Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΡΥΓΑΝΑΚΗ
Σε «βλέπουμε»
στης μνήμης το παλίμψηστο
και στα σημάδια της φθοράς·
στ’ άσπρισμα των μαλλιών
και στις ρυτίδες·
στις κυρτωμένες πλάτες
και στα χαμόγελα τα κουρασμένα·
στα βαριά βλέφαρα και βαριά βήματα·
στις αίθουσες αναμονής και αναχώρησης·
στις παλιές κάρτες, τις παλιές φωτογραφίες
και τις ταινίες του «παλιού καλού καιρού»·
στα φύλλα τα κιτρινισμένα των βιβλίων,
στα μαραμένα λουλούδια των βάζων
και στα ξερά φύλλα των δέντρων·
στους αραχνιασμένους τοίχους,
τους θαμπωμένους καθρέφτες
και τα φθαρμένα έπιπλα·
στις φθαρμένες χορδές της κιθάρας
και τη σκόνη του ξεκούρντιστου πιάνου·
στα διατηρητέα κτήρια και όλα τα μνημεία·
στις σκούριες σιδεριές των μπαλκονιών,
στα σφαλιστά παραθυρόφυλλα
και φαγωμένα ρόπτρα·
στους τυφλωμένους φάρους,
στους ξεφτισμένους κάβους
και τα καράβια τ’ αραγμένα·
στις ληγμένες μπαταρίες,
στις ληγμένες εξουσίες
και τις ληγμένες σχέσεις·
στις δόσεις των δανείων μας
και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ·
στα τριμμένα ρούχα ή παλιομοδίτικα·
στα παλιά μοντέλα αυτοκινήτων
και στις ενδείξεις των καντράν·
στις εποχές,
τα ηλιογέρματα
ή τις φάσεις της σελήνης·
στις υπερωρίες της αϋπνίας
και τα τασάκια με τ’ αποτσίγαρα·
στ’ αφιερώματα, στις επετείους
και στις ιστορικές ιχνηλατήσεις·
στα ρολόγια και τα ημερολόγια
και, ως «παλιοσειρές» φαντάροι,
στα δόντια της τσατσάρας μας·
στην παρέα που μικραίνει·
σε κάθε αρχή και τέλος
εκτός απ’ το δικό μας,
γιατ’ είσαι τότε
άφαντος…
* * *
Α, ρε χρόνε άχρονε!
Ένα μηδενικό μεγάλο είσαι· τίποτε άλλο!
Κι εμείς σε κομματιάζουμε και σε μετρούμε
και σε αναμετρούμε σε χοντρά και σε ψιλά.
Α, ρε χρόνε άχρονε! Εσύ ‘σαι στάσιμος
σαν τους επίσημους στις παρελάσεις
κι εμείς πάντα σε «βλέπουμε»
να προχωράς και να περνάς,
ενώ περνάμε εμείς
και ξεπερνιόμαστε!…
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!