Η δημοπράτηση του έργου της επέκτασης του ΧΥΤΑ Αμαρίου παραμένει σε εκκρεμότητα, αφού δεν υπάρχουν σαφή και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, τονίζει ο Ρεθεμνιώτης βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξανθός, επικαλούμενος την απάντηση των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΕΚΑ σε σχετική παρέμβασή του με θέμα «Εκρηκτικό το πρόβλημα διαχείρισης των απορριμμάτων στον νομό Ρεθύμνου».
Ειδικότερα ο κ. Ξανθός τονίζει την ανάγκη επίσπευσης των διαδικασιών από πλευράς τοπικής αυτοδιοίκησης για να μπορέσει το έργο να προχωρήσει. Χαρακτηριστικά, ανέφερε: «Όπως δηλώνει ρητά ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διαχείρισης του ΕΠΠΕΡΑΑ «έχει προβλεφθεί για την Προγραμματική Περίοδο 2014-2020 η δημιουργία Ολοκληρωμένης Εγκατάστασης Διαχείρισης Αποβλήτων (ΟΕΔΑ) στο Νομό Ρεθύμνου». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τομεακό πρόγραμμα του ΣΕΣ η νέα μονάδα μηχανικής ανακύκλωσης απορριμμάτων-κομποστοποίησης-επεξεργασίας βιοαερίου-ΧΥΤΥ στο σημερινό χώρο του ΧΥΤΑ Αμαρίου. Δεν υπάρχει βέβαια σαφές χρονοδιάγραμμα, όπως είχε ζητηθεί στην ερώτηση, και με αυτή την έννοια το κεντρικό ζήτημα που είναι η γρήγορη δημοπράτηση του έργου παραμένει σε εκκρεμότητα και απαιτείται διαρκής εγρήγορση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Ρεθύμνου και της Περιφέρειας για την αντιμετώπισή του».
Σε σχέση με την ενδεχόμενη περιβαλλοντική ζημία στην περιοχή ο κ. Ξανθός τονίζει ότι η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ δεν έχει διενεργήσει -ως όφειλε- έλεγχο στον ΧΥΤΑ Αμαρίου και ότι τώρα εξετάζονται τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να τεκμηριωθεί (ή όχι) η ύπαρξη περιβαλλοντικής ζημίας και επισημαίνει χαρακτηρίστηκα: «Αυτό, στο βαθμό που υλοποιηθεί άμεσα, αποτελεί μια θετική εξέλιξη που απαντά στο αίτημα των κατοίκων του πρώην Δήμου Αρκαδίου να ελεγχθεί και να αποκατασταθεί η πιθανή ρύπανση της ευρύτερης υδρολογικής λεκάνης του Αρκαδιώτη ποταμού και των παρακείμενων γεωτρήσεων. Μόνο έτσι μπορούν να προωθηθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» και να ξεπεραστεί η δυσπιστία και η ανασφάλεια των πολιτών απέναντι στις προτεινόμενες λύσεις. Αναγνωρίζεται επίσης πως, παρά το ότι σύμφωνα με το ΥΠΕΚΑ «ο επικαιροποιημένος Περιφερειακός Σχεδιασμός Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων Κρήτης (ΠΕΣΔΑΚ) δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα διαχείρισης απορριμμάτων, διαλογής στην πηγή, ανακύκλωσης και προστασίας του περιβάλλοντος» και παρά το ότι υπάρχουν διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα για τις δράσεις αυτές, ελάχιστα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ειδικά για την ανακύκλωση, όπως προκύπτει από την απάντηση του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (Ε.Ο.ΑΝ.), δεν υπάρχουν σε όλους του Δήμους του Νομού ειδικοί κάδοι και οι συλλεχθείσες ποσότητες ανακυκλώσιμων υλικών είναι ακόμα πολύ μικρές. Αυτό είναι ίσως το κρίσιμο ζήτημα: το γεγονός δηλαδή ότι χωρίς την υιοθέτηση στην πράξη από την Πολιτεία και την Αυτοδιοίκηση της λογικής της μείωσης του όγκου των απορριμμάτων και χωρίς τη συνεισφορά των πολιτών στην αποτελεσματική λειτουργία ενός συστήματος που δίνει έμφαση στη διαλογή στην πηγή – ανάκτηση – επαναχρησιμοποίηση – ανακύκλωση υλικών, οποιαδήποτε λύση θα έχει περιορισμένο χρόνο ζωής και θα «ανακυκλώσει» σύντομα το σημερινό αδιέξοδο. Όσο αυτή η λογική δεν προωθείται, τόσο ενισχύεται το σενάριο της υιοθέτησης τεχνολογιών καύσης και ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων, που προωθούν ισχυρά μεγαλο-εργολαβικά συμφέροντα».
Καταλήγοντας ο κ. Ξανθός τονίζει ότι το ΥΠΕΚΑ και το υπουργείο Εσωτερικών που είναι συναρμόδιο, δεν απάντησαν στο ερώτημα αν προωθείται από την κυβέρνηση η αφαίρεση από την Αυτοδιοίκηση της αρμοδιότητας διαχείρισης των απορριμμάτων και η μεταφορά της στο κεντρικό κράτος (με βάση τον προτεινόμενο νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων) και αναφέρει ότι «Αυτό, σε συνδυασμό με πρόσφατη δήλωση του υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Μηταράκη για το «πετυχημένο πρότυπο» των ΣΔΙΤ που πρέπει να επιλέξει η Αυτοδιοίκηση στα έργα διαχείρισης των απορριμμάτων, προδιαγράφει την κατεύθυνση πλήρους ιδιωτικοποίησης και αυτού του τομέα και κατά συνέπεια πολλαπλάσιας οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών. Είναι μια προοπτική που η Αυτοδιοίκηση και οι τοπικές κοινωνίες οφείλουν να αποτρέψουν με συλλογική προσπάθεια, σοβαρή και μαχητική διεκδίκηση λύσεων περιβαλλοντικά αποδεκτών και κοινωνικά ωφέλιμων, με δημόσια χρηματοδότηση και με όρους αειφορίας και βελτίωσης της ποιότητας ζωής των ανθρώπων».