Τρόπους για να ανακάμψουν στην αγορά εργασίας αναζητούν χιλιάδες Κρητικοί, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον «εφιάλτη» της ανεργίας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, αρκετοί εξ αυτών με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, ψάχνουν λύσεις για να βγουν από το αδιέξοδο, ωστόσο, αν εξαιρεθεί η καλοκαιρινή περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας «ανοίγουν» εποχικές θέσεις απασχόλησης, τα περιθώρια έχουν στενέψει. Ο ιδιωτικός τομέας «ασφυκτιά» και σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν κάθε τόσο στη δημοσιότητα ο Ο.Α.Ε.Δ. και η ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι άνεργοι στην Κρήτη υπερβαίνουν τους 30.000.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το Β’ τρίμηνο του 2014, το ποσοστό της ανεργίας στην Κρήτη ανήλθε σε 22,8%. Το ποσοστό είναι ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2013, ωστόσο το γεγονός αυτό σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί για να περιορίσει τις διαστάσεις που έχει λάβει η ανεργία και στο νησί μας.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο Ρέθυμνο, καθώς παρότι η τουριστική δραστηριότητα συνέβαλε στην ενίσχυση της απασχόλησης, αφού από τους περίπου τέσσερις χιλιάδες εποχικούς εργαζόμενους, που δραστηριοποιούνται σε επιχειρήσεις που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό, το μεγαλύτερο ποσοστό απορροφήθηκε σε θέσεις εργασίας τοπικών επιχειρήσεων, μετά το τέλος της σεζόν το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων θα «επιστρέψει» στη μακρά λίστα της ανεργίας.
Σε επίπεδο χώρας, στο 26,6% υποχώρησε το ποσοστό της ανεργίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2014, από 27,8% που ήταν το προηγούμενο τρίμηνο και 27,3% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2013.
Από τα στοιχεία προκύπτει πως το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (30,4%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (23,5%). Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (52,0%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 57,5%.
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανέρχεται στο 22,8% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 74,4%.
Αναλυτικότερα:
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Εκτός αγοράς εργασίας μεγάλο ποσοστό Κρητικών
Σε υψηλά επίπεδα διατηρείται η ανεργία στη χώρα μας, αν και στο δεύτερο τρίμηνο του 2014, το ποσοστό υποχώρησε στο 26,6% από 27,8% που ήταν το προηγούμενο τρίμηνο και 27,3% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2013.
Σε επίπεδο Περιφέρειας, η Κρήτη συγκεντρώνει ποσοστό 22,8% (έναντι 24,1% το Β’ τρίμηνο του 2013). Το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Ελλάδα με 29,9% και στην Κεντρική Μακεδονία με 29,4%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στο Νότιο Αιγαίο με 17,9% και στις Ιόνιες Νήσους με 21,1%.
Από τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) προκύπτει πως ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 4,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 3,6% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2013 και διαμορφώθηκε σε 1.280.101 άτομα.
Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 0,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2014, με τον αριθμό των απασχολούμενων να ανέρχεται σε 3.539.085 άτομα.
Από τα στοιχεία προκύπτει επίσης πως το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (30,4%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (23,5%). Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (52,0%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 57,5%.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους έχουν πάει μερικές τάξεις Δημοτικού (43,3%), ενώ ακολουθούν τα άτομα που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (34,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (13,4%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (19,0%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 21,4% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 72,7% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 5,9% είτε αναζητά μερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (4,6%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του Β’ τριμήνου του 2014, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή:
α) Δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (27,9%).
β) Δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (24,5%).
γ) Δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (21,1%).
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανέρχεται στο 22,8% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 74,4%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (33% έναντι 26,0%). Επίσης, το 73,6% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 50,5%.
Χαρακτηριστικά της απασχόλησης
Κατά το Β ́ τρίμηνο του 2014, βρήκαν απασχόληση 171.345 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 50.114 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης.
Αντίθετα, 138.438 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 76.753 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά.
Επιπλέον, 108.853 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Εξετάζοντας την εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων, ανά τομέα της οικονομίας, παρατηρείται ότι στον πρωτογενή τομέα καταγράφεται μείωση 1,1% στον αριθμό των απασχολούμενων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο.
Στον δευτερογενή παρατηρείται μείωση 3,7% στον αριθμό των απασχολούμενων και στον τριτογενή αύξηση 1,2%.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,4% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 65,7% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 5,8% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4,6% γιατί εκπαιδεύεται, το 2,5% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 17,7% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 64,6%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,4% του συνόλου των απασχολουμένων.