Βαθιά μέσα στο βουνό -στις Άλπεις της Αυστρίας- προχωρούσαν εννέα κεντρικές γαλαρίες-τούνελ. Τις είχαμε ανοίξει εμείς οι ίδιοι, οι 30-40 χιλιάδες κρατούμενοι του στρατοπέδου «Μελκ» της Αυστρίας που ήταν εξάρτημα του Μαουτχάουζεν. Οι γαλαρίες, σαν τεράστιες τρύπες προχωρούσαν δύο έως τρία χιλιόμετρα, παράλληλες μεταξύ των. Και κάθετα σ’ αυτές άλλες μικρότερες, πολλές εκατοντάδες.
Σιδηροτροχιές για μεγάλα τρένα και μικρά ντεκοβίλ, διασταυρώνονταν μέσα στις γαλαρίες. Εκατοντάδες βαγόνια κυλούσαν πάνω τους. Άλλα τα ‘σπρωχναν μηχανές κι άλλα οι εργάτες. Σε πολλές γαλαρίες είχαν ήδη εγκατασταθεί τεράστια συγκροτήματα εργοστασίων, που κατασκευάζουν πολεμικά είδη. Όπλα και εξαρτήματα τανκς.
Μέσα στις γαλαρίες, δούλευαν συνεχώς όλο το 24ωρο, περί τους 6.000 εργάτες. Όλοι εχθροί του Γ’ Ράιχ. Και 500 Γερμανοί στα νευραλγικά πόστα. Δυο χιλιάδες εργάτες δούλευαν μπιστολέτο-αεροτρύπανα -που τρυπούσαν το σκληρό πέτρωμα του βουνού και μεγάλωναν το τούνελ.
Τρεις βάρδιες εναλλάσσονταν κάθε οκτώ ώρες.
Δούλευα στη βάρδια που ‘χε ωράριο από τις 10:00 τη νύχτα έως τις 6:00 το πρωί. Ρουχαλάκια λεπτά χωρίς φόδρα και ξύλινα πέδιλα. Βρεγμένοι συνήθως μέχρι να μπούμε στις γαλαρίες, κουρελήδες, πεινασμένοι, αποσταμένοι κι άρρωστοι οι περισσότεροι. Έξω το κρύο ήταν κείνες τις μέρες 29 κάτω από το μηδέν. Μέσα στις γαλαρίες ήταν κατά τόπους γύρω στο μηδέν.
Τα μηχανήματα που δούλευαν ασταμάτητα τα τρενάκια, οι κυλιόμενες κορδέλες μεταφορών, τα φουρνέλα και προ παντός τα 2000 μπιστολέτα συνέθεταν μια διαβολική συναυλία θορύβων που τράνταζε τα’ αυτιά κι έφερνε ζάλη.
Καταφέρναμε πότε πότε να δουλεύουμε μαζί πέντε-έξι Έλληνες για να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο με μισόλογα. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι, από τις άλλες Εθνότητες. Κυριακή ή αργία δεν υπήρχε. Η δουλειά δεν σταματούσε. Είχαμε χάσει το ρυθμό του χρόνου. Ρωτούσαμε πολλές φορές να μάθουμε:
– Τι μέρα είναι σήμερα;
Εκείνη τη νύχτα δούλευα κοντά σε τέσσερις-πέντε άλλους Έλληνες. Κρατούσα ένα φτυάρι και παλάμιζα λασποχώματα. Οι άλλοι κασμάδες, ή καροτσάκι.
Κόντευε να τελειώσει η βάρδια κι είχαμε αποκάμει πια. Ακοίμητη προσοχή όμως απ’ όλους -προς τα πού κοιτάζει ο επιστάτης. Και η κυριότερη μέριμνα επιβίωσης. Λίγη-λίγη δουλειά για να μην ξοδιάζουμε δύναμη. Και πότε πότε η φοβερή προειδοποίηση «Το νου σας, έρχεται ΕΣ- ΕΣ».
Δίπλα μου δούλευε ένας νέος από τον Βόλο.
Ήταν όμορφος και λεβέντης άλλοτε και τον συμπαθούσαν όλοι, γιατί είχε χρυσή καρδιά. Ήταν ψάλτης σε εκκλησία του Βόλου. Είχε μια υπέροχη κρυστάλλινη φωνή. Ήταν ο Κώστας Παπασακελλαρίου.
Δεν ξέρω τι του ‘ρθε σε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα. Πλησίαζε έναν-έναν από μας και μας τραβούσε να πλησιάσουμε όλοι κοντά. Έσμιξαν σχεδόν τα κεφάλια μας και μας αγκάλιασε. Έσκυψε στη μέση μας κι άνοιξε το στόμα του… Σιγανά και γλυκά πολύ γλυκά, με κείνη τη μελωδική κι αγγελική φωνή του άρχισε να ψάλει:
– Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…».
Ακούγαμε άφωνοι. Από τον Ουρανό ερχόταν εκείνη η Θεϊκή μελωδία. Άγγελοι έψαλαν. Ανατρίχιασαν τα παγωμένα μέλη μας. Τα μάτια θάμπωσαν. Θα ‘ταν ίδια η μελωδία που άκουσαν οι αγραυλούντες ποιμένες.
Στα χέρια μας έπεσαν κάτι σταγόνες ζεστές. Ήταν δάκρια …Ακούστηκε ένας λυγμός. Κι ύστερα πολλοί.
Το τροπάρι δεν έφτασε ως το τέλος.
Πνίγηκε από τους λυγμούς και του ίδιου του ψάλτη. Μας έσπρωξε γρήγορα…
«Χριστούγεννα είναι σήμερα παιδιά!!! Άντε και του χρόνου στα σπίτια μας».
Ήταν καιρός. Ένας επιστάτης φάνηκε να έρχεται. Αρπάξαμε τα φτυάρια.
Έτσι μάθαμε πως κείνη η μέρα ήταν Χριστούγεννα. Κι αυτός ήταν ο εκκλησιασμός μας. Κι όσοι άκουσαν εκείνη την ουράνια ψαλμωδία με τους χρυσούς τόνους δεν την ξεχνούν.
– Και του χρόνου στα σπίτια μας. Η ευχή έπιασε μόνο μερικούς.
Ο Κώστας Παπασακελλαρίου πέθανε αργότερα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1945. Η στάχτη του έμεινε εκεί στο Μέλκ της Αυστρίας.