Από τις εμβληματικές μορφές των Περιβολίων ο μπαρμπα-Χρίστος ο Τσακμάκας. Με ένα ύφος πάντα πρόσχαρο, με το καλαμπούρι στην άκρη των χειλιών κι ένα βήμα γρήγορο, κραδαίνοντας την μπαστούνα του, που διέψευδε τη βιολογική του ηλικία.
Όταν δεν υπήρχαν πολλά τηλέφωνα στο Ρέθυμνο και οι υποχρεώσεις μου στην ΕΡΤ με ξεσήκωναν από το ξημέρωμα, η πόρτα του κ. Χρίστου ήταν πάντα ανοιχτή και το τηλέφωνό του στη διάθεσή μου, για να δώσω τις ανταποκρίσεις μου στην Αθήνα.
Από τη μεριά της και η γυναίκα του, η κ. Άννα, με το πιο ζεστό χαμόγελο που συνάντησα στη ζωή μου και με μια μητρική έγνοια για τον καθένα, έκανε τα πάντα γα να με διευκολύνει.
Η στενή του σχέση με τον πεθερό μου, Δημήτρη Λαδιά, ήταν αφορμή ν’ ακούσω τις πιο διασκεδαστικές ιστορίες, από τα κοινά γλέντια τους, που ήταν ξακουστά και ανεπανάληπτα.
Πως τα θυμήθηκα όλα αυτά; Έμαθα πρόσφατα κι εντελώς τυχαία γιατί, ως γνωστόν δεν με διακρίνει και ιδιαίτερο φίλαθλο πνεύμα, ότι δίνονται διάφορα ονόματα σε γήπεδα. Και περίμενα ν’ ακούσω το όνομα του μπαρμπα-Χρίστου. Η σιωπή όμως που διακρίνω με τρομάζει και σπεύδω να προλάβω μια μεγάλη αδικία.
Γιατί ο τόπος οφείλει στο Χρίστο Τσακμάκα και πέρα από τις υπηρεσίες του στον αθλητισμό.
Μικρασιάτικες οι ρίζες του σπουδαίου αυτού ανθρώπου. Γεννήθηκε στην Πέργαμο το 1911. Το τσουνάμι της προσφυγιάς τον έφερε στο Ρέθυμνο με τη μητέρα του Αριάδνη. Πίσω έμειναν ο πατέρας και δυο αδέρφια. Μετέπειτα πληροφορίες θέλουν τον έναν αδελφό τον Κώστα, να έχει έρθει κι αυτός στην Ελλάδα, αλλά να βρίσκει ηρωικό θάνατο στο μέτωπο του 1940, και τον Πέτρο να εμφανίζεται μετά από πολλά χρόνια και να τελειώσει τη ζωή του στο χωριό Βολιώνες.
Μια ακόμα περίπτωση από την οδύσσεια τόσων προσφύγων που ζούσαν σκόρπια, καθώς οι οικογένειες είχαν διαλυθεί με τον ξεριζωμό.
Στο Χρίστο και στη μητέρα του δόθηκε κλήρος στο χωριό Βολιώνες. Τίμιο κι άξιο παλικάρι αυγάτιζε με σκληρή δουλειά το βιος του. Αυτές οι αρετές τον έκαναν αξιοπρόσεκτο γαμπρό.
Μια σεμνή κι όμορφη κοπελιά η Άννα Χριστουλάκη τον κέρδισε τελικά και δημιούργησαν μια υπέροχη οικογένεια. Οι δυσκολίες και τα βάσανα δεν έλειψαν γιατί ήταν οι εποχές δύσκολες. Ήταν όμως η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός που τους ένωνε.
Στο μεταξύ άρχισε η οικογένεια να μεγαλώνει με χαριτωμένα παιδιά. Από την Ευαγγελία τους μόνο και τον Ιάκωβο ήπιαν το πικρό ποτήρι της απώλειας. Το κοριτσάκι πέθανε στους 9 μήνες της ζωής του και ο Ιάκωβος στα 8 του χρόνια. Ήταν όμως μεγάλη παρηγοριά για τους χαροκαμένους γονείς, τα άλλα παιδιά που ακολούθησαν. Ο Νίκος, ο Στέλιος, ο Κώστας, ο Αχιλλέας, και ο Στέφανος.
Πολλά παιδιά, μεγάλες ευθύνες και ο Χρίστος δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα. Από την άλλη πάλι, έπρεπε να τους δείξει το δρόμο της βιοπάλης για να μάθουν από νωρίς πως μόνο το τίμιο ψωμί σε χορταίνει.
Δημοκράτης μέχρι το μεδούλι
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς του ανέβηκε αρκετές φορές σε Γολγοθά, για να μην προδώσει τα ιδανικά του. Δημοκράτης μέχρι το μεδούλι και Βενιζελικός φυσικά, γνώρισε τις πρώτες ταλαιπωρίες, από το κίνημα του 35. Εκείνος όμως έμενε πάντα σταθερός στις ιδέες του. Οι φωτογραφίες του Εθνάρχη και του Πλαστήρα δεν έλειπαν από το σπίτι του.
Ενδεικτικό της ενεργού συμμετοχής του στο Κίνημα Βενιζέλου, είναι ότι σε μια στιγμή που βρέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος σε μια σύγκρουση με αντιβενιζελικούς, τραυματίστηκε τόσο σοβαρά, ώστε να μείνει έξι μήνες στη «νεκροκάμαρη» όπως λεγόταν τότε η Εντατική. Από θαύμα σώθηκε τελικά. Αυτή την πίστη του στα ιδεώδη του δεν την πρόδωσε ποτέ.
Και το πρώτο πράγμα που δίδαξε στα παιδιά του κι ευτυχώς οι διδαχές του έπιασαν βαθιές ρίζες, ήταν η αγάπη στη Δημοκρατία και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το 1940 βρέθηκε κι αυτός στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας να πολεμά τον ύπουλο εχθρό. Που να φανταζόταν ότι σε κάποιο άλλο σημείο έκανε το χρέος του κι ο αδελφός του που έπεσε ηρωικά μαχόμενος.
Τελειώνει ο πόλεμος και επιστρέφει στον τόπο του, μετά από απερίγραπτες περιπέτειες και ταλαιπωρία, όπως και όλοι οι άλλοι που αποτελούσαν τη Μεραρχία Κρητών. Να ήταν τρόπος να τους είχαν αλυσοδέσει για να μη φθάσουν ποτέ στο νησί. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει η οδύσσεια του καθενός μέχρι να βρει την Ιθάκη του.
Μια περιπέτεια της κατοχής
Στην Κατοχή ο Χρίστος ήταν ακόμα στις Βολιώνες. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του τον ακολουθούσε παντού και δεν δίσταζε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ανθρώπου με κάθε τίμημα.
Όπως συνήθιζαν οι κατακτητές, έπαιρναν, κατά συχνά διαστήματα, κόσμο για τις αγγαρείες στα έργα που έκαναν στο Τυμπάκι. Ο Χρίστος δεν έλειψε από κανένα προσκλητήριο αγγαρείας, από φόβο και μόνο μήπως ταλαιπωρηθεί άλλος στη θέση του.
Κάποια από όλες τις φορές όμως έφθασε στα όριά του. Μόλις είχε μπει στο σπίτι από εξοντωτική αγγαρεία ημερών και έρχεται ο κοινοτάρχης να τον καλέσει για καινούρια.
Ο Χρίστος, ήταν και ξεθεωμένος, οπότε με ήρεμο τρόπο του εξήγησε ότι μόλις είχε γυρίσει και το πιο δίκαιο θα ήταν να τον αφήσουν κάποιο διάστημα να αναλάβει δυνάμεις.
Ασυγκίνητος όμως ο κοινοτάρχης επέμενε να τους ακολουθήσει και τους υπενθύμιζε τις συνέπειες. Οπότε χάνει ο Χρίστος την υπομονή του και αρχίζει να χτυπά τον άλλο βγάζοντας κυριολεκτικά το άχτι του. Αυτό που λέγεται «θα σε πατήσω κάτι» επιβεβαίωνε την ενέργεια του Χρίστου από καθαρή αγανάκτηση και μόνο.
Όταν κουράστηκε να χτυπά, έβαλε φτερά στα πόδια κι έγινε άφαντος.
Οι Γερμανοί που δεν άφηναν να πέσει κάτω τέτοια αποκοτιά, αφού κουράστηκαν να τον ψάχνουν, πήγαν στο σπίτι και συνέλαβαν τη γυναίκα του, σαράντα ημερών λεχώνα και την έκλεισαν στις φυλακές της Φορτέτζας με το βρέφος της, προκειμένου να αναγκάσουν το Χρίστο να παραδοθεί.
Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν άθλιες, αλλά αυτό που ταλαιπωρούσε την άμοιρη γυναίκα ήταν ο αφόρητος πόνος από τα γεμάτα με γάλα στήθη, που άφθονο επαρκούσε να χορτάσει κι άλλα μωρά. Στην απελπισία της η Άννα παρακάλεσε το φύλακα να της βρει κι άλλα μωρά να τα θηλάζει. Ο φύλακας που ανήκε στην κατηγορία των αφανών πατριωτών αμέσως άρχισε να ειδοποιεί μανούλες, για το θεόσταλτο αυτό δώρο. Και η τρυφερή αγκαλιά της Άννας Τσακμάκα δέχτηκε δεκάδες πεινασμένα μωρουδάκια που με λαχτάρα αναζητούσαν την πηγή της δικής τους επιβίωσης.
Πόσες μικρομάνες δεν εύχονταν μέχρι τα γεράματά τους τα καλύτερα για την υπέροχη αυτή γενναία γυναίκα, που σε τόσο δίσεκτους καιρούς, κατάφερε να χορτάσει μητρικό γάλα αμέτρητα μωρά.
Η κράτησή της όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Και ο μικρός της αδελφός πήρε πρωτοβουλία, αφού κατά περίεργη συγκυρία ήταν βαφτισιμιός ενός γνωστού για τη συνεργασία του με τους ναζί Ρεθεμνιώτη. Ποιος μπορεί να ξέρει άραγε που οδηγεί η ζωή ανθρώπους που θεωρούσες ακέραιους;
Πέρασε μεγάλη δοκιμασία ο μικρός μέχρι να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Γιατί και μόνο ότι ο νονός του είχε καταντήσει συνεργάτης των Γερμανών τον πλήγωνε. Η σκέψη όμως της αδελφής του και η αγάπη του γι’ αυτή ξεπέρασαν τους δισταγμούς του. Επισκέφθηκε το νονό του, ο οποίος μόλις άκουσε το αίτημα του νεαρού ζήτησε πρώτα να παραδοθεί ο Χρίστος και μετά να διαμεσολαβήσει. Η διαπραγμάτευση όμως συνεχίστηκε με θάρρος από την πλευρά του αδερφού. Θα πήγαινε ο Χρίστος να παραδοθεί αρκεί να μην είχε τραγικό αποτέλεσμα η ενέργειά του αυτή.
Τελικά δέχτηκε ο δοσίλογος και τα πράγματα ακολούθησαν την διαδικασία που είχε συμφωνηθεί.
Πολλές φορές ζητούσαν τα παιδιά του να τους μιλήσει ο Χρίστος για τα άλλα του ανδραγαθήματα στην Αντίσταση. Εκείνος όμως μέχρι τα βαθειά του γεράματα δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι όλα για την πατρίδα του τα έκανε. Ποιος ο λόγος λοιπόν να υπερηφανεύεται;
Στα χρόνια του εμφυλίου έτυχε μια μέρα ο Χρίστος να επιστρέψει στο σπίτι με το πρόσωπα παραμορφωμένο από τα χτυπήματα. Δεν είπε λέξη. Στηριζόταν μόνο στο περβάζι της πόρτας μέχρι να αποφασίσει για το επόμενο βήμα του. Δεν ξέρουμε την αφορμή του ανηλεούς ξυλοδαρμού, αλλά σίγουρα θα οφείλετο στην αμετανόητη στάση του, να λέει πάντα αυτό που σκεπτόταν, να μην υποκλίνεται σε ομάδες διαφορετικών αντιλήψεων για να επωφελείται και να υπερασπίζεται πάντα το δίκιο και το ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης.
Η εγκατάσταση στα Περιβόλια
Στα 1951 ο Χρίστος Τσακμάκας αποφασίζει να κατέβει στο Ρέθυμνο για να αναζητήσει καλύτερη τύχη για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Εγκαθίσταται στα Περιβόλια και ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Στο μεταξύ κανένα του παιδί δεν μαθαίνει στο εύκολο χρήμα. Με τις υγιείς παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής, τα αγόρια του μαθαίνουν να βγάζουν το ψωμί τους με αξιοπρέπεια. Αυτή η τριβή με τη σκληρή πραγματικότητα, στάθηκε σωτήρια για το μέλλον τους. Μαθημένα στη δουλειά, χωρίς επιλογές, και με μεγάλη αξιοπρέπεια και περηφάνια, εξελίχθηκαν σε μια από τις πιο δραστήριες επιχειρηματικά οικογένειες εργολάβων που έδωσαν ψωμί σε πολύ κόσμο και κυκλοφορούσαν πάντα στην αγορά με το μέτωπο ψηλά. Κι ο γέρος καμάρωνε.
Αναβίωση εθίμων
Στα Περιβόλια ο Χρίστος άφησε έντονο το αποτύπωμα μιας πολυσήμαντης δράσης.
Αυτός χτυπούσε το σήμαντρο στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Αυτός και ο τελάλης του τόπου, όταν δεν υπήρχαν μέσα ευρύτερης ενημέρωσης.
Αυτός έδινε και το χρώμα στις Απόκριες με τις περίφημες εμπνεύσεις του.
Πρώτα παρουσίασε το γαϊτανάκι με το περίφημο αλογάκι που χόρευε ασταμάτητα.
Μετά με τη βοήθεια ενός φίλου, που παρίστανε την αρκούδα, αναβίωνε το έθιμο του αρκουδιάρη. Και τέλος αναβίωσε το έθιμο της καμήλας, που τόσο εύστοχα τραγούδησε ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος.
Στην αρχή, λέει, έφερε μια αληθινή καμήλα, άγνωστο με ποιο τρόπο και μετά κατέφυγε στην πιστή αναβίωση του εθίμου, όπως περιγράφεται στο ποίημα, με τη λινάτσα και την κεφαλή.
Για το ρόλο του αυτό μας έχει μιλήσει στο ντοκιμαντέρ «Κομφετί μνήμης από Ρεθεμνιώτες Απόκριες», που είναι η ιστορία του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού, ο αξέχαστος Αλκιβιάδης Μαυράκης. Έτσι με αξιοπρέπεια και εξασφάλιζε κάτι περισσότερο για τις ανάγκες του σπιτιού αλλά κι έδινε χρώμα στις εκδηλώσεις του τόπου.
Μια ακόμα παράτολμη πράξη του, ήταν τότε που ήρθε η τριάδα των συνταγματαρχών να θεμελιώσει το Πανεπιστήμιο. Από κοντά κι ο Χρίστος συγκινημένος όπως και οι άλλοι που ένα μεγάλο όνειρο του Ρεθύμνου θα γινόταν πραγματικότητα.
Την ώρα της θεμελίωσης ο Χρίστος σπεύδει να βοηθήσει στην τοποθέτηση της θεμέλιας πλάκας, αλλά κάποια στιγμή τον είδαν να σηκώνει τα κεφάλι και να λέει στον Παττακό «Πανεπιστήμιο μας εφέρατε. Να δω πότε θα μας φέρετε και τη Δημοκρατία».
Ευτυχώς για το Χρίστο η παράτολμη αυτή φράση του σε μια τέτοια στιγμή δεν είχε συνέπειες.
Η ίδρυση του «Ταύρου»
Από μικρό παιδί ο Χρίστος Τσακμάκας λάτρευε το ποδόσφαιρο. Εκτός από ΑΕΚ ήταν κι ένας περήφανος Αρειανός. Εκεί τώρα στα όρια της τρίτης ηλικίας, αντί να καθίσει και να απολαμβάνει τους καρπούς μιας τόσο πολυτάραχης ζωής, αποφάσισε να ιδρύσει ποδοσφαιρική ομάδα. Έτσι έγινε ο «Ταύρος». Ακούραστος ο μπαρμπα-Χρίστος παρακολουθούσε την εξέλιξη της ομάδας και σαν να μην έφτανε αυτό είχε μεταβάλει το σπίτι του σε γραφεία της ομάδας που λύνονταν και όλα τα προβλήματα που προϋπόθεταν χρήματα.
Ατέλειωτες οι μπουγάδες της κυρίας Άννας για να πλυθούν οι στολές και οι κάλτσες των παικτών, ώστε να μη χρειαστούν χρήματα στο καθαριστήριο, αφού δεν υπήρχαν κιόλας.
Τα σκοινιά της μπουγάδας ήταν πάντα γεμάτα με φανέλες και παντελονάκια, με κάλτσες και ό,τι άλλο έπρεπε να έχει η ομάδα στην ώρα της για να πραγματοποιεί αξιοπρεπείς εμφανίσεις.
Αυτή η φλόγα του μπαρμπα-Χρίστου για την ομάδα, δεν άφηνε ανεπηρέαστους τους παίκτες. Κι έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους. Σύντομα όμως προέκυψε μέγα ζήτημα εξαιτίας της έλλειψης γηπέδων και γενικά αθλητικών υποδομών. Έπρεπε η ομαδούλα των Περιβολίων να περιμένει τη σειρά της για να προπονηθεί. Κι αυτό προϋπόθετε υπομονή αλλά γινόταν και αφορμή σπασίματος νεύρων.
Στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί έδωσε και πάλι λύση το «θηλυκό» μυαλό του μπαρμπα-Χρίστου που γεννούσε ιδέες.
Έψαξε και βρήκε την κατάλληλη παπούρα που μετέτρεψε σε γήπεδο. Πώς έγινε το θαύμα αυτό; Μόνο εκείνος ήξερε.
Γεγονός είναι ότι δεν υπήρξε φορτηγατζής που ικανοποιώντας τις παρακλήσεις του Χρίστου -ποιος μπορούσε να αρνηθεί κάτι στον άνθρωπο αυτό- να μην μεταφέρει μερικά φορτία χώμα. Έτσι εξασφάλιζε και τα γκρέιντερ και όσα μηχανήματα χρειάστηκαν για να γίνει η παπούρα γήπεδο, που αξιώθηκε να το δει κει με τάπητα.
Πολύτιμοι βοηθοί του ο Χαράλαμπος Πατραμάνης, ο Κωνσταντίνος Περάκης, ο Γιώργης Πρινάρης κ.α.
Έτσι έγινε το γήπεδο στα Μυσσίρια που επιβάλλεται οι αρμόδιοι να ονομάσουν «Γήπεδο ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΣΑΚΜΑΚΑ». Θεογνωσία θέλει άραγε;