνιγμα εμφανίζεται και στις χώρες της Ανατολής ως αλληγορία, επίσης στην αρχαία Ρώμη ως λογοπαίγνιο, ενώ οι Βυζαντινοί το καλλιέργησαν ως λογοτεχνικό είδος.
Επειδή η λύση του αινίγματος απαιτεί εντατική, πνευματική προετοιμασία, σπινθηροβόλα ευφυΐα και ανάλογη οξύνοια μεγάλες μορφές και σημαντικές προσωπικότητες είχαν αναγνωρίσει τη σπουδαιότητά του. Μεταξύ αυτών ο Γαλιλαίος, ο Βολταίρος, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπέρναρ Σω και άλλοι.
Υπήρξε επομένως, εκ «των ων ουκ άνευ» λίαν φαεινή η ιδέα του άοκνου πνευματικού μας δουλευτή Χάρη Στρατιδάκη, να συλλέξει αυτόν το διαχρονικό λαογραφικό μας θησαυρό και να μας επιδαψιλεύσει εκτός από ένα πόνημα υψηλής αναγνωσιμότητας, εκ παραλλήλου και μια πολύτιμη διανοητική άσκηση προς άφατον τέρψιν ημών των καθ’ εξιν σταυρολεξοφίλων, παρεπιμπτόντως και των κατά τεκμήριον… ενθέρμων σταυρολεξομανών.
«Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» είναι μια γνωστή ρήση της Α. Γραφής (Ματθ. 11, 15) τα «δάσκαλια», δηλαδή όπως έλεγαν άλλοτε στα χωριά μας, τα σκολειαρούδια «ήχον ώτα και ήκουον». Άκουγαν από τους μεγάλους τα αινίγματα και τα μετέφεραν στο σχολείο σαν ανέμελα λογοπαίγνια και σαν μια συνηθισμένη ψυχαγωγία κι ο δάσκαλος τα κατέγραφε αυτούσια, όπως τ’ άκουγε από το στόμα των παιδιών.
Πρώτος ο Νικόλαος Πολίτης αναγνώρισε και ανέδειξε τη λαογραφία από τον οποίο διαμορφώθηκε ως επιστήμη. Ο Νικ. Πολίτης έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα τόσο των αρχαίων όσον και των νεοτέρων Ελλήνων με τα γλωσσικά ιδιώματα, τα τραγούδια, τους χορούς, τις παροιμίες, τα παραμύθια, τους γλωσσοδέτες, τα νανουρίσματα, τα μοιρολόγια όπως και για τα αινίγματα. Από τον Νικ. Πολίτη (1852-1921) και εντεύθεν ωρίμασε η αντίληψη ότι τα λαογραφικά φαινόμενα έπρεπε να καταγράφονται, ώστε να διατηρούνται στη μνήμη και να εξετάζονται αντικειμενικά, ψύχραιμα, απροκάλυπτα χωρίς να παρασύρεται κανείς, από προσωπικά αισθήματα, κρίσεις, σχόλια, νοοτροπίες, χωρίς την εχθρότητα των θαυμαστών ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού.
Οι συνήθεις τρόποι, οι διασκεδάσεις και οι ποικίλες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των επηρμένων αστικοποιημένων Ελλήνων, πόρρω απέχουν εκείνων των κατοίκων της υπαίθρου. Οι αστοί θέλουν να υποβαθμίζουν και να απαξιώνουν το λαϊκό μας πολιτισμό, για τον οποίο αισθάνονται απέχθεια, και τον χαρακτηρίζουν σαν… επαρχιωτισμό, δηλαδή ως έλλειψη μιας εν γένει καλλιέργειας «Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναγνωρίσουμε» αναφέρει ο Χ. Στρ. «ο ρόλος του σχολείου είναι ουσιαστικός, στο βαθμό που η οικογένεια αδυνατεί σήμερα, να αξιολογήσει και να μεταδώσει στοιχεία του παρελθόντος». Ο συγγραφέας εννοεί τη στροφή του σχολείου, στην λαϊκή πολιτιστική μας παράδοση, η οποία ευτυχώς μέχρι σήμερα, συντηρείται στους πολιτιστικούς μας συλλόγους τουλάχιστον στους χορούς και στη μουσική.
Αυτή η πολύ όμορφη στα παιδιά και αισθαντική ατμόσφαιρα με τις ερωτοαποκρίσεις, αυτή η περιστασιακή ψυχαγωγία και έντονη ευχαρίστηση μαζί με τους γλωσσοδέτες είναι τα μοναδικά δύο λαογραφικά είδη, που έχουν την ιδιαιτερότητα ενός πνευματικού παιχνιδιού όπως ενός λογοπαίγνιου.
«Το αίνιγμα», αναφέρει ο συγγραφέας, «διοχετεύει γνώσεις με τρόπους ευτράπελους, προκαλώντας έκπληξη και πνευματική ευχαρίστηση. Η ανέλπιστη σύγκλιση ασυμβίβαστων εννοιών προκαλεί χαρά στο παιδί, τόσο ως επιβράβευση των γνώσεών του, όσο και ως επικύρωση της αντιληπτικής του ικανότητας. Το αίνιγμα συνιστά μια πνευματική δοκιμασία, που απαιτεί οξύνοια, οξυδέρκεια, συγκεκριμένη προσοχή, παρατηρητικότητα, γνώση του περιβάλλοντος, και των καθημερινών πρακτικών, καλλιέργεια κριτικής σκέψης και την αίσθηση του χιούμορ. Παράλληλα σε μια εποχή που η διασκέδαση των παιδιών νοείται πιο εξατομικευμένη σε οθόνες, το αίνιγμα προάγει την επικοινωνία και τη συντροφικότητα» (σελ. 41) και στη σελ. 15 «ακόμα κι αν δεν εκτιμήσουμε τις σύντομες περιγραφές και τα ουσιώδη γνωρίσματα του αινίγματος, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι περισσότερο από κάθε άλλο είδος της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας, το αίνιγμα διακρίνεται για τον πλούτο του γλωσσικού του υλικού και το πλήθος γλωσσικών φαινομένων σχημάτων λόγου, συντακτικών δομών, γραμματικών σχηματισμών». Ο Χάρης Στρατιδάκης με την εκπόνηση μιας μελέτης άρτιας, ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης εις το έπακρον τεκμηριώνει περίτρανα την αναμφίβολη εκπαιδευτική αξία του αινίγματος, αξία κρυμμένη αλλά ουσιαστική, μορφωτική αλλά και αισθητική. Αποφαίνεται με σαφήνεια ο συγγραφέας ότι το αίνιγμα διοχετεύει γνώσεις με τρόπους ευτράπελους, προσδίδει μιαν απροσδόκητη, έκπληξη και προσφέρει άφατη πνευματική ευφροσύνη. Ότι οξύνει και εκλεπτύνει τη διάνοια, αναπτύσσει την εγρήγορση, καλλιεργεί την κριτική σκέψη, ενδυναμώνει την έφεση για μάθηση.
Ακούγονταν στα χωριά μας και ορισμένα αινίγματα, σε στενές φιλικές συντροφιές, θεωρούμενα από τους κύκλους του συμβατικού κατεστημένου ως… αθυρόστομα και ελευθεριάζοντα και ως εκ τούτου πρέπει να λογίζονται ως απορριπτέα. Ο Χ. Στρ. αναφέρεται σ’ αυτά εκτενώς επειδή πρόκειται για εντυπωσιακό λαογραφικό είδος παραπλανητικής μεν διατύπωσης, αλλά αθώου, αλληγορικού και ευστόχου νοήματος. Ο συγγραφέας εφευρίσκει ευφυώς από τη συρραφή δύο διαφορετικών λέξεων μιαν άλλην ακαταχώριστη μεν, αλλά σύνθετη και αρμόζουσα, λαογραφική … αδεία λέξη και τα ονοματίζει ως «ασεμνοφανή».
Έπονται τα επί μέρους κεφάλαια στα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται το αίνιγμα εξονυχιστικά, εμπεριστατωμένα και το μελετά σε βάθος και με κάθε λεπτομέρεια π.χ.: «Δημιουργοί», «Ταξινόμηση», «Σύμβολα», «Παραλλαγές», «Κρητικά αινίγματα», «γραπτή απόδοση της κρητικής προφοράς» κ.λπ. Εντυπωσιάζει εν τούτοις ο αστρονομικός αριθμός των αινιγμάτων της συλλογής (850) ο οποίος υποδηλώνει αν μη τι άλλο τη στωικότητα και ανεξάντλητη υπομονή του συγγραφέα και τη ερευνητική του διάθεση.
Το εν κατακλείδι «Παράρτημα» εμπεριέχει και πολλά άλλα αξιόλογα αινίγματα από τις συλλογές Βλαστού, Μαρ. Τσιριμονάκη και Αντ. Δαφέρμον. Το πόνημα εκτός των άλλων διανθίζεται και από έναν περιεκτικό πρόλογο του δάσκαλου και συγγραφέα Σταμάτη Αποστολάκη. Εκτύπωση βιβλιοδεσία: Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.Ε., μακέτα εξωφύλλου: Ελένη Αλεβυζάκη (Μάρτιος 2016).