Της ΛΙΤΣΑΣ ΠΑΤΡΕΛΑΚΗ-ΚΟΥΓΙΟΥΜΟΥΤΖΗ*
Ο Κώστας Μαρής γεννήθηκε στο Ρέθυμνο Κρήτης το 1980 και ζει στα Λιβάδια Μυλοποτάμου (ένα ορεινό χωριό, στους πρόποδες του Ψηλορείτη). Σπούδασε προγραμματιστής Η/Υ στο ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης.
Στην Τρίτη Γυμνασίου έλαβε μέρος σε διαγωνισμό Ποίησης, με θέμα: «Κύπρος», βγαίνοντας πρώτος στο Μυλοπόταμο.
Από εννιά χρονών άρχισε να γράφει κρητικές μαντινάδες, ακολουθώντας την παράδοση του τόπου μας, για να περάσει αργότερα, δώδεκα χρονών, στην αντίπερα όχθη, το λαϊκό τραγούδι.
Το λαϊκό τραγούδι είναι μέρος της ζωής του, αφού σ’ αυτό αφιερώνει τις ελεύθερες ώρες του, γράφοντας στίχους και μουσική.
Έχει γράψει ως τώρα 13 βιβλία.
Το βιβλίο του «Ψυχογραφώντας τη βροχή» είναι το πρώτο του.
Ο Κώστας Μαρής είναι ένας άνθρωπος, που διάλεξε τα λυπηρά της ζωής, για να κερδίσει την ειρήνη, στο άγιο βήμα της ψυχής του.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία, σταχυολογώ κομμάτια-διαμάντια, απ’ τα ποιήματά του. Στο ποίημά του: «Τα λόγια απ’ τα τραγούδια μου» διαβάζω:
Είναι τα λόγια απ’ τα τραγούδια μου πουλιά μες το χιονιά
πόρτες, παράθυρα χτυπούν για να φωλιάσουν…
Και στο ποίημά του: «Διάφανη ψυχή», μας ξαφνιάζει ευχάριστα με τους πρωτότυπους στίχους του:
Σαν το χταπόδι τα πλοκάμια μου απλώνω
μελάνι αφήνω να θολώσω τα νερά…
Στο ποίημά του δε: «Η τόση αλήθεια», μας καθηλώνει η ομολογία της ανιδιοτελούς αγάπης του προς όλους τους ανθρώπους, μιας αγάπης, που απορροφάει όλους τους κραδασμούς και έτσι όλα γίνονται πιο όμορφα και πιο φωτεινά.
Στο χέρσο χώμα της παρθένας μάνας γης
σαν γαϊδουράγκαθο μονάχος μου φυτρώνω
κι αν από δίπλα μου περάσει και κανείς
τσιμπάω εκείνον, αλλά εμένανε ματώνω.
Και στο ποίημά του: «Μια πορσελάνη», κάνει κατάθεση ψυχής.
Εγώ μεγάλωσα με μετριοφροσύνη
μέσα στον όχλο απαρατήρητος περνώ
τυφλός στρατιώτης, μ’ όπλο μου την καλοσύνη
σ’ ένα καράβι που μονάχος κυβερνώ.
Και στο: «Ένα τσιγάρο δρόμο ακόμα», όλο τρυφερότητα γράφει:
Άνοιξε η πύλη η κλειστή του παραδείσου
πάρε απ’ τα μάτια μου βροχή πάρε και πλύσου
απόψε τ’ άστρα τ’ ουρανού θα χαμηλώσουν
πάνω στην κλίνη σου θα γείρουν να ξαπλώσουν.
Και στο ποίημά του: «Μείνε εδώ για μένα», δείχνει να ζητάει ένα τρυφερό χτύπημα στην πλάτη, μια μπουκιά ψωμί, μικρή σαν αντίδωρο.
Στα δυο σου μάτια έμαθα να κοιτάζω την ανατολή
κι όταν νυχτώνει ν’ απαγκιάζω στην αγκαλιά σου σαν πουλί.
Κρυμμένο γράμμα στο συρτάρι, ό,τι σου τρώει την ψυχή.
Κι αυτό τ’ ολόγιομο φεγγάρι, κρυμμένο γράμμα στο συρτάρι.
Έχεις αφήσει στο πατάρι μια ζωγραφιά σου παιδική
έναν ληστή κι έναν παλιάτσο, να κυνηγιούνται στη βροχή.
Και στο: «Κάθε μια στιγμή» γράφει το έξοχο:
Κάθε ανατολή
Πριν το φως να βγει
πρώτα περνάει απ’ το σκοτάδι
κάποιας δύσης.
Και στο ποίημα: «Ήρθα μονάχος», μας δηλώνει απαλά:
Όταν πλημμύριζε η ματιά σου από το δάκρυ
όταν φλεγότανε η καρδιά σου από τη στάχτη
όταν στο δρόμο σου ξεφύτρωνε ένα αγκάθι
και κάθε σκέψη σου φτερούγιζε μακριά.
Είχες εμένα ν’ αγναντεύω από μιαν άκρη
σαν χελιδόνι πληγωμένο σ’ ένα φράχτη
σαν κάποιο χέρι ματωμένο από ένα αδράχτι
που προσπαθούσε τόσο να βρει γιατρειά.
Στο «Παρελθόν» ακούγεται η προσευχή του, σαν κραυγή:
Φυσάει βοριάς και κουρελιάζει τ’ όνειρό μου
ένα κερί είχα ανάψει το ‘σβησε και ‘κείνο
βόηθα, απόψε, να χαρείς, Χριστέ, το γιο μου
κι άσε με ‘μένα στο σκοτάδι ν’ αργοσβήνω.
Και στο: «Με ελπίδα και με φως» μας ταξιδεύει στ’ όνειρο.
Ήβρα άγρια κύματα σε τούτο το ταξίδι
κι είναι στους ώμους το ταγάρι μου μουσκίδι
φεγγάρια αφτούμενα κι αστέρια σου κρατώ
να μη χαθείς, γιατί αν σε χάσω, θα χαθώ.
Τ’ όνειρο δένω στα χλωμά του Οκτώβρη χείλια
φύλλο πεσμένο από γερμένη μπουκαμβίλια.
Στις «Φτωχικές Ιθάκες», απολαμβάνουμε τους στίχους:
Σε τραβά απ’ το χέρι η αρμύρα του νοτιά
σου γελά ένας ουρανός αποβροχάρης
κάθε δάκρυ σου, μια θάλασσα πλατιά
όπου πας, συνταξιδιώτη να με πάρεις.
Σου γελά απ’ τη γρίλια ο γκρίζος ουρανός
κι ειν’ το γέλιο του λεπτό σαν πορσελάνη
μες στα κύματα διαθράται απόψε φως
τον καθρέφτη σπα η σιωπή που κρότο κάνει.
Και στο: «Να ‘σαι καλά», ο ποιητής εξομολογείται.
Σαν τον καθρέφτη τ’ ουρανού σ’ ακολουθούσα
για ‘σένα έγραφα να πω όσα δεν τολμούσα.
Χίλια κομμάτια σαν γυαλί μπροστά σου σπάω
να ‘σαι καλά και μην ξεχνάς πως σ’ αγαπάω.
Στο ποίημά «Τα πουλιά του Φθινοπώρου», μας ξαφνιάζει ευχάριστα, όταν διαβάζουμε τους υπέροχους στίχους:
Τα πουλιά του φθινοπώρου δραπετεύουν
μ’ ανεμόσκαλα την αύρα του νοτιά.
Και ακολουθούν οι θαυμάσιοι στίχοι του, στο ποίημά του «Το μαντήλι»:
Φεύγοντας σου ‘πεσαν στη σκάλα τα κλειδιά
κι ένα μαντήλι από μετάξι που ‘χα πλέξει
πίσω δεν έστρεψες να ρίξεις μια ματιά
σε πήρε η νύχτα κι έφυγες προτού να φέξει.
Έτρεξα κάτω απ’ τις σταγόνες της βροχής
για να μαζέψω τα ενθύμια της φύσης σου
αν είχες μέσα στην καρδιά σου ίχνος ντροπής
το μεταξένιο δώρο, θα ‘παιρνες μαζί σου.
Και στο ποίημά του: «Η βέρα», γράφει με παράπονο μικρού παιδιού:
Σου ‘δωσα στέγη κι απανέμι μην κρυώσεις
σου ‘στρωσα στρώμα, τα όνειρά σου, να ξαπλώσεις.
Τίποτα όμως δεν εκτίμησες εσύ.
Η νύχτα θέλει συντροφιά και κάνει χώρο
αυτή τη βέρα που φοράω της δίνω δώρο
αφού δεν θέλησες, να ζήσουμε μαζί.
Και στο ποίημα: «Αγναντεύοντας», ο ποιητής, καθισμένος σ’ ένα βράχο, ονειροπολώντας γράφει:
Αγναντεύοντας της θάλασσας το νάζι
το παράφωνο τραγούδι απ’ το μπουγάζι
καθισμένος σ’ ένα βράχο ζωντανό.
Μπαίνει η αρμύρα στην ψυχή μου και φωλιάζει
σαν σειρήνα με μαγεύει και μου τάζει
λόγια ανείπωτα, την ώρα που πονώ.
Στο ποίημα που ακολουθεί, με τον τίτλο «Αξεσουάρ», χαράζει τους γλυκύτατους στίχους:
Μέρες περίμενα η σελήνη να γεμίσει
τη νύχτα ασήμια φεγγαρόσκονη να ντύσει.
Κράτησα απ’ το Σαββατιάτικο φεγγάρι,
στο ‘δωσα, φως μου, να το κάνεις μαξιλάρι.
Στο ποίημά του δε με τον τίτλο: «Εμείς κι εμείς», αφήνει το βαθύτατό του παράπονο, φορτωμένο με μπόλικη αγανάκτηση, κραυγάζοντας σιωπηλά:
Λάφυρο πήραμε στον ώμο το φιλότιμο
σ’ ένα ντουνιά άδειο, φθονερό και αφιλότιμο
το χέρι απλώσαμε κι αγάπη ζητιανέψαμε
σε παλιατζήδες που φτηνά την παζαρέψανε.
Πουλιά τα λόγια κι οι υποσχέσεις που μας τάξανε
βαρύ καλάθι υπό μάλης μας κρεμάσανε
κι εμείς που μύγα στο σπαθί μας δεν δεχτήκαμε
από αγανάκτηση, στους δρόμους κατεβήκαμε.
Στο ίδιο μοτίβο της αγανάκτησης και της οργής και οι στίχοι στο ποίημα «Αρένα ταυρομάχων»:
Στα μεροκάματα του τρόμου μια ζωή
σαν μαριονέτες οι αφεντάδες μας τραβάνε
κι εμείς σωπαίνουμε, σε κάθε προσβολή
για τα παιδιά μας, που δε φταιν και δε χρωστάνε.
Και στο ποίημα, αφιερωμένο, στη μητέρα του, με τον τίτλο: «Έχεις δρόμο, μάνα ακόμη» γράφει:
Η ζωή σου περασμένη στην οπή του βελονιού
με κλωστή τσαλακωμένη ράβεις φόδρα παπουτσιού
όξινη βροχούλα αγγίζει το παντζούρι το κλειστό
την εικόνα να δακρύζει βλέπει που ‘χει το Χριστό.
Στου καημού τις συμπληγάδες και στου πόνου τις ρωγμές
σαν καράβι ταξιδεύεις και σε πνίγει το ίδιο χθες.
Ποια σειρήνα μαγεμένη θα σε κάνει να ξεχνάς
ποια γοργόνα πικραμένη θα αντέξει όσα περνάς.
«Το τραγούδι του ανέμου», στην τρίτη του στροφή προτρέπει γλυκά – τρυφερά και μοιάζει σαν ικεσία γλυκιά, πονεμένης μανούλας:
Στο καλό, παλληκάρι μου, γεια σου,
μην ξεχάσεις, εκεί που θα πας
σημαδάκια στην άμμο ν’ αφήσεις,
να ‘χω ελπίδα, πως ίσως γυρίσεις.
Και ακολουθεί το όντως εξαιρετικό ποίημά του «Το χελιδόνι».
Τ’ ορφανεμένο χελιδόνι, που του γκρεμίσαν τη φωλιά
σ’ ένα παρμπρίζ ενός φευγάτου αυτοκινήτου
κολλάει, καθώς η νύχτα απλώνει το αγκαλιάζει η ερημιά.
Κι αφήνει ενέχυρο το άψυχο κορμί του.
Πάνω στην άσφαλτο που καίει, σκορπίζει κόκκινα φτερά
στέλνει ένα γράμμα με τον άνεμο στο νότο.
Κανείς δε ρώτησε ποιος φταίει κι ούτε που βρέθηκε καμιά
ποτέ απόδειξη, στους εγκλήματος τον τόπο.
Την τελευταία φορά καθόταν πάνω στα σύρματα του ΟΤΕ
κι έκανε σχέδια για το επόμενο ταξίδι
το «πάντα» ποιος το προδικάζει και ποιος ορίζει το «ποτέ»
το κέρμα δύο όψεις έχει, δύο και το παιχνίδι.
Απαισιόδοξος και πάλι ο ποιητής, γράφει στίχους λυγμικούς, στο ποίημα «Το φως της σκοτεινιάς»:
Οδοιπορείς μες στη βροχή σαν τόσους άλλους
έτσι γυμνός, απ’ το Θεό μαστιγωμένος
απ’ τους ανθρώπους χρόνια αποξενωμένος
δικός σου είναι αυτός ο κόσμος μα και ξένος.
Σαν μια δειλή φωνή με τόνους κραυγαλέους
πάντα ο καθένας στέκεται απέναντί σου
κι εσύ σφουγγάρι στο σκοτάδι της αβύσσου
απορροφάς το κάθε τι με τη σιωπή σου.
Ένας πολύ πρωτότυπος ορισμός της ζωής βρίσκεται στο ποίημα «Ανοιχτή παλάμη»:
Καθενός ανθρώπου η ζωή βρίσκεται σε μια ανοιχτή παλάμη
άλλου έχει μια βελούδινη υφή
κι αλλουνού πληγές και γρέζια κάνει.
«Φταίνε τα θλιμμένα βράδια», είναι ο τίτλος του ποιήματος, στο οποίο διαβάζουμε:
Δεν μας φταίνε τα τραγούδια που ‘χουν στίχο θλιβερό
δεν μας φταίνε τα λουλούδια, που δεν ήπιανε νερό,
δεν μας φταιν’ τα καλοκαίρια, που ‘ναι σύντομα πολύ
τ’ ουρανού δε φταιν’ τ’ αστέρια, που μισεύουν κάθε αυγή.
Φταίνε τα θλιμμένα βράδια κι η αγάπη που πονά
λαβωμένη απ’ τα σημάδια στης ζωής το σινεμά
φταίν’ τα κουρασμένα χάδια κι ο καιρός που προσπερνά
σαν αλήτης στα σκοτάδια μας πληγώνει, μας γερνά.
Σταματούμε τώρα στο ποίημα, με τον τίτλο: «Ανθρώπινοι εραστές», όπου η τελευταία στροφή, μας αγγίζει την ψυχή, με τους σιγηλούς στίχους της:
Χωρίς αστέρια δέξου
αυτόν τον ουρανό
έτσι μουντό, όπως στο
βλέμμα σου προβάλλει
σαν το κρασί πάρ’ την
ψυχή μου στο μπουκάλι
και σκόρπισέ την στο
δικό σου ωκεανό.
Και τελειώνουμε με την δεύτερη στροφή, απ’ το ποίημα: «Ο κόσμος».
Ο φθόνος γύρω μου πολύς
κι η μπέσα όλο λιγοστεύει
στο δρομολόι της ζωής
καθένας μόνος ταξιδεύει.
Σ’ αυτό τον κόσμο της ντροπής
κανείς κανένα δεν πιστεύει.
Τα νυχτάστερα παίρνει ο ποιητής μας αγκαλιά και προσπαθεί κραυγάζοντας, σιωπώντας, κραδαίνοντας σαν λάβαρο τη ματωμένη του καρδιά, να ξυπνήσει συνειδήσεις, να σοδιάσει όνειρα, να ρουφήξει φως.
Πασχίζει κρυμμένος στον ίσκιο της ζωής, να κρατήσει το άρωμα της χαράς και να μη σβήσει το ειρηνικό λυχνάρι.
Όχι «ό,τι είναι δικό σου, μου ανήκει», αλλά «ό,τι είναι δικό μου, σου ανήκει», αυτό επιτάσσει η αγάπη του.
Γιατί κάθε προσφορά, δε μετριέται με την αξία εκείνου που προσφέρεται, αλλά με τη δυνατότητα και τη διάθεση εκείνου που το προσφέρει.
Τ’ ανθρώπου πρέπει να πετά
κι όχι να καβρουλίζει
κι ορθός τσι μπόρες να περνά
και να τσι κουλαντρίζει.
Ο Κώστας Μαρής, είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, με πολύ πλούσιο ταλέντο, ήρεμος, μετρημένος και παραστατικός, σαν στιχουργός. Λαϊκός και απρόβλεπτος. Αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα είναι, ότι μπορεί να σου μεταφέρει μια εικόνα, ένα συναίσθημα ή μια σκέψη του, μαζί με τη μελωδία της, αφού όλα σχεδόν τα τραγούδια του, είναι μελοποιημένα, γιατί καταφέρνει να γεννά και τα δυο μαζί, στίχο και μελωδία.
Ο εκδότης του βιβλίου σου, Κώστα, γράφει: Η ευχή μας είναι να βρει κλαδί να καθίσει, το περιστέρι, που θα πετάξουμε από την Κρήτη.
Προσυπογράφω και είμαι πραγματικά πολύ περήφανη, που είσαι ανιψιός μου και νιώθω επίσης βαθιά εκτίμηση, θαυμασμό και αγάπη, για σένα.
Σε ευχαριστώ πολύ, για ό,τι πολύτιμα γλυκό μου γέμισε την ψυχή μου, η ανάγνωση του υπέροχου βιβλίου σου, γιατί με έκανες να ονειρευτώ ξανά και ξανά και να δω τον κόσμο μας σίγουρα αλλιώς.
Και πάλι και πάλι σ’ ευχαριστώ.
* Η Λίτσα Πατρελάκη-Κουγιουμουτζή είναι σ. δασκάλα