Είναι χάρισμα να διακωμωδείς καταστάσεις, χωρίς να σοκάρεις τους ενδιαφερόμενους. Και ο Κώστας Μαμαλάκης είχε αυτό το ταλέντο. Με συγγραφική μαεστρία, Τσιφόρου, περιγράφει καταστάσεις στη σειρά «Η πόλη που δεν σβήνει», που προκαλούσαν το χαμόγελο στα χείλη και των αμέσως ενδιαφερομένων.
Είναι γιατί το είχαν λίγο στο «αίμα» τους το πείραγμα οι παλιοί Ρεθεμνιώτες.
Ανέκδοτο δεν είχε μείνει η φάρσα επώνυμου Ρεθεμνιώτη, που για να πειράξει φίλο του, που αφαιρείτο συχνά, τηλεφώνησε στο γραφείο του και του ζήτησε να φωνάξει …τον Κωστή Γιαμπουδάκη απέναντι, στο τηλέφωνο, που τον ήθελε κάτι. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ο άλλος ότι επρόκειτο για τον ήρωα που σε άγαλμα δέσποζε απέναντι, έπεσε το γέλιο της… αρκούδας.
Ο Δημητρός και το αυτοκίνητο
Ανάμεσα στις πολλές χαριτωμένες ιστορίες που περιγράφει ο Μαμαλάκης κι αυτή, που διασκευάζουμε υποχρεωτικά για οικονομία χώρου. Ο Δημητρός ήταν γαμπρός ενός από τους δημοφιλέστερους ιερείς που πέρασαν από το Ρέθυμνο. Ήταν καλός, με πολλές συμπάθειες, έντιμος επαγγελματίας και άνθρωπος της προόδου. Ήθελε να βαδίζει μπροστά από τον καιρό του και να δημιουργεί. Είχε ένα εστιατόριο στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη και ποτέ δεν τον άκουσε πελάτης, ας ήταν κι ο πιο παράξενος του κόσμου, να αγανακτήσει ή να προσβάλει κανένα. Αξίωμά του είχε το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» και ευχαρίστως δεχόταν κάθε παράπονο και άντεχε κάθε παραξενιά.
Υποδεχόταν τον κόσμο στο μαγαζί του με ένα πελώριο χαμόγελο και το «μετά χαράς» δεν έλειπε ποτέ από το στόμα του.
Μια μέρα ο Δημητρός είδε ένα πράμα που τον εντυπωσίασε σε αφάνταστο βαθμό. Ήταν το πρώτο αυτοκίνητο «δημόσιας χρήσης» στο Ρέθυμνο του 1922!
Στεκόταν και το χάζευε ο φιλοπρόοδος συμπολίτης και πολλοί τον άκουσαν να επαναλαμβάνει:
«Ωραίο πράμα μωρέ παιδί μου το αυτοκίνητο».
Ξύπνησε ο επιχειρηματίας
Ο θαυμασμός ωστόσο δεν άργησε να του ξυπνήσει και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Η απόκτηση ενός αυτοκινήτου ήταν μια επικερδής επένδυση. Η μεταφορά κόσμου και θα εξυπηρετούσε και θα ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, αφού δεν σε κρατά στο ίδιο πάντα μέρος.
Μεράκι λοιπόν είχε ο Δημητρός για το αυτοκίνητο κι επειδή ποτέ δεν άφηνε τα όνειρά του να ναυαγήσουν, κατάφερε με το καλό κουμάντο που ήξερε, να αποκτήσει ένα «φορτάκι». Έτσι έλεγαν οι οδηγοί τα Ford εκείνη την εποχή.
Επειδή όμως ήταν και οργανωτικός, προσέλαβε έναν σοφέρ για να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια οι πελάτες του κι έβαλε μπροστά τη νέα του επιχείρηση εκτελώντας δρομολόγια. Εκεί βέβαια που υπήρχαν δρόμοι έστω και κατά υποψία.
Μάλλον πως είναι προαιώνια κατάρα για την πόλη μας να στερείται της καλής οδοποιίας, αν σκεφτούμε ότι ποτέ οδηγοί δεν απόλαυσαν οδήγηση στο Ρέθυμνο.
Χαιρόταν το αυτοκίνητό του ο Δημητρός αλλά φύση ανήσυχη πάντα ήθελε να μάθει και να οδηγεί. Μέχρι πότε θα είχε το βοηθό του;
Όποτε λοιπόν έκανε τη βόλτα του με το σοφέρ, παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι κάθε του κίνηση, ρωτούσε, και δεν άργησε να ξεθαρρέψει και να καθίσει στο τιμόνι. Έτσι «κουτσά στραβά» πήρε μερικά μαθήματα αλλά όχι συστηματικά. Και η μόνη του «ειδίκευση» ήταν στο τιμόνι. Για όλα τα άλλα ντεμπραγιάζ, φρένα, γκάζι είχε το σοφέρ του.
– Δεν γίνεται να έχεις παντού το νου σου έλεγε μερικές φορές όταν ο σοφέρ προσπαθούσε να του εξηγήσει την αναγκαιότητα γνώσης και των υπολοίπων που συνιστούν το μηχανικό σύστημα του αυτοκινήτου και ενεργοποιούν την κίνησή του. Τι θα ξανοίγεις; Επέμενε. Τα τιμόνι που είναι και το σπουδαιότερο ή όλα τούτα τα συμπράγκαλα;
Κι επέμενε να είναι αφοσιωμένος στο τιμόνι, ενώ ο βοηθός φρόντιζε για τα υπόλοιπα.
Οι βιαστικοί πελάτες
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα καταφθάνουν στο γραφείο του ένας δικηγόρος κι ένας βιβλιοχαρτοπώλης που ήταν και εκλεκτός ποιητής. Είχαν σοβαρή υπόθεση στο Πέραμα κι έπρεπε να πάνε αμέσως.
«Μετά χαράς» φώναξε κατά το συνήθειό του ο Δημητρός και κάθισε αμέσως στο τιμόνι.
Αυτό σαν να μην καλάρεσε στους πελάτες.
– Εσύ θα μας πας Δημητρό; ρώτησε ο βιβλιοπώλης. Είντα έμαθες να οδηγείς;
– Πως αλίμονο απαντά με άνεση «Σουμάχερ» ο αυτοκινητιστής.
– Ο οδηγός σου; συνέχισε να αμφιβάλει και να το δείχνει ο άλλος.
– Άσε τον κακομοίρη. Έχει πέσει με την «κεφαλή» από «πόντα».
Κι επειδή η αμηχανία των πελατών έδειχνε το δισταγμό τους, φόρεσε ο Δημητρός το πιο πλατύ του χαμόγελο και τους είπε:
– Άντε μωρέ και θα δείτε… Το τιμόνι το παίζω στα δαχτύλια μου…
Τι να κάνουν κι άλλοι. Μπήκαν μέσα. Είχαν άλλωστε τόση βιασύνη να πάνε στο Πέραμα που δεν σήκωνε καμιά αναβολή το θέμα.
Πριν ξεκινήσουν τους κάνει και πάλι «την καρδιά περιβόλι» ο Δημήτρης λέγοντας:
-Με μια συμφωνία όμως.
-Να την ακούσουμε Δημητρό.
– Εγώ Γιώργη, λέει στο βιβλιοπώλη, θα είμαι αποκλειστικά στο τιμόνι, για να είμαι απερίσπαστος κι εσύ θα ‘χεις ούλα τ’ άλλα.
– Δηλαδή; ψελλίζει έκπληκτος ο βιβλιοπώλης.
– Να Γιώργη μου. Θα καθίσεις πλάι μου και θα πατείς με τον πόδα σου, άμα σου λέω το γκάζι, επαέ ναι: νάτο, το ντεμπραγιάζ νάτο και το φρένο νατο. Άμα δε βαριέσαι θα ζουλάς και τη φούσκα τση μούζικας να μη πατήσουμε κιανέναν άνθρωπο.
(Τότε βλέπετε δεν υπήρχαν κόρνες αλλά το πουάρ μιας μικρής σάλπιγγας).
Κοιτούσε ο βιβλιοπώλης κάθιδρος και δεν ήξερε αν έπρεπε να κατέβει αμέσως.
– Μπρε Δημητρό αποφάσισε να πει. Μη μας αδειάσεις ποθές;
– Μα κοπέλια είμαστε μπρε Γιώργη; Να μείνεις ήσυχος. Θα πάμε στο Πέραμα «σαξελίμικοι».
Από τη μια η δικάσιμος που είχαν από την άλλη η έλλειψη (ζήτημα να υπήρχαν δυο τρία αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο). Τι να κάνουν οι φουκαριάρηδες οι πελάτες; Πήραν τη μεγάλη απόφαση. Άλλωστε κάπου είχε δίκιο ο Δημητράκης που έλεγε ότι το παν στην οδήγηση είναι το τιμόνι…
Έπειτα ο καημένος ο οδηγός έκανε το παν για να τους εξασφαλίσει την άνετη μετάβαση.
– Θα πάρουμε τους είπε μαζί και μια λάμπα θυέλλης και το μικιό του μαγαζιού. Κι αν χαλάσουνε τα φώτα του αυτοκινήτου -δεν ξέρει κανείς τι γίνεται- θα τονε κάτσουμε στο φτερό, όχι στο καζάνι γιατί πυρώνει και βγάνει ατμούς -να κρατεί τη λάμπα να μασέ φέγγει αν χρειαστεί…
Οργανωμένα πράγματα δηλαδή…
Περιπέτεια στου Κόρακα την Καμάρα
Είχε πάει 5:00 η ώρα όταν ξεκίνησαν. Προχωρούσε το αυτοκίνητο σιγά με την ελάχιστη ταχύτητα. Όταν έφτασαν στου Κόρακα την Καμάρα συνάντησαν μερικά πρόβατα κι ένα βόδι που τα λαλούσε ο βοσκός άκρη άκρη στο δρόμο. Μπορούσε να περάσει το αυτοκίνητο. Αλλά και τη …μούζικα γιατί την είχαν; Πρόσταξε λοιπόν ο Δημητρός έτσι για εφέ να παίξει την κόρνα ο Γιώργης. Δυστυχώς όμως λογάριασαν χωρίς το… βόδι, που ξιπάστηκε από το θόρυβο και κάνοντας στροφή προς το αυτοκίνητο, έπεσε με τα κέρατα στη μάσκα κι έσπασε τα φανάρια.
Στο μεταξύ -χειμώνας ήταν- πήρε να βραδιάζει νωρίς. Ο ουρανός φορτωμένος προειδοποιούσε για βροχή.
Έφτυνε τον κόρφο του να μην τον βασκάνει ο Δημητρός για την προνοητικότητά του.
– Καλά που πήρα και το φανάρι μονολογούσε.
Άναψε το φανάρι, σήκωσε και το μικρό και τον απόθεσε στο φτερό, για να το κρατεί και να φωτίζεται αμυδρά έστω ο δρόμος.
«Αντεστε και καλή μας στράτα, είπε ο Δημητρός κάνοντας το σταυρό του και πηγαίνοντας «κούτσα – κούτσα».
Κι ήρθε η κατηφόρα
Εκεί στου Σταυρωμένου πιάσανε μια μεγάλη κατηφόρα. Τ’ αμάξι πήρε να ρολάρει με ταχύτητα.
– Γιώργη πάτα φτένο βάζει τις φωνές ο Δημητρός.
Πάνω στη σύγχυση όμως πατάει ο άλλος το γκάζι. Φουλάρει η μηχανή, τινάζεται το αμάξι κι αρχίζει να τρέχει ιλιγγιωδώς.
– Φρένο μωρέ σου ‘πα, πάτα φρένο ουρλιάζει ο Δημητρός.
Αλλά ο συνοδηγός μάταια προσπαθούσε να βοηθήσει. Το καημένο το φρένο πώς να πιάσει που είχε αχρηστευθεί από το τράνταγμα;
«Στεσ’ το Δημητρό»
Έτσι συνέχιζε το αυτοκίνητο τον φρενήρη δρόμο του.
Είδαν το χάρο με τα μάτια τους οι επιβάτες εκτός από τον οδηγό που αφοσιωμένος στο τιμόνι απολάμβανε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, καθώς το αυτοκίνητο είχε απογειωθεί.
– Στέσ’ το Δημητρό. Άρχισε να φωνάζει ο συνοδηγός. Για το Θεό στέσ’ το.
– Μην το συζητάς απαντά ο άλλος που είχε πάρει τώρα για τα καλά τον αέρα του οδηγού…
– Για το Θεό Δημητρό στέσ’ το είπα.
– Μην επιμένεις δεν γίνεται…
Ευτυχώς βρέθηκε μια ανηφόρα και το αμάξι σταμάτησε…
Είχε νυχτώσει πια και το Πέραμα δεν είχε φανεί… Ήταν τόσο μακριά ακόμα.
Ο Κώστας Μαμαλάκης δεν μας λέει τελικά αν έμεινε το δρομολόγιο στη μέση. Τελειώνοντας εξυμνεί τους πρωταγωνιστές του επεισοδίου που ήταν βέβαια και από τους αξιαγάπητους Ρεθεμνιώτες, που όλοι τιμούσαν και σέβονταν.
Δυστυχώς για το Δημητρό, μπορεί να σώθηκε από την περιπέτεια αυτή αλλά δεν πρόλαβε αργότερα, να καμαρώσει το γιο του, διαπρεπή καθηγητή Πανεπιστημίου, που η φήμη του, με τις πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες του, είχε ξεπεράσει τα όρια της χώρας. Καμάρι για έναν πατέρα που με τίμιο ιδρώτα φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από την οικογένειά του και δεν είχε άλλη φιλοδοξία από το να σπουδάσει τα παιδιά του και να τα δώσει στην κοινωνία άξιους πολίτες.
Ευτυχώς το επεισόδιο αυτό δεν ήταν μοιραίο και για τους άλλους επιφανείς επιβάτες. Ιδιαίτερα για τον βιβλιοπώλη που ήταν κι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος και άξιος ποιητής που μας άφησε σπουδαίο έργο. Και συνέχισε να τιμά τον τόπο του και στα Χανιά που αργότερα χρειάστηκε να μετοικήσει.
Κι εγώ είμαι ο Καναρίνης
Κι ένα ακόμα χαριτωμένο περιστατικό από τη χαρισματική γραφίδα του αξέχαστου συμπολίτη Κώστα Μαμαλάκη με την απαιτούμενη διασκευή φυσικά Βάλσαμο η ανάγνωση των κειμένων του και λύση απόδρασης, η διασκευή τους, για το σημερινό αναγνώστη, που με όσα μας περιστοιχίζουν έχει «μαυρίσει» η ψυχή όλων.
Σε παλαιότερα κείμενα είχαμε περιγράψει τον Καναρίνη, τον περίφημο διανομέα που εξυπηρετούσε τους πάντες μεταφέροντας τα καλάθια από το Ρέθυμνο στην Αθήνα. Ήταν αυτός που δεν είχε ποτέ υποχρεωθεί σε κανένα, ο επιστήθιος φίλος του Εμμανουήλ Τσουδερού και ο μόνος που επιτρεπόταν να μπει στο γραφείο του χωρίς ραντεβού. Γιατί έδινε ανάσα ψυχής στον αξέχαστο πολιτικό.
Ο Βασίλης Τζανιδάκης, όπως ήταν το όνομά του, εθεωρείτο από τους πιο ετοιμόλογους Ρεθεμνιώτες και λάτρης της πλάκας και του καλαμπουριού, στην πιο εξευγενισμένη του μορφή, από τους λίγους.
Στην αρχή νόμιζαν ότι θα μείνει ο αιώνιος εργένης. Κι όμως έγινε οικογενειάρχης από τους άριστους.
Ήταν αυτός που κάποτε βοήθησε να ξεφορτωθεί το Ρέθυμνο ένα διορισμένο από το Μεταξά νομάρχη που είχε ταλαιπωρήσει αφάνταστα τους Ρεθεμνώτες. Κι ήταν η μόνη φορά που υποχρεώθηκε στο φίλο του Τσουδερό.
Η μοίρα των αθοτύρων
Σε κάποιο δρομολόγιό του προς Αθήνα, ένα καλοκαίρι, ο Καναρίνης, είχε φοβερή αγωνία γιατί κουβαλούσε αναρίθμητες καλαθούνες με ευπαθή προϊόντα και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το πλοίο του πήρε σήμα να πλεύσει ολοταχώς στη Σαντορίνη για να επιβιβαστεί ένα επίσημο πρόσωπο. Άναψε και φούντωσε ο Καναρίνης, χωρίς να ευθύνεται μόνο η ζέστη γι’ αυτό. Και σε λίγο έγινε βαπόρι, όταν χρειάστηκε, φτάνοντας στο λιμάνι που τους έστειλαν, να περιμένουν άλλες δυο ώρες, μέχρι να τελειώσει ο επίσημος τις υποχρεώσεις του και να επιβιβαστεί.
– Θεόψυχά μου ν’ ανάψουνε θέλει οι αθοτύροι μονολογούσε ο Καναρίνης πηγαίνοντας πάνω κάτω.
Και σε μια στιγμή δεν άντεξε.
– Άμε στο γεροντοδιάολο «επίσημο πρόσωπο» έβαλε τις φωνές.
Φαίνεται όμως ότι τέλειωναν τα βάσανα των επιβατών και του Καναρίνη φυσικά, γιατί σε λίγο στη σκάλα, ένας ναύτης έκανε τόπο να περάσει κάποιος.
– Το επίσημο πρόσωπο. Επιτέλους άρχισε ο κόσμος να ψιθυρίζει με ανακούφιση.
Το αντιλαμβάνεται ο Καναρίνης και ξεσπά.
– Ποιος κερατάς είναι τέλος πάντων αυτός που άλλαξε ρότα του πλοίου και μας έχει και τον περιμένουμε σαν γάιδαροι στον ήλιο δυο ώρες.
Ένας κοντός κύριος που άκουσε τον Καναρίνη παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
– Εγώ είμαι ο υπουργός Μαρκεζίνης.
– Κι εγώ είμαι ο Καναρίνης του απαντά με έμφαση ο Βασιλάκης και του γυρίζει την πλάτη. Ύστερα απομακρύνεται λίγο σουλατσάροντας νευρικά και μονολογεί.
– Ανάθεμά σε κοντός κι ασκημομούρης είσαι και μου πιλώθεις κιόλας. Άκου εγώ είμαι ο Μαρκεζίνης…
Ποιος ξέρει αν υπήρχαν τότες τηλεοράσεις ίσως και ο Καναρίνης να ήταν πιο συγκρατημένος από σεβασμό στο πολιτικό πρόσωπο. Αλλά πώς να μην αγανακτήσει ο φουκαράς που εξαιτίας του γνωστού πολιτικού, που έγραψε και ιστορία στην οικονομία του τόπου, κινδύνευσε να πάει ξυνισμένους του αθότυρους στους πελάτες του.
Ευλογημένος ο Κώστας Μαμαλάκης που μας διέσωσε τόσες χαριτωμένες λεπτομέρειες από την άγνωστη καθημερινή ζωή ενός Ρεθύμνου, στερημένου μα τόσο αγνού, που δεν υπάρχει πια…