Η εορτή των Χριστουγέννων
Της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗ*
Περισσότερο από κάθε άλλη γιορτή τα Χριστούγεννα επηρεάστηκαν από ξένα εορταστικά πρότυπα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες και εμπορικότερες εορτές του χρόνου. Τα παλαιότερα λαογραφικά ήθη και έθιμα προσαρμόστηκαν σ’ ένα καινούργιο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον με κύριο χαρακτηριστικό την εμπορευματοποίηση.
Πριν από το δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα, αν συγκρίνουμε τον εορτασμό των Χριστουγέννων τότε, με τον σημερινό, θα βρεθούμε μπροστά σε τεράστιες αλλαγές, που επηρεάζουν και τα ίδια τα λαϊκά μας έθιμα.
Ο στολισμός των σπιτιών και των καταστημάτων με ξένα εορταστικά σύμβολα (γκι και ου), τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα φανταχτερά στολίδια, ακόμη και τα τρόφιμα στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αντί του χοιρινού, γεμιστή γαλοπούλα, η μορφή του παχουλού γέροντα, με την κόκκινη κάπα, αποτυπώνουν ένα σύγχρονο εθιμικό περιβάλλον, που ουδεμία σχέση έχει με τον εορτασμό των Χριστουγέννων των αγροτικών χωριών.
Οι αγροτικές οικογένειες κατέφευγαν στη φύση, έφερναν στα σπίτια τους κλαδιά δέντρων για λόγους ουσιαστικούς και πρακτικούς: Τα πράσινα φύλλα συμβόλιζαν τη γονιμότητα και την αναγέννηση.
Για τη γυναίκα της υπαίθρου, η Παναγιά είναι κυρίως η μάνα, γεννά το παιδί της στο σπήλαιο, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, το μεγαλώνει με στερήσεις και συμπάσχει μαζί του, είναι μια μάνα σαν κι αυτές, ταυτίζονται μαζί της. Στην αγροτική Κρήτη οι τελετουργίες των Χριστουγέννων σκοπό είχαν να υποβοηθήσουν τη Θεία γέννηση και την απαλλαγή της ίδιας της Παναγιάς από τους πόνους της γέννας. Από τα Βυζαντινά χρόνια συνήθιζαν να μοιράζουν την επόμενη των Χριστουγέννων ένα θρεπτικό χυλό, από νερό, αλεύρι και μέλι το λουχουνόζουμο για χάρη της Παναγίας και χρειάστηκαν επίμονες προσπάθειες των πατέρων της εκκλησίας για να σταματήσει αυτό το έθιμο.
Μια ωραία περιγραφή μιας ξεχασμένης σήμερα Χριστουγεννιάτικης λαϊκής τελετουργίας, όπως γινόταν στα χωριά της Πεδιάδας, γραμμένη από την Ειρήνη Ταχάκη, μας εισάγει στη λογική της συναίρεσης του Θεϊκού με το ανθρώπινο:
«Το εσπερινό των Χριστουγέννων στα παλιά χρόνια συνήθιζαν να συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι τρεις γυναίκες με τ’ όνομα Μαρία. Διανυκτέρευαν κι έκαναν μετάνοιες μέχρι τη στιγμή που γεννιόταν ο Χριστός. Μερικές πρακτικές μαμές προμηθεύονταν από πριν, από τον Άγιο Τάφο, ένα χόρτο που τα φύλλα του, μετά την κοπή από το φυτό, ζάρωναν και γίνονταν σαν κουβάρι. Τα φύλλα αυτά κανείς δεν ήταν δυνατόν να τ’ ανοίξει δίχως να τα καταστρέψει και να τα κάνει σκόνη. Τα φύλασσαν λοιπόν προσεκτικά και τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα, ενώ γίνονταν οι παρακλήσεις, οι μαμές έπαιρναν το πολύτιμο χόρτο που το έλεγαν «χέρι της Παναγίας» κι έμοιαζε με κλειστό γυναικείο χέρι. Το έβαζαν στο νερό κι άρχιζαν τις παρακλήσεις. Με τους πρώτους πόνους και ωδίνες της Παναγίας, όπως πίστευαν, το κλεισμένο φύλλο-Χέρι άρχιζε σιγά-σιγά ν’ απλώνει, ώσπου άνοιγε εντελώς την ώρα της Γέννησης του Χριστού. Αυτό όπως πίστευαν οι απλοϊκές και πιστές εκείνες γυναίκες μπορούσαν να το πετύχουν μόνο με θερμές παρακλήσεις στο Σωτήρα που περίμεναν να γεννηθεί επικαλούμενες τη βοήθεια του Θεού.
Αυτό το φύλλο που με το άνοιγμα έπαιρνε το σχήμα της ανθρώπινης παλάμης χεριού, το στέγνωναν έτσι ανοιχτό σε δύο καθαρές άσπρες πετσέτες και το φύλαγαν πάλι για μια άλλη ώρα δύσκολου τοκετού. Όταν λοιπόν ειδοποιούσαν την πρακτική μαμή, ότι έπρεπε να πάει για να βοηθήσει κάποια επίτοκο, έπαιρνε τα ιερά της σύνεργα και ξεκινούσε, γεμάτη πίστη, με την ευχή: «Δέσποινα Μαρία, Συ που γέννησες το Σωτήρα του κόσμου, σα Μάνα, αλλά και μόνο με τη βοήθεια του Θεού, Συ βοήθησε και τη δούλη Σου που Σε επικαλείται για να φέρει στον κόσμο κι αυτή μια καινούργια ζήση…».
Έπαιρνε λοιπόν τη «ζώνη της Παναγίας» δηλαδή ένα κορδόνι λειτουργημένο στη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία, επίσης το ανοιγμένο «θαυματουργό χέρι» και την «Αποκάλυψη της Παρθένου». Πήγαινε μετά στο σπίτι της επιτόκου, της έδενε τη μέση με τη ζώνη και της έκανε εντριβή με το «κοκκινόλαδο», που ετοιμαζόταν πολύ καιρό πριν, ως εξής: Μέσα σ’ ένα μπουκάλι με λάδι έβαζαν σαράντα ειδών μυρωδικά και βότανα και μέσα σ’ αυτά και τα φύλλα της «κουτσουνάδας» το λάδι με όλα αυτά, γινόταν κατακόκκινο από τον ήλιο. Το άφηναν μετά ν’ «αστρονομιστεί», δηλαδή να διανυκτερεύσει κάτω απ’ τ’ άστρα σε μία από τις νύχτες του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και μετά το χρησιμοποιούσαν για εντριβές της επιτόκου, αλλά και για άλλες ιαματικές χρήσεις, που είχαν σχέση με την τεκνογονία… Παρόμοια έθιμα επικρατούσαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας», όπως τα περιγράφει στο βιβλίο του «Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», ο συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης.
Επειδή τα σχολεία είναι κλειστά και τα παιδιά έχουν χρόνο, αντιγράφω από το βιβλίο του συγγραφέα Νικολάου Ψιλάκη ένα παλιό παραμύθι από τη σελίδα 440 και το χαρίζω σ’ όλους τους μικρούς αναγνώστες της εφημερίδας.
Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού
Έκανε πολύ κρύο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Χριστός. Ο σπήλιος ήτανε παγωμένος και τα ζωντανά βαραναπνέανε για να ζεστάνουν με την αναπνιά τους το μωρό. Η Παναγία δεν εκάτεχε ήντα να κάμει. Ήτανε κουκουλωμένη δίπλα στη ματζαδούρα και σκεφτόταν πώς θα καταφέρει να ξημερωθεί και να μην ξεπαγιάσει το μωρό.
Απάνω στην ώρα ο Ιωσήφ σκέφτηκε ν’ ανάψει φωτιά και να σπάσει λίγο την παγωνιά. Μα πού ξύλα;
Βγαίνει όξω από το σπήλιο, κάνει μια βόλτα, τίποτα. Ούτ’ ένα ψιχάλι ξύλο δεν ηύρηκε. Μπαίνει πάλι μέσα μα την ώρα που δεν εκάτεχε ήντα να κάμει, θωρεί ένα σωρό άχερα, μεγάλους κοντύλους και άλλα που ήτανε πολυκαιριαμένα μέσα στη ματζαδούρα. Τσι κοντύλους δεν τσι τρώνε τα οζά κι είχανε παραπομείνει στη φάτνη. Μοναχά τους είχανε πάει τα άχερα ίσαμ’ εκειά για να τους βάλουνε φωτιά και να ζεστάνουν το Χριστό. Ως τα ‘δε η Παναγία εδάκρυσε. Κι είπε:
– Να χουνε την ευκή μου κι ας είναι πάντα χρυσά, γιατί χρυσή ‘ναι κι η ψυχή ντως.
Από τότε τα άχερα έχουνε χρυσό χρώμα. Κι είναι χρυσή η ψυχή ντως γιατί αυτά πομένουνε όντα λιχνίσομε το στάρι.
Μα τ’ άχερα ανάψανε, εβγάλανε μια φλόγα κι εσβήσανε. Παγωνιά και πάλι στο σπήλιο. Ξαναβγαίνει όξω ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύουν σ’ ένα κλαδί. Δεντρολίβανο, αρισμαρί ήταν. Και με την ίδια τη φωνή του (εκειονά το βράδυ είχανε όλα, ζώα και δεντρά, φωνή) παρακάλεσε τον Ιωσήφ να το κόψει από τον πάτο και να το βάλει να καεί για να ζεσταθεί ο Χριστός. Έτσι κι έγινε. Ξαναδάκρυσε η Παναγιά και είπε:
– Να ‘χει την ευκή μου και να μοσκομυρίζει, να το βάνουν στις εικόνες του γιου μου και να στολίζει τις εικόνες των αγίων.
Μα κι αυτό ήτανε λίγο, άναψε κι ώστε ν’ ανάψει έσβησε κιόλας. Κι ο σπήλιος άρχισε και πάλι να παγώνει. Όσο περνούσε η ώρα αγρίευε ο καιρός. Περασμένα μεσάνυχτα ακούστηκε ένα τσαχάλισμα μέσα από το βουργιάλι του Ιωσήφ.
Ήτανε μια χούφτα ελιές, που τις είχε φυλάξει μ’ ένα ντάκο ψωμί για ώρα ανάγκης. «Πήγαινε Ιωσήφ στην πεζούλα πάνω από το σπήλιο. Εκειά ‘ναι μια ελιά, η μάνα μας, γιατί θα ξεραθεί από το κακό της άμα μάθει πως εκινδύνεψε ο Χριστός και δεν της τό ‘παμε…».
Μια και δυο, πάει ο Ιωσήφ. Κι η γέρικη ελιά εχαμήλωσε τα κλωνάρια της, έσπασε τα ξερά κουτσούρια από τον κορμό της και τα τίναξε για να φτάξουν στη μπούκα του σπήλιου. Άναψαν φωτιά, έκαιγε όλη τη νύχτα, έσπασε η παγωνιά και εζεστάθηκε ο Χριστός. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο κι έφταναν κι άλλα ξύλα στο σπήλιο. Μοναχά ντως.
Το πρωί το δεντρό είχε ‘πομείνει μόνο ένα κομμάτι κουτσούρι ρίζα, ελιά δεν υπήρχε.
Δάκρυσε η Παναγία όταν την είδε. Έσκυψε, χάιδεψε το κουτσούρι, ούτ’ ένα φύλλο δεν είχε ‘πομείνει.
– Την ευκή μου να ‘χεις, είπε. Και να μη ξεραίνεσαι ποτέ. Να βγάνεις βλαστούς από τη ρίζα, και να μη γερνάς ποτέ σου. Κι ο καρπός σου ευλογημένος να ‘ναι, να τρέφει τους ανθρώπους, να τονε δίνεις να βγαίνει το λάδι, να φέγγουν τη νύχτα οι άνθρωποι και να ανάβει και το καντήλι του Χριστού.
Ηντά ‘τονε να το πει. Ένας δροσερός βλαστός εβγήκε από την κουτσούρα τση ρίζας, από ‘κειά απού ‘χε ακουμπισμένη τη χέρα τση η Παναγία, κι έφταξε ίσαμε ένα μπόι στο ύψος.
Ίσαμε το βράδυ η ελιά ήτανε πάλι μεγάλη, όπως ήτανε πριν γεννηθεί ο Χριστός. Και δεν είχε ξεράδια. Είχε ξαναγενεί νέα γιατί είχε την ευκή τση Παναγίας.
Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από την ξέρα τση ρίζας ξαναβγάνει βλαστούς και ξανανιώνει.
* Η Ευγενία Ζαμπετάκη είναι συνταξιούχος δασκάλα