Η πρώτη φορά που άκουσα για το Χρήστο Δρυμάκη από τον Πλακιά , το μεγάλο αντιστασιακό, ήταν από το δάσκαλό μου στη δημοσιογραφία Μανόλη Καλαϊτζάκη. Είχε κάνει μια σχετική αναφορά σε ένα από τα διαχρονικής αξίας άρθρα του, στη μόνιμη καθημερινή του στήλη κι όπως το συνήθιζε, ήμουν η πρώτη που το άκουσα για να πω τη γνώμη μου. Μα τι να του έλεγα;
Τόλμημα μεγάλο για την εποχή μια τέτοια επιλογή, γιατί αναφέρομαι στον Αύγουστο του 1972. Εποχή που όλα τάσκιαζε η φοβέρα της Απριλιανής χούντας Ο αξέχαστος δημοσιογράφος, όμως ,με την ανεκτίμητη πένα, φύση αντιστασιακή και ο ίδιος, είχε γοητευθεί από τον ηλικιωμένο τότε αγωνιστή, που συνάντησε εντελώς τυχαία σε μια εκδρομή του στον Πλακιά. Και σκιαγραφούσε περίτεχνα την προσωπικότητα του αγωνιστή στο δημοσίευμά του αυτό, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
Μια όψιμη ανακάλυψη
«Θα ήταν παράλειψη αν δεν σας έλεγα για την «ανακάλυψη» πού έκανα την περασμένη Κυριακή στον Πλακιά με την ανεύρεση, στο παράμερο κεντράκι του, ενός ωραίου γραφικού και πανέξυπνου τύπου Κρητικού πού ακούει στο όνομα Χρήστος Δρυμής. Μπαγιάτικη βέβαια είναι η ανακάλυψή μου, γιατί ο Χρήστος Δρυμής είναι ήδη πολύ γνωστός, πολύ πιο πέρα κι από τα όρια της περιοχής του, κι απαθανατισμένος με μια μικρή προτομή φιλοτεχνημένη από κάποιο τουρίστα… Ας πούμε όμως πώς δεν τον ξέρετε και σας τον παρουσιάζω εγώ για πρώτη φορά… σε πολύ ελάχιστες γραμμές. Όπως και στην προτομή του, έτσι και στην πραγματικότητα ο Χρήστος περιφέρεται στα λίγα τραπέζια του μαγαζιού του μ’ ένα μπουκάλι κι ένα ποτήρι, κερνώντας τζάμπα κρασί και πίνοντας με τις παρέες των πελατών του. Το ότι το κρασί είναι τζάμπα στο μαγαζί του Χρήστου το μαθαίνει ο πελάτης από την αρχή διαβάζοντας τον «τιμοκατάλογο» που βρίσκεται πάνω από την είσοδο όπου ρητά και κατηγορηματικά το δηλώνει:
– Κρασί: τζάμπα.
– Μεζές;;;;
– Τσάι: στην κλινική…
Φαίνεται δε, πως τον μεζέ ο Χρήστος τον θέτει με ερωτηματικό, όχι μόνο γιατί δεν είναι απαραίτητος για μια κρασοκατάνυξη, αλλά και γιατί ο θαλασσινός δεν είναι πάντοτε σίγουρος στην νοτική παραλία της Κρήτης, με τους συχνούς ανέμους. Περά όμως από τις πολλές πρωτοτυπίες του κέντρου του, με την βαλσαμωμένη φώκια της κρητικής θάλασσας -που ο Χρήστος την έχει βαφτίσει «Πεθερά»- και τους νόστιμους μεζέδες του, ο θυμόσοφος αυτός του Πλακιά, χαρίζει στους επισκέπτες του μια ευχάριστη φιλοξενία και περιποίηση και μια σπιρτόζικη συζήτηση διανθισμένη με πιπεράτες κουβέντες. Όπου και να πετάξει δε ο συνομιλητής τον Χρήστο, αυτός δεν το βάζει κάτω και λέει την γνώμη του καθαρά και ξάστερα «χωρίς φόβο και πάθος» αν κι αυτό βέβαια του έχει κοστίσει μέχρι σήμερα όχι και φθηνά… Μα ο Χρήστος, ανθρώπου, όπως φαίνεται, δεν κρατεί κακία και σέβεται την γνώμη και τις αντιλήψεις των άλλων, άσχετα πώς έχει κι αυτός τις δικές του και τις διακηρύσσει… Οι διακηρύξεις δε του Χρήστου γίνονται πάντοτε μεταξύ δυο «εις υγείαν» και με το αγνάντεμα του Λιβυκού Πελάγου από το οποίο, ως φαίνεται, έχει πάρει την αψάδα, το αλάτι της κουβέντας και το πλατύ φιλελεύθερο βλέμμα και πνεύμα. Αυτό δε το ίδιο Πέλαγος έχει και λέει για παρηγοριά του, όταν απελπίζεται. Πολλές φορές ο Χρήστος φαίνεται να ξεχνά και να μπερδεύει τα πρόσωπα, μα οποίος προσέξει γρήγορα καταλαβαίνει πώς προσπαθεί να ξεχνά τα πολλά κακά, πού έχει συναντήσει στην ζωή του και θυμάται μόνο τα καλά και τα ευχάριστα. Για ν’ αντέξει. Έτσι στο μικρό μαγαζί του Χρήστου, τα πάντα γίνονται ευχάριστα κι ωραία, ενώ τα πιο κακά και δυσάρεστα φιλτράρονται από την εύθυμη χιουμοριστική διάθεση και παίρνουν όψη φαιδρή, προσωρινή κι αστεία. Όταν δε απλωθεί η νύκτα στο τουριστικό πια Πλακιά, όλο το οινόπνευμα που έχει καταναλωθεί από τις παρέες του μαγαζιού του Χρήστου – γίνεται σκέτο πνεύμα που φιλοσοφεί ολόκληρο τον κόσμο και την ζωή, δοξάζοντας την σοφία ενός λαού, στην απλή και καθαρή σκέψη του οποίου τίποτε δεν είναι κακό τίποτε δεν είναι παράξενο, ανεξήγητο και σοβαρό. Αρχιερέας δε πάντοτε σ’ αυτή την παράξενη μυσταγωγία ο Χρήστος, πού όλο και υψώνει το ποτήρι του για να ευχηθεί:
– Καλή Ανάσταση….»
– Καλή Ανάσταση….»
Ένας αγέρωχος αγωνιστής
Διάβασα, θαύμασα τον αγέρωχο αγωνιστή για το απαράμιλλο θάρρος του να εύχεται «Καλή Ανάσταση» αυγουστιάτικα στέλνοντας μήνυμα ελπίδας κι έπειτα τον… ξέχασα.
Μου τον θύμισαν μερικά χρόνια αργότερα ο Μανόλης Παντινάκης και ο Αντώνης Σανουδάκης στο βιβλίο τους «Πόθος Λευτεριάς» Εκεί ο Χρήστος Δρυμής μιλούσε για την αντιστασιακή του δράση καταθέτοντας τις αναμνήσεις του. Ήταν αρχές του 1980. Μεγάλο ευτύχημα να τον καταγράψουν οι δυο επιφανείς ερευνητές. Σημαντικά τα στοιχεία που μας κληροδότησε από την τοπική μας ιστορία. Αξίζει να βρείτε το βιβλίο αυτό και να διαβάσετε με κάθε λεπτομέρεια τις περιπέτειες του Δριμή, που ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να καταγράψουμε λεπτομερώς:
Τι άνθρωπος αλήθεια Λεβέντης απροσκύνητος.
Ήταν πάντα το «κόκκινο πανί» για τους «εθνικόφρονες». Μια ζωή ταγμένος σε κοινωνικούς αγώνες. Αδιαφορώντας για τις διώξεις και τα βάσανα που πέρασε στα ωραιότερα χρόνια της ζωής του.
«Ό,τι έκανα το ‘κανα για τη λευτεριά» δήλωνε ο ίδιος με περηφάνια «Δεν μετανιώνω. Το ‘χω σε τιμή μου. Γιατί το αίμα να μην το λυπάσαι, είναι αναγκαίο κακό ,άμα ξέρεις γιατί το δίνεις είναι χαλάλι…».
Από τους πρώτους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
Ο Χρήστος Δρυμάκης, που είχε οργανωθεί από τους πρώτους στο ΕΑΜ -ΕΛΑΣ, αρχίζει ν’ ανεβαίνει στο Γολγοθά του από το 1941. Βρέθηκε αιχμάλωτος, έγκλειστος στο στρατόπεδο Πυροβολικού της Ξάνθης, από όπου και κατάφερε να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία του και να ξεκινήσει με τα πόδια για την Αθήνα. Αυτό ήταν και το πρώτο κεφάλαιο στο συναξάρι της ταραχώδους ζωής του.
Το Μάρτη του ’42 στην Κρήτη πια, αρχίζει ενεργά τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Στην αφήγησή του αναφέρει κάθε λεπτομέρεια, για τις πρώτες του εκείνες επαφές με τις αντάρτικες ομάδες. Παραμένει ένας σεμνός αγωνιστής, που δείχνει ανυπόκριτο θαυμασμό για κάθε καθοδηγητή, απόστολο της ελευθερίας. Πληρώνει όμως ακριβά τη συμμετοχή του στον αγώνα και μάλιστα με ελάχιστα διαλείμματα ελευθερίας.
Η πρώτη του αποστολή φαίνεται πως προδόθηκε στους Γερμανούς. Για καλή του τύχη τον προειδοποίησε, ευτυχώς, ένας έντιμος ενωμοτάρχης ο Τρανταλλίδης κι έτσι απέφυγε τη σύλληψη. Κατέφυγε στην ανταρτομάνα Κοξαρέ στην ομάδα του Σπιθούλιου, όπου γνωρίστηκε και με τους άλλους γνωστούς μεγάλους αγωνιστές όπως ο Γιάννης Μαθιουδάκης, ο Στέλιος και ο Πέτρος Δουλγεράκης κ.ά. Έζησε τις στερήσεις και τις αγωνίες της αντάρτικης ζωής. Πέρασε και Πάσχα τρώγοντας φακή χωρίς λάδι. Δεν το ανέφερε σαν κάτι σπουδαίο, απλά για να καταλάβουν οι νεότεροι πόσο βασανίστηκαν κάποιοι νέοι για να χαρίσουν τη λευτεριά στις επερχόμενες γενιές. Ο ίδιος δεν είχε ανάμειξη στις μεγάλες αποστολές που αναλάμβαναν κυρίως οι άνδρες του Μπαντουβά και του Πετρακογιώργη. Στη μάχη των Ποταμών όμως, συμμετέχει ενεργά ως χειριστής του ενός από τα πολυβόλα και διακρίνεται. Αναφέρεται γι’ αυτό και από το Χαρίδημο Δραμιτινό και από το Μάρκο Πολιουδάκη στο βιβλίο του για την Εθνική Αντίσταση.
Συμμετείχε και στο επεισόδιο που έγινε στις Μαργαρίτες, όπου τέσσερις αντάρτες τα έβαλαν με τρεις Γερμανούς, που μετέφεραν έγγραφα στο Ηράκλειο και με τη ευκαιρία θα συναντούσαν και κάποιες κοπέλες, με τις οποίες είχαν συνάψει σχέση. Οι αντάρτες σκότωσαν τους Γερμανούς και τιμώρησαν τις κοπέλες με κούρεμα, όπως συνηθιζόταν. Μεγάλο τους λάφυρο και απώτατος στόχος -κατά τον Δρυμή- ήταν οι σαμπρέλες από το αυτοκίνητο, με τις οποίες θα έκαναν πολύτιμες σόλες. Οι Γερμανοί δεν άφησαν βέβαια το επεισόδιο αυτό να περάσει χωρίς συνέπειες.
Μεγάλη πληγή οι δοσίλογοι
Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Δρυμής, στις αναμνήσεις του αυτές μεγαλύτερη ζημιά από τους Γερμανούς έκαναν στον αγώνα οι ντόπιοι δοσίλογοι και προδότες, τους οποίους φυσικά γνώριζε έναν προς έναν. Και με θλίψη ψυχής τους έβλεπε αργότερα να διαπρέπουν σε επίζηλες θέσεις. Για το λόγο αυτό και ο Χρήστος μισούσε τα αξιώματα. Επειδή ακριβώς ήταν υπέρμαχος της πραγματικής αξιοκρατίας.
Κάποιοι βέβαια από τους προδότες, πλήρωσαν για την προδοσία τους. Ο Δρυμής μάλιστα είχε ζήσει και την εκτέλεση ενός ανιψιού του μεγάλου προδότη Αλεξομανόλη, που ακολουθούσε τα βήματα του θείου του καταδίδοντας στον εχθρό πατριώτες. Είχε συμβάλει μεταξύ άλλων και στην κακοποίηση του Μαρνιέρου, που έκανε κάποτε ξενοδοχείο, από τον εχθρό για την πατριωτική του δράση. Για το βεβαρυμμένο με προδοσίες αυτό παρελθόν, πλήρωσε με τη ζωή του το τίμημα κάθε προδοσίας του.
Έζησε στο πετσί του και τα «Γεναριάτικα»
Το Γενάρη του ’45 ο Χρήστος ο Δρυμής έζησε τη φρίκη της μέρας που βρήκαν τόσο άδικα φρικτό θάνατο αγωνιστές από αδελφικό χέρι. Ο ίδιος συνελήφθη και βρέθηκε στη φυλακή μαζί με το γιατρό το Χριστοφοράκη , το Μανόλη Νεσφυγιέ και άλλους.
Ελευθερώθηκε μόλις υπογράφτηκε η συνθήκη της Βάρκιζας. Θα μπορούσε να συνεχίσει πια μια ήρεμη ζωή μαζί με τους άλλους, που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν από τη λαίλαπα του πολέμου. Ο πατριωτισμός του όμως δεν το επέτρεψε. Θα υπηρετούσε την πατρίδα του κι ας μπορούσε να το αποφύγει.
Από εξορία σε εξορία
Στη Θεσσαλονίκη ήταν το 1947 όταν συνελήφθη για τα φρονήματά του και βρέθηκε εξόριστος στον Αη Στράτη. Από εκεί ελευθερώθηκε τρεις μήνες μετά με διάταγμα του Σοφούλη. Δεν κράτησε όμως για πολύ η ελευθερία του. Από τυχαία γεγονότα, που ο ίδιος εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια στον Παντινάκη και στο Σανουδάκη, συλλαμβάνεται ξανά, κι επειδή αρνείται κατηγορηματικά να υπογράψει δήλωση, βρίσκεται στη Λήμνο αυτή τη φορά εξόριστος .Εκεί έμεινε περίπου ένα χρόνο.
Αργότερα και πάλι η άρνησή του να υπογράψει τον οδήγησε στις φυλακές Μυτιλήνης.
Μόλις καταλάγιασαν τα πολιτικά πάθη, μπόρεσε κι ο Χρήστος να ζήσει μια φυσιολογική ζωή με πυξίδα πάντα την εντιμότητα και την αγωνιστική συνέπεια.
Στον καιρό της χούντας
Κόντευε να ξεχάσει τα πάθη του από κατοχή και εμφύλιο, όταν ήρθε η χούντα των Απριλιανών. Ο Χρήστος Δρυμής που είχε αψηφήσει Γερμανούς, δεν θα υπέκυπτε σε μερικούς υπερφίαλους αξιωματικούς. Μια κουβέντα όχι και τόσο κομψή για τον Παττακό, τον έστειλε σαράντα μέρες φυλακή. Αυτός αντί να «βάλει νερό στο κρασί του» συνέχισε να στέλνει τον δικτάτορα στο πυρ το εξώτερο -κάπως αλλιώς το εξέφραζε- μαζί με τους απεσταλμένους του ένστολους, στους οποίους και πετούσε κατάμουτρα την περιφρόνησή του. Κάθε τέτοια ελεύθερη έκφραση του στοίχιζε και φυλακή. Μα εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τη μορφή αυτή αντίστασης, χωρίς να τον επηρεάζουν οι διώξεις και οι ταλαιπωρίες.
«Δεν είμαι κομμουνιστής…»
Πέρασε πολλά βάσανα ο Δρυμής, χωρίς ποτέ όμως να υποστείλει την αγωνιστική του διάθεση. Κι όποτε του πετούσαν σαν βρισιά το χαρακτηρισμό «κομμουνιστής» αυτός με την παρρησία που τον διέκρινε απαντούσε:
«Δεν είμαι κομμουνιστής. Μόνο υποστηρίζω. Για να γίνεις κομμουνιστής πρέπει να ‘σαι άνθρωπος πρώτα».
Ο Χρήστος Δρυμής έζησε με αξιοπρέπεια και διακρινόταν για τη λεβεντιά του και την αρχοντοσύνη του. Απλόχερα πρόσφερε τη φιλοξενία του και σύστηνε να γεύεται καθένας τη ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα, αλλά μένοντας άνθρωπος. Οι πάντες τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν. Το είχαν καμάρι να ζει ανάμεσά τους ένας τόσο ακέραιος άνθρωπος.
Κι όταν τον ρωτούσαν αν είναι ευχαριστημένος από τη δική του ζωή εκείνος απαντούσε με το γνωστό του ύφος:
«Όπου κι αν πάω, όπου κι αν κάτσω δεν ντρέπομαι .Έκαμα το καθήκον μου Η συνείδησή μου με πλερώνει …».