Καθώς ο Νοέμβρης υπενθυμίζει στους Έλληνες να ετοιμάζονται για έναν ακόμη δύσκολο χειμώνα, ο κυρ-Παντελής με υποδέχτηκε όπως πάντα: Σαν ένα παλιό καλό φίλο. Έφερε το καραφάκι με τη ρακή, έφερε ελιές και παξιμάδι, έκοψε και τη ντομάτα σε φέτες και κάθισε δίπλα μου.
– Το παξιμάδι το ζυμώνω μοναχός μου με τρόπο παλιό, παραδοσιακό που έμαθα απ’ τον πατέρα μου. Δοκίμασε!
Μου αράδιασε διάφορα ρητά και μαντινάδες γεμάτες από την παλιά σοφία των Κρητικών κι απ’ τον Ερωτόκριτο, ώσπου στο τέλος, καθώς η κουβέντα ήρθε στα «πολιτικά», ο Παντελής δεν άντεξε και μονολόγησε:
– Μα το θεό που είναι στα ψηλά, δεν καταλαβαίνω που το πάνε!
Τη λεηλασία της σύνταξης και της ιατρικής του περίθαλψης ο Παντελής ποτέ δεν θα καταφέρει να τις εκφράσει με λόγια, γιατί η αγανάκτηση δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Όμως έστω κι αν δεν μπορεί να τα εκφράσει, τα νοιώθει και τα βιώνει αυτά μετρώντας τα λίγα δεκάρικα που του απομένουν στην τσέπη. Η αγανάκτηση του αγκυλώνει το στομάχι και του φέρνει εμετό. Το ερωτηματικό που τον βασάνιζε, «γιατί άραγε να συμβαίνουν όλα αυτά» έχει τώρα μετατραπεί σε αγανάκτηση για τους απαθείς και αδιάφορους κυβερνήτες του. Γιατί εδώ που τα λέμε, ο Παντελής δεν είναι όποιος κι όποιος. Ήταν ένας δουλευτής μεροκαματιάρης που δεν του χαρίστηκε ποτέ τίποτα. Ότι έχει, το έφτιαξε με τα δυο του χέρια. Είναι ένας νοικοκύρης αληθινός, με τιμιότητα και ντομπροσύνη, με αρχές και με όνειρα, να όμως που τώρα έρχονται τα πάνω – κάτω και η μόνη επίγευση είναι ένα παράπονο που ανεβαίνει στο λαρύγγι του και τον πνίγει.
– Μας φέρνουν στο απροχώρητο. Γιατί; Δεν μπορώ να το εξηγήσω!
– Να σου δώσω εγώ μια εξήγηση κυρ Παντελή.
Αστράψανε τα μάτια του περιμένοντας το παρακάτω.
– Κάθισαν λοιπόν που λες οι αξιότιμοι συγκυβερνήτες μας και το σκέφτηκαν το πράγμα:
– Πως θα καταφέρομε να εφαρμόσομε την πολιτική των μνημονίων (την οποία ήδη έχομε ψηφίσει στη Βουλή) περιορίζοντας όμως στο ελάχιστο τη δημοσκοπική ζημιά μας από την αγανάκτηση του «λαού»; (είπε ο ένας).
– Το βρήκα: Από τη μια θα επιβάλλομε τους φόρους, και από την άλλη θα εξαγγέλλομε …«φοροελαφρύνσεις» (απάντησε ο άλλος)!
– Μεγαλοφυές! Ιδιοφυές. Έτσι θα τους καλμάρομε και φυσικά ξέρομε ότι το παν είναι οι εντυπώσεις, τα λόγια, το παραμύθιασμα!
Αυτά σκέφτηκαν λοιπόν αγαπητέ Παντελή και αυτά εφαρμόζουν. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Καθώς μιλούσα, ο Παντελής απέφευγε να με κοιτάξει στα μάτια. Σαν τους ανθρώπους τους δύσπιστους που δεν εμπιστεύονται κανένα, και δεν κοιτάζουνε στα μάτια το συνομιλητή τους, μήπως και αποκαλυφθεί η δυσπιστία τους.
– Δηλαδή, σοβαρά τώρα, εσύ δεν βλέπεις κάποια λύση; Σ’ αυτή τη ρότα θ’ αρμενίζομε;
– Υπάρχει λύση φίλε Παντελή, και την κρατείς στα χέρια σου εσύ ο ίδιος. Είναι η ψήφος σου στις εκλογές. Είναι η μοναδική, καταλυτική στιγμή της δημοκρατίας όταν ο πολίτης κρατά στα χέρια του μέσα στην ψήφο του τις τύχες της χώρας! Άλλο βέβαια που συχνά την ψήφο του τη χαραμίζει με λάθος επιλογές για ένα σωρό λόγους.
– Εσύ δηλαδή τί προτείνεις; Ποιον θα πρότεινες εσύ να ψηφίσομε στις ερχόμενες εκλογές για το τιμόνι της χώρας;
– Με στρίμωξες πάλι Παντελή, αλλά δεν ωφελεί να σου λέω εγώ, μόνος σου εσύ πρέπει ν’ αποφασίσεις. Τι αλήθεια ονειρεύεσαι εσύ Παντελή; Πως θα ήθελες την κοινωνία που ζεις; Σίγουρα ονειρεύεσαι μια κοινωνία δημοκρατική, όπου γυναίκες και άνδρες κάθε ηλικίας, πλούσιοι και μη, κάθε είδους μειονότητες και μετανάστες, θα αντιμετωπίζονται ισότιμα και δίκαια. Όλοι θα συμβάλλουν στη λειτουργία της κοινωνίας αυτής και θα έχουν λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν. Είναι απλό λοιπόν να βρεις ποιον σου ταιριάζει να ψηφίσεις! Αυτόν που επιμένει πως θα φέρει ψωμί και αξιοπρέπεια στον ελληνικό λαό.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για μένα: Μέσα στην κοινωνική και οικονομική ερημοποίηση, εγώ ονειρεύομαι μόνο το δίκαιο χέρι που θ’ ανασηκώσει τη χώρα από εκεί όπου τώρα είναι πεσμένη και θα την οδηγήσει στο μονοπάτι της αξιοπρέπειας και της οικονομικής ανάρρωσης. Αχ Παντελή!
Αναστέναξα. Οι χάντρες του κομπολογιού του Παντελή χτυπούσαν τικ-τακ, κι οι χτύποι του έμοιαζαν με τους χτύπους της καρδιάς του. Ένας δύσκολος χειμώνας άρχιζε και ο Παντελής έβλεπε τα περιθώρια να στενεύουν.
Τικ-τακ. Το παιδί που έκρυβε μέσα του είχε ξυπνήσει και χοροπηδούσε, επαναλαμβάνοντας πεισματικά: Ψωμί και αξιοπρέπεια.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός