Όταν η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, απέτυχε να καταλήξει με την τότε Τρόικα σε συμφωνία, παρά τις προτάσεις Χαρδούβελη για τους όρους θετικής αξιολόγησης του προγράμματος, από το Eurogroup, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως τότε αξιωματική αντιπολίτευση δεν κατάλαβε ότι είχε γίνει ήδη η κίνηση ματ, όχι κατά του Σαμαρά, αλλά κατά της δικής του αναμενόμενης κυβερνητικής εμπειρίας. Το τι ισχυρίζομαι με αυτή την διαπίστωση είναι απλό:
Όταν καθ’ όλη τη διετία της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, ο ΣΥΡΙΖΑ, συσπείρωνε τη μέγιστη αντίδραση των κατά των μνημονιακών μέτρων, υπό τη σημαία της κατάργησης του μνημονίου και των εξ’ αυτού αντιλαϊκών μέτρων, το Κεντρικό Πολιτικό Σύστημα της Ε.Ε., έγκαιρα συνειδητοποίησε δύο βασικά πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι η πολεμική του ΣΥΡΙΖΑ κατά του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, απειλούσε με ενεργοποίηση και άλλων αριστερών ή ευρωσκεπτιστικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης εκ θεμελίων της επίσημης οικονομικής πολιτικής της Ένωσης και το δεύτερο ότι οποιαδήποτε βοήθεια και αν παρείχε εφεξής στη κυβέρνηση Σαμαρά, θα ήταν μάταιη, υπό το κράτος της ολοένα αυξανόμενης επιρροής των αντιμνημονιακών δυνάμεων στη χώρα. Ήταν προφανές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είχε προοπτική τετραετίας, με δεδομένο το αδιέξοδο που παρέμβαλλε η Προεδρική Εκλογή και από την άλλη το ενδεχόμενο επιρροής ή και εκλογικής επικράτησης, πολιτικών δυνάμεων, στην Ευρώπη, και μάλιστα σε χώρες κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, ή η Ιταλία, ήταν τόσο ισχυρό, ώστε θα έπρεπε επειγόντως να τεθεί επί χάρτου, μια πολιτική παγίδευσης και καθοριστικού αφοπλισμού των αμφισβητούντων, όπως στην περίπτωση της Ελλάδος, φωτογραφιζόταν το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ.
Τί θα σήμαινε γι’ αυτούς δηλαδή για το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, η παράταση ζωής στην κυβέρνηση Σαμαρά έως τα τέλη Νοεμβρίου 2015 ή μέχρι την άνοιξη του 2016;
Τί δηλαδή φοβόντουσαν αν η κυβέρνηση Σαμαρά ολοκλήρωνε, με τα μέτρα που προέβλεπε το mail Χαρδούβελη τη μνημονιακή δέσμευση και εξερχόταν στις αγορές; Η απάντηση είναι απλή: Αφενός δεν στοιχημάτιζαν σε εκ νέου επανεκλογή της, μέσω της εκλογικής επικράτησης των συνιστωσών πολιτικών της δυνάμεων, (Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.), και αφετέρου κινδύνευαν να διαπραγματεύονται εφεξής με μια νέα κυβέρνηση, υπό τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά, η οποία απολαμβάνοντας τα οφέλη που η οικονομική σταθερότητα συνεπαγόταν μετά τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική του Μνημονίου, που φτωχοποίησε τη χώρα, θα μπορούσε εκ του ασφαλούς να αναθεματίζει τις πολιτικές των προκατόχων της, επαναφέροντας, με βεβαιωμένο πλεόνασμα, μέτρα κοινωνικής αποκατάστασης και αναδιανομής πλούτου.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο βέβαια, θα ήταν καταστροφικό για όσους χαράσσουν την κρατούσα δημοσιονομική θέση της Ε.Ε. Και αυτό γιατί θα άφηνε πολλαπλά περιθώρια κατ’ αρχήν αμφισβήτησης της πολιτικής που εφαρμόσθηκε ήδη σε χώρες όπως η Πορτογαλία, ή η Ιρλανδία, αλλά και θα ανέτρεπε τις βάσεις υπό τις οποίες εμπεδώθηκε γενικά στον Ευρωπαϊκό χώρο, ως μονόδρομος μια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Την ώρα που η Ευρωπαϊκή ενοποίηση βάλλεται και από την επέκταση της επιρροής ευρωσκεπτιστικών ομάδων, με την πρόσθεση και άλλων, μη αναμενόμενων προβλημάτων, ήταν προφανές ότι θα έπρεπε πάση θυσία να αντιμετωπισθεί το Ελληνικό Θέμα, δηλαδή η επαγγελλόμενη από το ΣΥΡΙΖΑ, (τον σίγουρο νικητή των εκλογών) πλήρης ανατροπή του πυρήνα αυτής της πολιτικής. Θυμηθείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, διαφήμιζε από καιρό την εξαγωγή του μοντέλου αμφισβήτησης του σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, αρχής γενομένης από αυτές του Νότου.
Και εδώ πλέον, έρχεται το σχέδιο που εγκλωβίζει τους ενοίκους της Κουμουνδούρου, δηλαδή τους φερέλπιδες επαναστάτες του ΣΥΡΙΖΑ, με μια κίνηση, που η ιδεοληψία τους, ουδέποτε ανάγνωσε ως ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ, άκρως επικίνδυνη. Έρχονται, (και δεν εννοούνται οι χαράσσοντες την στρατηγική της Ένωσης), στην ουσία σε ρήξη με τη κυβέρνηση Σαμαρά, αφού αρνούνται να θεωρήσουν επαρκείς τις αντιπροτάσεις της για το ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΤΟΤΕ δημοσιονομικό κενό, γνωρίζοντας βέβαια, ότι την οδηγούν σε εκλογές στις οποίες με μαθηματική ακρίβεια θα χάσει. Ανέχονται με μειδιάματα τις προεκλογικές απειλές σε βάρος τους, από έναν ΣΥΡΙΖΑ, που τους ήθελε σαν αρκούδες σε πανηγύρι να χορεύουν, υπό το ντέφι του Λαφαζάνη, ΓΙΑΤΙ αδημονούσαν με τη σειρά τους να ταπεινώσουν τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών της νέας κυβέρνησης, αποκλείοντάς τον από τις διαπραγματεύσεις, αφού πρώτα τον παγίδευσαν στις 20 Φλεβάρη, μ’ ένα κείμενο, όπου ο ατυχής, υπέγραψε τα πάντα, επικαλούμενος την δημιουργική ασάφεια, που οι συνομιλητές του επέβαλαν για να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν, εφεξής, κάθε λέξη του κειμένου.
Ποιά επομένως είναι η κίνηση κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Ότι, απλά, είτε υπογράψει νέο πρόγραμμα με τους δανειστές, που αυτοί θα της επιβάλλουν, είτε αρνηθεί να το υπογράψει, επικαλούμενη «κόκκινες γραμμές» και εθνικές κυριαρχίες που διαστροφικά και παρωχημένα εντρυφούν μόνο σε μυαλά Λεουτσάκων ή Καμμένων, το μήνυμα στην υπόλοιπη Ευρώπη εστάλη:
Είτε συμπορεύεσθε με τους κανόνες που διέπουν την Ένωση, είτε σας επιβάλλεται τέτοια χρηματοδοτική ασφυξία, που θα σας αφαιμάξει τόσο, ώστε εκ των πραγμάτων η Εθνική σας Κυριαρχία, να φαντάζει διαφημιστικό προϊόν κακής ποιότητας. Τα συμπαθούντα των ΣΥΡΙΖΑ ευρωπαϊκά κόμματα, ήταν ο στόχος. Αυτών η επιρροή ενδιέφερε. Και αυτών η επιρροή συρρικνώνεται κάθε φορά που Λαφαζάνηδες και Στρατούληδες απαγγέλλουν για το εγχώριο ακροατήριο τη «παντιέρα ρόσα».
Αν υπήρχε η ελάχιστη πολιτική οξυδέρκεια στον ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως μετά την απόρριψη του mail Χαρδούβελη, θα έπρεπε αμέσως να αλλάξει το σχεδιασμό του και να επιτρέψει σε μια, έτσι και αλλιώς καταδικασμένη κυβέρνηση, να παρατείνει κατά τι το βίο της, μη μπλοκάροντας την Προεδρική Εκλογή. Αν το έπραττε, η σίγουρη επικράτησή του στις προσεχείς εκλογές, όποτε και αν γίνονταν, θα του απέβαλε το άγχος ενός αναγκαστικού διλλήματος, στο οποίο ακόμα και αν καταλήξει χάνει: Κωλοτούμπα,* ή Ρήξη.
Με τις υγείες τους.
*Η κωλοτούμπα βέβαια, στο εσωτερικό της χώρας, θα βαπτισθεί έντιμος συμβιβασμός. Στο εξωτερικό μας ενδιαφέρει πώς θα ερμηνευθεί.
*Ο Θωμάς Δ. Λεχωβίτης είναι δικηγόρος