Ήταν από τους σπουδαίους αγωνιστές που ευτύχησα να γνωρίσω. Ποτέ όμως δεν μου έδωσε την ευκαιρία να μάθω για την πατριωτική του δράση. Έβλεπα σ’ αυτόν πάντα ένα στοργικό πατέρα.
Τον είχα κατατάξει από την πρώτη μας συνάντηση στην κατηγορία των στοργικών πατεράδων, που θέλουν, αφού διαθέτουν χρόνο, να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Έτσι βρισκόμουν τακτικά με το Χρόνη Παπαδάκη, μέχρι και το 1975, επειδή υπήρχε μια καλή συνεργασία με το γιο του Μπάμπη, συνεκδότη τότε του περιοδικού «Κρήτη».
Ο Μπάμπης Παπαδάκης αξέχαστος συνάδελφος ήταν από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους της γενιάς του με σημαντική θητεία και στην ΕΡΤ που δυστυχώς έφυγε νέος.
Όταν συνεργαζόμαστε για την έκδοση του περιοδικού Κρήτη ο πατέρας του ήταν ο πρόθυμος βοηθός όλων μας.
Ο μπαρμπα-Χρόνης με κάθε τρόπο, μεταξύ άλλων, διευκόλυνε τη μεταφορά κειμένων, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν fax και ηλεκτρονικά ταχυδρομεία για να προλάβει ένα δημοσιογραφικό κείμενο το τυπογραφείο.
Και μέχρι να ετοιμάσω και τις φωτογραφίες, πάντα κάτι έμενε τελευταία στιγμή να συμπληρώσω, τον άκουγα, υποχρεωτικά, που μου έλεγε με καμάρι πόσο ξεκουράζει ένα πατέρα η προκοπή των παιδιών του.
Συμπαθούσα πολύ τον μπάρμπα Χρόνη, γιατί ήταν ένας μετρημένος άνθρωπος. Και που να ξέρω πόσο σημαντικός υπήρξε και πόσα του οφείλουμε για το πατριωτικό του έργο.
Αυτό το έμαθα πολύ αργότερα όταν ο Μπάμπης μου εμπιστεύθηκε μια εξαιρετική εργασία του για το γενεαλογικό του δέντρο που έχει πάρει σειρά να αναρτηθεί στο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» στη μνήμη του συναδέλφου που δεν πρόλαβε να το εκδώσει.
Κι εκεί βρήκα στοιχεία για τον υπέροχο πατέρα του έναν από τους πιο σεμνούς αγωνιστές για να του κάνω το δικό του αφιέρωμα.
Από μικρός στα βάσανα
Ο Χρόνης Παπαδάκης, γεννήθηκε στο χωριό Σκορδύλο Μυλοποτάμου, στις 20 Ιανουαρίου 1911. Πατέρας του ήταν ο Χαράλαμπος Φραντζέσκου Παπαδάκης, γραμματέας του Ειρηνοδικείου Περάματος. Μητέρα του η Ειρήνη το γένος Κωνσταντίνου Ξεξάκη από το Σκορδύλο.
Από μικρός έτυχε να αποκτήσει τραγικές εμπειρίες. Ο πατέρας του μετά από δικές του προσωπικές περιπέτειες, αρρώστησε βαριά κι έφτασε στο κατώφλι του θανάτου. Τότε η μητέρα πήρε τον Χρόνη, θα ήταν κάπου πέντε χρόνων και την αδελφή του Αρτεμισία, τα έπλυνε, τα άλλαξε, τα χτένισε και τα έδωσε στη γιαγιά να πάνε να αποχαιρετήσουν τον πατέρα τους.
Γράφει ο Χρόνης στις προσωπικές του αναμνήσεις: «Του πιάσαμε το χέρι και το φιλήσαμε. Εκείνος μας έδωσε την ευχή του, έτρεξαν από τα μάτια του δυο δάκρια, σαν δυο χονδρές σταγόνες, μας κοίταξε κι έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος μας. Αυτές ήταν και οι τελευταίες του στιγμές φαντάζομαι…».
Έκτοτε δεν τον ξαναείδαν και πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβουν γιατί όλος ο κόσμος τα έλεγε: «τα ορφανά». Σύντομα έχασαν και τη μητέρα τους. Κι άρχισε ο ανήφορος στον μεγάλο Γολγοθά.
Ξυπόλυτος στη βιοπάλη
Είχε έρθει ο καιρός για το σχολείο. Ο Χρόνης έπρεπε σε καθημερινή βάση να διανύσει μια απόσταση από το Σκορδύλο μέχρι τα Αγγελιανά, που ήταν το σχολείο, περίπου μιας ώρας. Πήγαινε το πρωί και γύριζε το βράδυ ξυπόλυτος, γιατί τα στιβάνια ήταν είδος πολυτελείας για το μικρό ορφανό. Είχε όνειρο βέβαια να γλιτώσει από την ξιπολησιά, και η ευκαιρία του δόθηκε όταν έφτιαχναν τον αμαξωτό δρόμο, από το Πέραμα μέχρι το Πάνορμο. Κατάφερε να πιάσει δουλειά εκεί σπάζοντας χαλίκι. Έδρα του η θέση Μαλάμο, λίγο πιο πέρα από το Πέραμα και αμοιβή 13 δραχμές το κυβικό.
Το καημένο το παιδί, πήγαινε στην Πέμπτη του δημοτικού τότε, δούλευε από ήλιο σε ήλιο αλλά που να καταφέρει να συμπληρώσει δουλειά ενός κυβικού.
Από μικρός στη βιοπάλη λοιπόν κι ας έκανε διαφορετικά. Σε ηλικία 14 χρόνων αρχίζει η καριέρα του στην Ηλεκτρική Εταιρεία Ρεθύμνης, που ο κόσμος φώναζε «Ηλεκτρική» και ιδρύθηκε το 1923.
Νοέμβριο του 25 έπιασε δουλειά ο Χρόνης με τη μεσολάβηση του γιατρού Κωνσταντίνου Λαγουδάκη και με μισθό 200 δραχμές το μήνα. Εκεί δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, μαζί με άλλους νεαρούς, τον Βασίλη Δαμβόγλου, τον Γιώργη Πέρο, τον Λουκά Βογιατζή, τον Λευτέρη Κορωνάκη και τον Γιώργο Χαλκιαδάκη.
Τόσο ο διευθυντής Γιάννης Σκευάκης, όσο και ο προϊστάμενος -ηλεκτρολόγος Αλκαίος Μυσιρλίδης κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με ένα πανέξυπνο και φιλότιμο παιδί. Το πήραν, από κοντά λοιπόν, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο Χρόνης, είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά την ηλεκτρογεννήτρια του εργοστασίου, που λειτουργούσε με καύσιμη ύλη τα κάρβουνα. Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να εμπλουτίζει τις γνώσεις του, όπου εύρισκε την κατάλληλη πηγή. Και δεν άργησε να μετέχει και στο συνεργείο που εγκαθιστούσε τις παροχές στα δημόσια κτίρια, τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης.
Κατοχύρωσε τις εμπειρίες του
Μαθημένο να ζει από τις δυνάμεις του το αδικημένο από τη ζωή πλάσμα, κατάλαβε ότι πρέπει να κατοχυρώνει κάθε απόκτημα στη ζωή του. Έτσι επιδίωξε να δώσει εξετάσεις και να λάβει πτυχίο συντηρητή εσωτερικών εγκαταστάσεων, άδεια ηλεκτροτεχνίτη και πτυχίο Γ’ τάξης πρακτικού μηχανικού κινητηρίων μηχανών.
Θέλεις γιατί εκεί ο Χρόνης απέκτησε αυτοπεποίθηση και πήρε τις πρώτες ικανοποιήσεις του μόχθου του, θέλεις γιατί είχε πια βρει το δρόμο του επαγγελματικά, αγάπησε με πάθος τη δουλειά του. Οι μηχανές σαν να είχαν ψυχή και τις φρόντιζε σαν παιδιά του. Αμέτρητες φορές ξενύχτησε για να διορθώσει βλάβες και να μη στερηθούν οι Ρεθεμνιώτες το αγαθό του ηλεκτρικού.
Στο μεταξύ μεγάλωνε. Απόκτησε την ανάγκη να έχει την παρέα, τους φίλους να ζει όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του. Εκεί δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Ήταν τόσο εξυπηρετικός, πνευματώδης, ευγενής, έντιμος και ευθύς χαρακτήρας που η μικρή κοινωνία του Ρεθύμνου τον ξεχώρισε και τον αγάπησε.
Τα βάσανα που είχε περάσει και η κοινωνική αδικία, που ξεχείλιζε λόγω συγκυριών, τον έκανε σύντομα να πλησιάσει την αριστερή ιδεολογία και να την υπηρετήσει με ζήλο και αυταπάρνηση.
Καιρός για οικογένεια
Το 1941 του προξένεψαν μια κοπελιά από τον Κάστελο Αποκορώνου, την Ευαγγελία κόρη του Χαρίδημου Αναγωνστάκη. Πέτυχε το προξενιό, ο γάμος έγινε στο Ρέθυμνο και το ζευγάρι νοίκιασε σπίτι στη γωνία Γερακάρη και Βάρδα Καλλέργη.
Στο ισόγειο λειτουργούσε το γαλακτοπωλείο Αμπατζή και στον όροφο ήταν το σπίτι του Χρόνη και της Βαγγέλας μέχρι το 1950.
Αυτά τα πρώτα χρόνια του γάμου ήταν για την κοπέλα εφιάλτης. Κατάλαβε ότι ο άνδρας της ήταν ανακατεμένος με την Αντίσταση και ζούσε μέσα στο χτυποκάρδι. Δεν είχε άδικο…
Με αυταπάρνηση στον αγώνα
Το 1941 η «Ηλεκτρική» πέρασε στον έλεγχο των Γερμανών κατακτητών και ο Χρόνης αρχίζει να αποδεικνύει το φλογερό πατριωτισμό του.
Αναφέρει σχετικά το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ στο Ρέθυμνο, Γιάννης Κυριακάκης:
«Ο Χρόνης Παπαδάκης ήταν δρων πατριώτης και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, από την πρώτη στιγμή που κατέλαβαν οι Γερμανοί το νησί μας. Μάλιστα κατόρθωσε να πάρει ένα σπασμένο ραδιόφωνο, που το είχαν σπάσει οι αλεξιπτωτιστές. Με προφύλαξη το έδωσε σε ένα μάστορα ηλεκτρολόγο και το έφτιαξε. Το εγκατέστησε σε ασφαλές μέρος στο σπίτι του και όταν ήλθε στο Ρέθυμνο ο οργανωτής και καθοδηγητής του αγώνα, στο Νομό, Σωκράτης Καλλέργης, το διέθεσε στο ΚΚΕ και έβγαλαν το δελτίο ειδήσεων του ΕΑΜ και το κυκλοφορούσαν στην πόλη του Ρεθύμνου και τα χωριά. Κοντά στ’ άλλα επίσης από την υπηρεσία του πρόσφερε πολλά στον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στον κατακτητή».
Και προσθέτει ο επίσης σημαντικός αγωνιστής Ανδρέας Ι Κούνουπας, φαρμακοποιός: «Ο Χρόνης Παπαδάκης, επικεφαλής της επιμελητείας του Αντάρτη, συγκέντρωνε και προωθούσε εφόδια στον ΕΛ.ΑΣ. Πολλές φορές ο ίδιος τα μετέφερε μέχρι το βουνό».
Αναφέρει και ο Γιάννης Μ. Τζέλεσης: «Ο Χρόνης Παπαδάκης προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον αγώνα κατά των Γερμανών, αδιαφορώντας για τη ζωή του. Γέμιζε στις εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής τις μπαταρίες των ραδιοφώνων που χρησιμοποιούσε το ΕΑΜ. Έπαιρνε σημειώματα από το ΕΑΜ προς τις οργανώσεις και του έδιναν άλλα, τα οποία παρέδιδε στο ΕΑΜ.
Συγκέντρωνε τρόφιμα, τα οποία φρόντιζε να στέλνονται στους αντάρτες και τους καταδιωκόμενους, δρώντας ως υπεύθυνος της «Εθνικής Αλληλεγγύης».
Μεγάλο κατόρθωμα-Ώρες μαρτυρίου
Από τα πιο σημαντικά του κατορθώματα και αυτό που διηγήθηκε στο γιο του Χρόνη Μπάμπη Παπαδάκη, ο Μιχάλης Γεραρχάκης.
Ο Χρόνης κατάφερε να πάρει από το Γερμανό διαχειριστή τροφίμων, που αποθηκεύονταν στην «Ηλεκτρική», το κλειδί της πόρτας των παγοθαλάμων. Έβγαλε αντικλείδι και επέστρεψε το κλειδί στη θέση του, χωρίς να αντιληφθεί κάτι ο Γερμανός.
Οι αντιστασιακοί εργαζόμενοι της «Ηλεκτρικής» είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες. Η μια απασχολούσε το στρατιώτη σκοπό των εγκαταστάσεων και η άλλη αφαιρούσε τυριά γάλα, κρέατα και άλλα τρόφιμα, αφού άνοιγε την πόρτα του παγοποιείου με το αντικλείδι που είχε φτιάξει ο Χρόνης.
Ύστερα έβγαζαν τα τρόφιμα από μια μικρή πόρτα του παγοποιείου, στην οδό Μίνωος και τα έκρυβαν στο μηχανουργείο και σπίτι του Βασίλη Δαμβόγλου (γωνία Μίνωος και Ξανθουδίδου). Από εκεί τα διοχέτευαν στους αντάρτες, αλλά και σε άλλους ανθρώπους που δεν είχαν να φάνε.
Όπως ήταν φυσικό η απουσία των τροφίμων είχε πέσει στην αντίληψη των Γερμανών, γιατί έκαναν συνέχεια απογραφές. Ποιος να φανταστεί όμως ότι ο Χρόνης είχε αντικλείδι… Έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο συμπατριώτης τους διαχειριστής πουλούσε τα τρόφιμα στη μαύρη αγορά.
Πόσο ψύχραιμος ήταν ο Χρόνης, στον αγώνα του αυτό, φαίνεται και από το παρακάτω περιστατικό:
Επειδή το ραδιόφωνο της αντίστασης χρειαζόταν επισκευή, το είχε κρύψει προσωρινά σε ένα ντουλάπι του εργοστασίου. Κάποιος Γερμανός φρουρός που συμπαθούσε τους Έλληνες ενημέρωσε ότι επίκειται έφοδος από τη Γκεστάπο στην «Ηλεκτρική».
Ο Χρόνης χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του πήρε το ραδιόφωνο, το έκλεισε σε ένα τενεκέ λαδιού και με ένα καλώδιο το βύθισε στο πηγάδι που βρισκόταν στο προαύλιο του εργοστασίου. Έτσι δεν το βρήκαν οι Γερμανοί όταν πράγματι έγινε έφοδος και σώθηκαν οι αγωνιστές από οδυνηρές περιπέτειες.
Όμως δεν στάθηκε πάντα τυχερός ο λαμπρός πατριώτης. Ετοιμόγεννη ήταν η γυναίκα του, όταν συνέλαβαν το Χρόνη οι Γερμανοί, αρχές Σεπτεμβρίου 1944, μαζί με άλλους συναγωνιστές του. Τους έκλεισαν στη φυλακή, απέναντι από την είσοδο του φρουρίου της Φορτέτζας.
Περνούσαν όλοι, σε καθημερινή βάση, από απάνθρωπα βασανιστήρια για να μιλήσουν. Τον Χρόνη τον είχαν, για δυο 24ωρα, γονατισμένο σε αδρό τσιμέντο, με αποτέλεσμα να πάθουν ανεπανόρθωτη βλάβη τα γόνατά του και να υποφέρει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δεν μίλησε κανένας. Κράτησαν με αξιοπρέπεια και θάρρος κλειστό το στόμα τους, μέχρι το τέλος της κράτησής τους.
Κι ήρθε ο γιος
Ήταν στη φυλακή όταν έμαθε ότι απέκτησε γιο. Δεν άργησε να τον πάρει στην αγκαλιά του γιατί λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί έφυγαν. Κι έτσι αξιώθηκε ο Χρόνης να δει το γιο του, 24 μέρες μετά τη γέννησή του. Αυτόν που έγινε αργότερα ο γνωστός δημοσιογράφος και διευθυντής της ΕΡΑ Χανίων, που χάσαμε δυστυχώς τόσο πρόωρα.
Και στην περίοδο της ειρήνης ο Χρόνης βοηθούσε με κάθε τρόπο την υπηρεσία του.
Στη νέα σελίδα της ιστορίας του εξηλεκτρισμού στο Ρέθυμνο και πάλι πρωταγωνιστεί ο Χρόνης. Είχε επιφορτισθεί με το δύσκολο έργο της επέκτασης του δικτύου της ΔΕΗ σε όλο το Νομό. Ακούραστος συντόνιζε συνεργεία, φυτεύοντας στύλους και περνώντας καλώδια σε κάμπους, βουνά και λαγκάδια για να δουν το φως το αληθινό, οι κωμοπόλεις και τα χωριά. Και να έχει τη χούντα των συνταγματαρχών να μην τον αφήνει σε ησυχία λόγω των πεποιθήσεών του.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969, αναγκάστηκε να βγει σε μειωμένη σύνταξη. Δεν τους άντεχε πλέον και ο ίδιος δεν είχε καθόλου σκοπό να αλλάξει πεποιθήσεις, μετά από τόσο σημαντικό κοινωνικό και πατριωτικό αγώνα.
Είχε όμως να παρηγορηθεί. Ο Μπάμπης του ήταν πια ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος και ο Χαρίδημος επιτυχημένος ηλεκτρονικός μηχανικός.
Καιρός και για το Χρόνη να ξεκουραστεί. Έφυγε από το Ρέθυμνο και πήγε κοντά στα παιδιά του στην Αθήνα. Εκεί αγόρασε ένα δυάρι στου Ζωγράφου κι εγκαταστάθηκε οικογενειακώς. Το παιδί που δεν είχε κάποτε στιβάνια να φορέσει, με σκληρή δουλειά, είχε γίνει πρώτος νοικοκύρης. Πάντρεψε και τα παιδιά του και απόλαυσε τα προνόμια του παππού. Ήταν όμορφα τα τελευταία χρόνια του Χρόνη γιατί είχε δημιουργήσει ένα ωραίο παρεάκι και πολλές φορές συνήθιζε να λέει: «Εγώ τώρα ολοκλήρωσα τον κύκλο της ζωής μου. Έζησα πολλά μα είμαι ευτυχισμένος».
Κι ήρθε το τέλος
Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 1989, όταν διαβάσαμε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»: «Σε ηλικία 78 χρόνων, πέθανε την Κυριακή στην Αθήνα ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, ο Χρόνης Παπαδάκης, συνταξιούχος της ΔΕΗ.
Ήταν από τους πρώτους υπαλλήλους της Ηλεκτρικής Εταιρείας, που ίδρυσε στο Ρέθυμνο ο Γιάννης Σκευάκης. Σαν εργοδηγός της Εταιρείας τοποθέτησε τους πρώτους ηλεκτρικούς λαμπτήρες που έδωσαν φως στο Ρέθυμνο…».
Αυτός ήταν ο Χρόνης Παπαδάκης. Ένας ακόμα αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, που από τυχαία γεγονότα καταφέραμε να πληροφορηθούμε για το βίο και την Πολιτεία του, χωρίς να μας δώσει ποτέ καμιά ευκαιρία να τον τιμήσουμε για τη δράση του αυτή. Ούτε καν να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, για τη μεγάλη προσφορά του στον αγώνα και στην ανάπτυξη του Ρεθύμνου.