Στους πρόποδες βόρεια και νότια του Βρύσινα, πριν και μετά την Κατοχή, στα χωριά είχε κατοικήσει μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Οι ηλικιωμένοι φύγανε στο ταξίδι που δεν έχει επιστροφή, ενώ τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους πήρανε τη θέση της ηλικίας τους. Ορισμένοι και από αυτούς έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά αυτοί που έχουν μείνει αναφέρουν και περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τα βιώματά τους και απορούν πως μείνανε στη ζωή. Είναι ικανοποιημένοι που σήμερα διαβιώνουν καλύτερα, αλλά λένε ότι δεν έχουν περιθώριο για πολλά χρόνια.
Στη σκέψη τους έχουν πάντοτε την καρποφόρα περιοχή της εποχής τους, του Βρύσινα, που τους προσέφερε να ζήσουν από την ευφορία των ζώων και των σιτηρών, που ήτανε τα πλέον αναγκαία αγαθά για τη διαβίωσή τους.
Το επάγγελμα του κτηνοτρόφου και του γεωργού κυριαρχούσε στα χωριά. Ελάχιστα παιδιά φεύγανε στην πόλη για γράμματα και τέχνες, γιατί δεν υπήρχε η χρηματική άνεση.
Έτσι από 13 ετών ο νέος έβαζε το βουργιάλι στην πλάτη του και μαζί με τον γονιό του φεύγανε πρωί – πρωί για το βουνό με το κοπάδι, που είχε η κάθε οικογένεια στο χωράφι με το ζευγάρι για να σπείρει, να θερίσει, να αλωνίσει και να επιστρέψει αργά το βράδυ στο σπίτι του.
Έτσι ακριβώς μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο ο Χαράλαμπος Αναγνωστάκης στο χωριό Όρος «νότια του Βρύσινα» τον περίμενε το βουργιαλάκι, που είχε υφάνει στον αργαλειό της η μάνα του Άννα και ακολουθούσε τον πατέρα του Παντελή, να πηγαίνουν να βοσκίζουν τα πρόβατά τους στα Οριθιανά Όρη.
Το μεσημέρι μαζί κοντά στο κοπάδι τους ανοίγανε το βουργιάλι να φάνε αυτό που είχε μέσα. Συνήθως ψωμί, τυρί, ελιές και το νερό στο παγούρι. Είχανε περισσότερο ενδιαφέρον όταν γεννούσανε τα πρόβατα και στο άρμεγμά τους στη μάνδρα.
Οι κάτοικοι του χωριού Όρους διατηρούσανε αυστηρά όλες τις κρητικές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα με κορυφή τη φιλοξενία και στον παραδοσιακό εορτασμό της Αγίας Μαρίνας.
Συνήθως κάθε χρόνο πριν τα Χριστούγεννα η οικογένεια του Παντελή σάκαζε όσα αρνιά ήθελε να κρατήσει, για να αντικαταστήσει τις μεγάλες προβατίνες και κριούς και τα υπόλοιπα πουλούσε στον χασάπη. Το πρώτο άρμεγμα το γάλα το τυροκομούσε για να έχουν τυρί και ανθότυρο στο σπίτι και μετά το στέλνανε στο γαλατά. Την άλλη μέρα η μάνα τους έβαλε μαζί στο βουργιάλι φρέσκο ανθότυρο, ελιές, ψωμί και το νερό τους.
Φεύγοντας ο Χαραλάμπης έβαλε μέσα στο βουργιάλι των και το λυράκι, που μάθαινε να παίζει κρητικούς σκοπούς. Εκείνη την ημέρα είχε λιακάδα και τα πρόβατα βόσκανε με όρεξη. Τότε ο Μπάμπης πήγε στην κορυφή ενός μικρού λόφου και κάθισε στον κορμό μιας τραμυθιάς. Έβγαλε από το βουργιάλι τη λύρα για να παίξει ένα κομμάτι ρεθεμνιώτικου συρτού. Βλέπει τις χορδές να έχουν ανθότυρο. Είχε λύσει το πανί και πήγε στις χορδές. Έκοψε φύλλα από αγκαράθους, τις σκούπισε και άρχισε να παίζει. Στα οριθιανά όρη πηγαίνανε τα πρόβατά τους να βοσκήσουν και οι βοσκοί από το χωριό Γουλεδιανά.
Ο Βιδιαδάκης Γιάννης (Βιδιαδογιάννης) είχε πολλά πρόβατα και είχε ανάγκη να πάρει ένα βοσκό να τον βοηθά στο κοπάδι του. Έτσι πήρε από το χωριό Αλφά τον Κώστα Μουντάκη, που είχε μόλις τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο. Η συμφωνία ήτανε με τους γονείς του να του παρέχει τη διατροφή, την ενδυμασία του και ανάλογο αριθμό αρνιών το χρόνο. Όμως είχε και αυτός μεράκι να μάθει να παίζει λύρα.
Στα όρη σμίξανε με τον Χαραλάμπη, γίνανε πρώτα φίλοι και μετά σχεδόν κάθε μέρα στις συναντήσεις τους προσπαθούσανε να γίνουν καλύτεροι και γίνανε. Αυτό είχε συνέχεια μέχρι ο φίλος του Κωστή να γίνει 18 ετών και να φύγει στρατιώτης. Όταν πήρε την πρώτη άδεια για να επισκεφτεί την οικογένειά του που συνέχιζε να μένει στο χωριό Όρος, επιστρέφοντας πήρε μαζί και την λύρα του για να παίζει όταν δεν είχανε εκπαίδευση στους φίλους του Κρητικούς που είχε γνωρίσει στη μονάδα του. Πέρασε χαρούμενος χωρίς κανένα πρόβλημα σε όλη τη θητεία του και χωρίς να το καταλάβει γύρισε πολίτης στο Ρέθυμνο. Δεν προτίμησε το επάγγελμα του πατέρα του και πήρε την απόφαση να ανοίξει ζαχαροπλαστείο κοντά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Το διατήρησε για λίγα χρόνια και αφού παντρεύτηκε την Ισμήνη Θεοδωράκη πήρε άλλη απόφαση και άνοιξε ρακάδικο κοντά στην Αγία Βαρβάρα.
Όπως ήτανε μερακλής στη λύρα, έτσι ήτανε και στο μαγαζί του, που είχε μεγάλη διάκριση στην πόλη μας. Πάντα είχε τους μεζέδες που ανοίγανε την όρεξη των μερακλήδων επισκεπτών που προτιμούσανε το ρακάδικο του Χαραλάμπη όπως: οφτές πατάτες, σκορδουλάκους, ομανίτες, ανθότυρο, τουλουμοτύρι κ.λπ. όλα από το χωριό του.
Οι λυρατζήδες και οι λαουτιέρηδες περνούσανε συχνά να δούνε τον Χαραλάμπη και σιγά – σιγά παίζανε δυο τρεις κοντυλιές να ευχαριστούν τους παρευρισκόμενους και τους περαστικούς. Στα πανηγύρια και στους γάμους είχε συχνά συμμετοχή χάρις στην καταγωγή του και του καλού ονόματος που είχε βγάλει από την προσφορά σε αυτούς που τον ακούγανε.
Στο χωριό Καπεδιανά στις 6 Αυγούστου γιορτή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού γιορτάζανε το πανηγύρι τους με παραδοσιακούς νηστήσιμους μεζέδες: μπακαλιάρο, χοχλιούς, μπαρμπουνοφάσουλα, ιμάμ μπαϊντί κ.λπ. στην αυλή του καφενέ του Παναγιώτη Τσαχπίνη ή στο βελάνιδο του χωριού. Πάντα ο Χαράλαμπος με τη λύρα του και με ένα λαουτιέρη της παρέας του ανάβανε τα αίματα των μερακλήδων χωριανών και προσκυνητών για αρκετές ημέρες.
Συγχρόνως με το επάγγελμά του απέκτησε τρεις γιους: τον Παντελή, τον Μανόλη και τον Λυκούργο μεγαλώσανε με αρχές με ήθη και έθιμα των γονέων και των παππούδων τους όπου είναι σήμερα πρωτοπόροι στα επαγγέλματά τους και στην κοινωνία της πόλης μας.
Τα παλιά χρόνια υπήρχε συνήθεια να δίνουν σε ορισμένους παρατσούκλια ανάλογα με την συμπεριφορά τους καλή ή κακή. Τον Χαραλάμπη τον ονομάσανε Χαραλαμπά. Τα αίτια αυτού του ονόματος δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν ότι προέρχεται από την πλούσια εγκάρδια συμπεριφορά του, να είναι αρκετά κουβαρντάς, να μιλά προς όλους με παραδοσιακούς χαρακτηρισμούς, να είναι μπεσαλής στα λεγόμενά του, να εκφράζεται με πατριωτικά και ψυχικά συναισθήματα, με την προσφορά της εγκάρδιας μελωδίας του δοξαριού του και πάντοτε με το πρώτο κέρασμα να είναι δικό του.
Πράγματι, ο Χαράλαμπος Αναγνωστάκης από το χωριό Όρος το έδειξε ότι είναι ανάθρεμμα του Βρύσινα και Οριθιανό κοπέλι και ήτανε πάντοτε υπερήφανος για την καταγωγή του, που άφησε αναμνήσεις για να μην ξεχαστούν ποτέ από το χωριό του και από την κοινωνία που έζησε αυτός και η οικογένειά του.
Πάντα όταν έβλεπε τα παιδιά αυτών που έχουν φύγει από την ζωή και μεγαλώσανε στην περιοχή του Βρύσινα τους έλεγε με πόνο τη μαντινάδα: όφου παντέρμε Βρύσινα, και που είναι οι παλιοί σου, που ημεροξημερονώτανε, επάνω στην κορφή σου.
Σήμερα η επικοινωνία μας μαζί του με το παρόν κείμενο αποτελεί μνημόσυνο για την ψυχή του Χαραλαμπά. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του να είναι πάντοτε καλά να τον θυμούνται και:
Αναστενά ο Βρύσινας
που έφυγες μακριά του
μακάρι να ήτανε εύκολο
να γύριζες κοντά του.
Της λύρας σου οι κοντυλιές
ακόμα αντιλαλούνε
και τα οζά όταν βόσκουνε
ξεσπούνε απού τις ακούνε.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός