Ο φίλος Σχολικός Σύμβουλος κ. Χάρης Στρατιδάκης είναι γνωστός στην πόλη μας από το πλήθος των μελετών και των δεκάδων βιβλίων του, που αναφέρονται σε θέματα παιδαγωγικά, λαογραφικά και, κυρίως, Τοπικής Ιστορίας. Άνθρωπος με βαθιά γνώση του τόπου και του αντικειμένου ήδη από το έτος 1985, όταν άρχισε, το πρώτον, να συγγράφει, με τη σύζυγό του Αλκμήνη Μαλαγάρη, τον κλασικό, πλέον, για το Ρέθυμνο, «Οδηγό για την πόλη και τα περίχωρα», συνεχίζει και σήμερα το σημαντικό έργο του με μελέτες «ειδικότερες» για το Ρέθυμνο και την ιστορία του, όπως, για παράδειγμα, το προηγούμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Ρέθυμνο και Θάλασσα, Μια ιστορική σχέση». Στο ίδιο μήκος κινείται, θεωρώ, και η συνέχειά του, το παρόν βιβλίο, που υπεισέρχεται, πλέον, βαθύτερα, και στα ηπειρωτικά της πόλης μας και του νομού μας και είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας με τον ηχηρό και βαρύγδουπο τίτλο: «370 Μνημειακά Κενά στην ιστορική Τοπογραφία τού Ρεθύμνου».
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προσπάθεια ουσιαστικής ανάδειξης και παρότρυνσης προς σωτηρία του εναπομένοντος μνημειακού πλούτου του τόπου μας, επιχειρώντας μίαν, οπωσδήποτε, πραγματική και ενδιαφέρουσα «αποκάλυψη» των μνημείων του Ρεθύμνου που δεν είχαν την τύχη να επιζήσουν και, κάποια, μάλιστα, από αυτά, και να αφήσουν, έστω, ορισμένα ίχνη της ιστορικής παρουσίας τους στον τόπο μας. Με την εκτενή παράθεση στοιχείων τεκμηρίωσης και πλούσιου εικονογραφικού υλικού για τριακόσια εβδομήντα μνημεία του παλιού Ρεθύμνου, το βιβλίο αυτό συμβάλλει ουσιαστικά σε μια βαθύτερη, αφενός, γνωριμία των Ρεθυμνιωτών με τον τόπο τους και στην ευαισθητοποίησή τους, αφετέρου, στο σοβαρό θέμα της προστασίας των μνημείων και της αποτροπής φαινομένων καταστροφής αυτών, που συνεχίζουν να παρατηρούνται και στις μέρες μας με αμείωτο, δυστυχώς, ρυθμό, είτε από απροσεξία, είτε από ασυγχώρητη άγνοια της ιστορίας του μνημείου και του τόπου γενικότερα.
Το βιβλίο αναφέρεται, βασικά, στα κατεστραμμένα μνημεία της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, επεκτείνεται, σε μικρότερο βαθμό, και σε εκείνα της νέας (που έχει σήμερα εκταθεί από τα Μισίρια και τον Πλατανιά, ανατολικά, μέχρι και το Ατσιπόπουλο, στις δυτικές παρυφές της πόλης τού Ρεθύμνου), ενώ «πιάνει», ακροθιγώς, και κάποιες καταστροφές μνημείων της ρεθυμνιώτικης υπαίθρου, χωρίς να παραλείπει -προς διευκόλυνση, όταν χρειάζεται, μιας «εκ παραλλήλου» μελέτης- και ορισμένα μνημεία άλλων περιοχών της Κρήτης.
Ο συγγραφέας επισημαίνει εξ αρχής ότι το βιβλίο του έχει ως θέμα του τις καταστροφές και όχι τις μετατροπές χρήσης των μνημείων -που είναι λογικό να συνέβαιναν τόσο κατά το παρελθόν όσο και στο παρόν- και τούτο εφόσον συνέχιζαν και μετά την εξαλλαγή της χρήσης τους να σέβονται και να συντηρούν και διατηρούν την αρχιτεκτονική, το «στιλ» και τη στατικότητα του μνημείου. Αυτό που «πονάει» και προβληματίζει στην περίπτωση αυτήν είναι οι καταστροφές είτε εκ των λόγων που σημειώσαμε αμέσως παραπάνω (άγνοιας και αναιτιολόγητης απροσεξίας) είτε προς εξυπηρέτηση κάποιων μικροσυμφερόντων και στο πνεύμα μιας ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης του χώρου που τα μνημεία αυτά καταλαμβάνουν.
Αρχικά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι από το βιβλίο αυτό επιβαλλόταν μια προσπάθεια χαρακτηρισμού του κάθε «παλιού» ως «μνημείου», που, όμως, στη συνέχεια, την αναίρεσα με κάποιες διασαφήσεις του συγγραφέα, όπως αυτήν της σελίδας 15, όπου, επί λέξει, σημειώνεται ότι «το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται σε «μικροκαταστροφές», οι οποίες αν συνέβαιναν αλλού θα μπορούσαν να αποτιμηθούν ως μεγαλύτερες, όπως για παράδειγμα της παραγκούπολης μεταπολεμικά στο νοτιοδυτικό μέρος του Δημοτικού Οικοπέδου (χώρου στάθμευσης σήμερα), που κατεδαφίστηκε το έτος 1957 και αποτελούσε ένα μνημείο της κατοχικής και μετακατοχικής ένδειας». Γιατί, πραγματικά, όλοι εμείς, οι κάποιας ηλικίας, που το διατηρούμε στη μνήμη μας, το… «μνημείο» αυτό δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτε άλλο από μια «βρομιά» σκουριασμένων λαμαρινών στο κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου. Θα πρέπει, γι’ αυτό, φρονούμε, να γίνει διαχωρισμός των πραγματικών μνημείων τέχνης και πολιτισμού, ώστε η προσπάθειά μας για τη διάσωσή τους να αξίζει πραγματικά και να είναι καθολική, σύντονη και δυναμική.
Το βιβλίο αποτελεί υπόδειγμα δομής, πλούτου, ποιότητας και πληρότητας περιεχομένου. δεν είναι ένας απλός «κατάλογος» των χαμένων μνημείων του Ρεθύμνου, αλλά συνοδεύεται και από κεφάλαια σημαντικά για την έννοια του μνημείου και την ιστορική του εξέλιξη, για τις καταστροφές των μνημείων στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου και στην Κρήτη γενικότερα, καθώς και από «Χρονολόγια» μεγάλων καταστροφών μνημείων της ρεθεμνιώτικης υπαίθρου και της Κρήτης γενικότερα, όπως και από «Χρονολόγια» φυσικών καταστροφών του Ρεθύμνου. Δεν αποφεύγει, τέλος, να αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο και για τις ανθρωπογενείς καταστροφές στο Ρέθυμνο (από εμπόλεμες, κυρίως, καταστάσεις), ένα τεράστιο διαχρονικό πρόβλημα των λαών της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της υφηλίου. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό -μια που μιλάμε για τη σωτηρία και διάσωση των μνημείων και του πολιτισμού του οποίου αυτά είναι φορείς- δεν μπορώ λέγω να μην υπενθυμίσω, όλως παρενθετικά, στο κεφάλαιο αυτό των εμπόλεμων καταστροφών την αποτρόπαιη καταστροφή που συντελέστηκε στο μεγαλύτερο μνημείο που έχει να επιδείξει η πολιτισμένη ανθρωπότητα, στην Ακρόπολη των Αθηνών και μάλιστα από στρατό που ήθελε να ονομάζεται χριστιανικός και πολιτισμένος, αυτόν του στόλαρχου των ενετικών ναυτικών δυνάμεων Φραντσέσκο Μοροζίνη. Και το χειρότερο όλων, που, όπως αναφέρουν κάποιες πηγές, ο κρότος των τινασσομένων Ιερών Μαρμάρων του Παρθενώνα και ή κόλαση της καταστροφής που συνέβαινε στην Ακρόπολη στα μάτια των στρατιωτών του Μοροζίνη γέννησε τόσον ενθουσιασμό μεταξύ τους, ώστε αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν για το ανέλπιδο… κατόρθωμό τους, φωνάζοντας: «Ζήτω ή δημοκρατία μας»!
Το βιβλίο του κ. Στρατιδάκη αναφέρεται, περαιτέρω, και στις απώλειες Γραπτών Μνημείων -μιαν άλλη παράμετρο της έννοιας τού μνημείου- που, όμως, ουσιαστικά, αυτή η τελευταία, δεν αφορά στο σκοπούμενο και στις επιδιώξεις του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Τελευταίο κεφάλαιο, όχι μικρής, πάντως, σημασίας, αποτελεί και αυτό με τον τίτλο: «Απομνημειοποιήσεις», που αναφέρεται στις κακοποιήσεις και παραποιήσεις μνημείων, που συντελούν στην αφαίρεση χαρακτηριστικών στοιχείων που τόνιζαν, πριν, τον μνημειακό τους χαρακτήρα και στο σημείο αυτό ανήκουν και οι συχνότατες αλλαγές ονομάτων, κάτι που και εμείς επανειλημμένα το έχουμε επαναλάβει στις τοπωνυμικές έρευνές μας ότι με τις αλλαγές, συνήθως, τοπωνυμίων περιφρονείται και αλλοιώνεται σοβαρά ένα μέρος της Τοπικής μας Ιστορίας, τα δε συνδεόμενα προς αυτά τα τοπωνύμια ιστορικά ζητήματα αγνοούνται και παραμερίζονται παντελώς.
Στο τέλος, πολύ χρήσιμα καθίστανται το «Παράρτημα» με τα Χαμένα κατά ιστορικές περιόδους Μνημεία και τα λεπτομερέστατα «Ευρετήρια».
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο συγγραφέα και συντελεστή του λαμπρού αυτού επιτεύγματος Χάρη Στρατιδάκη. Πρόκειται, τωόντι, για ένα έργο σημαντικό, απόρροια των συστηματικών ερευνών του συγγραφέα στον χώρο της Κρητολογίας και όχι μόνον. Η αίσθηση του χρέους απέναντι στον τόπο είναι, νομίζουμε, αυτή που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα της ψυχής του και ενθαρρύνει την ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης του καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και καταξίωση ενός τόπου.