Ο Γιάννης Σιράγας, ήταν από τους πιο φιλήσυχους ανθρώπους, αναφέρει ο Κώστας Μαμαλάκης, στο αφιέρωμά του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Και προσθέτει:
«Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν τον χαρακτήρα του, ομαλή αρμονική και ανέφελη θα ήταν η συμβίωσή τους.
Με το λεπτό πρόσωπο, το μαύρο μουστακάκι, τα μισόκλειστα στοχαστικά μάτια, πίσω από τα γυαλιά…
Τον θυμάμαι σκυμμένο πάνω στο έντυπο χάρτη -βιβλίο, στο βάθος του Βιβλιοχαρτοπωλείου του και πρακτορείου εφημερίδων. Αποστρεφόταν τον κίτρινο τύπο, που χάλασε τα σχέδια του μεγάλου Αρχιτέκτονα και διέκοψε την προσπάθεια της νέας εξόρμησης για αναδημιουργία, που ‘χε στο ενεργητικό της την ευλογημένη και γόνιμη «βενιζέλειο» τετραετία!
Ροφούσε απολαυστικά μαζί με τον καφέ του και το περιεχόμενο του «Ελεύθερου Βήματος» που πρακτόρευε της σοβαρότερης τότε Δημοκρατικής εφημερίδας.
Του άρεσε ύστερα με μετριοπάθεια και αντικειμενικότητα να συζητά τα φλέγοντα και την πολιτική κατάσταση με τους αντιφρονούντας, που τον άκουαν «κεχηνότες» και κλονισμένοι στις πεποιθήσεις τους από τα επιχειρήματα της ασφαλούς του κρίσεως. Το πολιτικό του αισθητήριο τον βοηθούσε και σε προβλέψεις πολιτικών εξελίξεων.
Αυτό το φιλειρηνικό, στοχαστικό άνθρωπο, ξύπνησαν ένα πρωί οι φωνές των προγόνων το αίσθημα του χρέους, η φωνή της Κρήτης!
Είχε πάντα του ακμαίο φρόνημα και λάτρευε το υπέρτατο αγαθό των ελευθέρων ανθρώπων! Τώρα που ήταν «υπέρ πάντων ο αγών» απόκτησε και αγωνιστικό μένος. Και έγινε ήρωας μάρτυρας.
Το αίμα του Γιάννη Σιράγα, ράντισε το χώμα στα Μισσίρια. Μαζί με το αίμα του Χαρίτου Καλομενόπουλου και των άλλων υπερήφανων ηρώων και μαρτύρων του Ρεθέμνου!»
Ξεκληρίστηκαν οικογένειες
Για τα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή έχουμε ιστορικές καταγραφές από τον Μάρκο Πολιουδάκη, αλλά αξιοπρόσεκτη είναι η κατάθεση μνήμης από τον δάσκαλο Δημήτρη Ν. Βιβυλάκη, στο βιβλίο του «Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα».
Από τις ημερομηνίες των εκδόσεων, που εντόπισα, σχετικές με το θέμα, ο Βιβυλάκης πρέπει να προηγήθηκε στις αναφορές αυτές. Ήταν και μεγαλύτερος στην ηλικία οπότε είχε και ώριμη γνώση των γεγονότων, που οι άλλοι μετέπειτα αναφέρουν, τα έζησαν σαν παιδιά.
Για τα γεγονότα που μας ενδιαφέρουν γράφει συγκεκριμένα:
«Στη Μάχη της Κρήτης έγινε σχεδόν ξολοθρεμός στα Περβόλια. Οικογένειες έσβησαν, περιουσίες αφανίστηκαν και τα θύματα έφτασαν γύρω στους εκατόν δέκα. Τα ονόματά τους βρίσκονται γραμμένα στο μνημείο που εστήθηκε στον τόπο της μεγάλης εκτέλεσης».
Ένα σημαντικό γεγονός
Όμως εκεί στον τόπο της εκτέλεσης που έγινε στις 20 Μάη 1941, συνέβη ένα γεγονός που δεν πρέπει να μείνει ασημείωτο. Οι Γερμανοί πέσανε με αλεξίπτωτα ανατολικά των Περβολιών στον κάμπο του Πλατανέ και πιο πέρα. Αμέσως έτρεξαν να μπουν στην πόλη του Ρεθύμνου. Αναχαιτίστηκαν όμως μια και δυο φορές από τους πολεμιστές στρατιώτες, χωροφύλακες και πολίτες. Οι Περβολιανοί όσοι πρόλαβαν έφυγαν από την νοτική πλευρά και φτάσανε στους Μύλους και τις γύρω χαράδρες. Μα δεν πρόλαβαν να φύγουν όλοι. Έτσι όσοι εμποδισμένοι από τους βομβαρδισμούς, τους πολυβολισμούς των αεροπλάνων, είχαν βρει καταφύγιο στα πρόχειρα ορύγματα κι άλλοι εμποδισμένοι από άρρωστους και ανήμπορούς γονείς, βρέθηκαν αιχμάλωτοι των Γερμανών. Ήταν άντρες, γυναίκες, παιδιά.
Τους μάζεψαν όλους οι Γερμανοί και τους έκλεισαν σε ένα σπίτι ισόγειο στα Μισσίρια.
Τους εφύλαγαν εκεί δυο μέρες. Την τρίτη μέρα πήραν μόνο τους άντρες και τους οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί δεν έγινε βέβαια δίκη. Αλλά όπως βάδιζαν μπροστά οι αιχμάλωτοι, πίσω οι γερμανοί με τα πολυβόλα τους έβαλαν και τους έριξαν κάτω. Μετά, με τη χαριστική βολή τους αποτέλειωσαν έναν έναν που τυχόν κουνιόταν ακόμα.
Ένας αξιαγάπητος άνθρωπος
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ένας ακόμα εθνομάρτυρας, που είχε όμως την καλύτερη φήμη στην κοινωνία των Περιβολίων που ζούσε, ήταν ο Γεώργιος Κόλλιας.
Είχε έρθει πρόσφυγας από τις Φώκαιες. Κουβαλούσε μαζί του την κουλτούρα και την αρχοντιά της γενέτειράς του. Άνθρωπος φιλοπρόοδος και εργατικός κατάφερε με σκληρή δουλειά να δημιουργήσει ένα παντοπωλείο. Δεν αδικούσε κανέναν, δεν είχε προσωπικά με κανέναν. Ήρεμος, μειλίχιος, χαριτωμένος.
Είχε παντρευτεί μια από τις πανέμορφες γυναίκες της περιοχής, τη Βασιλεία Σουσάρη. Ήταν από τις πιο εγγράμματες Μικρασιάτισσες, καθώς είχε προλάβει να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Ήρθε και η Μαρία να κάνει με την όμορφη παρουσία πιο φωτεινή την ευτυχία τους, ήρθε και ο Τάσος στις 20 Απριλίου 1941. Δεν είχε προλάβει να σαραντίσει το βρέφος όταν συνέβη το κακό.
Ο Γιώργης Κόλλιας ατένισε στα 38 του χρόνια τελευταία φορά τον ήλιο, μαζί με τους άλλους πατριώτες. Ίσα που πρόλαβε να κάνει το σταυρό του. Έμεινε μόνο το όνομά του μαζί με των άλλων στο κενοτάφιο για αιώνια δόξα,
Ένα πολύτιμο εύρημα
Ο γιος του Τάσος, μεγάλωσε με τη φήμη του ξεχωριστού πατέρα του, που δεν είχε πικράνει ποτέ κανέναν, όλοι τον ανέφεραν με συγκίνηση, δίνοντας την εικόνα ενός αξιαγάπητου και γενικά ανθρώπου που τιμούσε τις ρίζες του. Σπούδασε δάσκαλος. Ήταν τα πρώτα χρόνια που είχε διοριστεί, 1967-68, όταν μια μέρα τον σταμάτησε ο καλός μας συμπολίτης Κίσσανδρος Σκουλουφιανάκης.
Έδειχνε συγκινημένος.
-«Θέλω κάτι να σου δώσω», του είπε. «Μπορεί να σε ενδιαφέρει».
Άνοιξε μια χαρτοπετσέτα και του έδωσε ένα δακτυλίδι αρραβώνα που έγραφε: «Βασιλεία Σουσάρη».
Τρέμοντας το πήρε ο Τάσος, που σήμερα είναι από τους πιο σημαντικούς συμπολίτες στο χώρο και του πολιτισμού.
Ήταν ένα «θυμητάρι» από τον πατέρα του. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες αποχωρίστηκε ο Γιώργης τον αρραβώνα του. Ο Κίσσανδρος το βρήκε παίζοντας μπάλα εκεί στην άμμο, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης και σκέφτηκε ότι μπορεί να ανήκει στον πατέρα του Τάσου. Ίσως ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος ήθελε ν’ αφήσει πριν πεθάνει κάτι που να τον θυμίζει. Γιατί είναι γνωστό πως άμορφους σωρούς δημιουργούσαν οι εκατόμβες θυμάτων όταν και εφόσον τους εύρισκαν. Και στο πλιάτσικο θα μπορούσε να χαθεί κάτι πολύτιμο όπως ένας αρραβώνας.
Σημασία έχει ότι από τυχαίες στιγμές φτάνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το μήνυμα που επιθυμεί κάποιος ν’ αφήσει στους μεταγενέστερους. Κι έχει μεγαλύτερη αξία το κληροδότημα αυτό, αν προέρχεται από έναν εθνομάρτυρα, όπως ήταν και ο Γιώργης Κόλλιας.
Και ο αδελφός του Καλομενόπουλου
Οι αναφορές θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έγιναν τυχαία και με βάση τα στοιχεία που έρχονται στο φως από προφορικές έγκριτες αφηγήσεις, είτε από γραπτές πηγές όπως το αφιέρωμα του Κώστα Μαμαλάκη που αναφέρεται στο Σιράγα. Επιλέγουμε αυτά που θεωρούμε σπανιότερα σε τυχόν αναφορές που έγιναν ως τώρα.
Ανάμεσα στους νεκρούς και ο Χαρίτος Καλομενόπουλος που με το θάνατό του ενέπνευσε στον αδελφό του και γνωστό βάρδο του Ρεθύμνου, το ποίημα που αναφέρεται στην εκτέλεση και στην τραγωδία που γράφτηκε στην άμμο των Μισσιρίων εκείνο το Μάη του 1941. Μια τραγωδία που δεν έχει τέλος.
Τα ιστορικά γεγονότα που περιέχουν και αυτή την ενότητα, αναφέρει με πολλές λεπτομέρειες στο πληρέστατο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο» ο Μάρκος Πολιουδάκης.
Αλλά εκείνος που αναφέρεται με πολύτιμες πληροφορίες στη γενέτειρά του τα Περιβόλια είναι ο Αλκιβιάδης Μαυράκης, του οποίου θα κάνουμε σύντομα εκτενές αφιέρωμα. Ντοκουμέντα και φωτογραφίες μας έχει διασώσει ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας, εκτός από την άλλη μεγάλη συμβολή του στον πολιτισμό και στην καταγραφή της τοπικής ιστορίας.
Αξίζει να τονίσουμε μια λεπτομέρεια που δείχνει όμως πόσο σημαντική είναι η πνευματική προσφορά κάποιων ανθρώπων, όπως αυτός.
Με αφορμή την αναφορά που κάνει ο Κώστας Μαμαλάκης στους Σιράγα και Καλομενόπουλο, αναζητήσαμε φωτογραφίες για να ζωντανέψουμε την αναφορά Μάταιος ο κόπος. Κάποιοι που απευθυνθήκαμε δεν είχαν καν ιδέα. Κι όπως ξεφυλλίζαμε το βιβλίο του Αλκιβιάδη Μαυράκη βρήκαμε τις φωτογραφίες που αναζητούσαμε. Όσοι έχουν μια ευαισθησία στα θέματα μνήμης θα καταλάβουν τη σημασία της ανακάλυψης αυτής και τη θέρμη των ευχαριστιών σ’ εκείνο που τίμησε τόσο αντάξια και σε βάρος του οικονομικό κυρίως τους νεκρούς αυτούς μόνο από εθνική συνείδηση.
Μάλιστα ο κ. Μαυράκης είχε στείλει όλες τις φωτογραφίες σε λεύκωμα και δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδα των Χανίων στη διάρκεια μιας από τις επετείους της Μάχης της Κρήτης. Γιατί και μια φωτογραφία πέρα από την αναφορά κρατά άσβεστη τη μνήμη ενός ήρωα μάρτυρα.
Ματωμένες μνήμης
Από τις συγκλονιστικότερες αφηγήσεις για τα γεγονότα που ακολούθησαν τις εκτελέσεις των ανδρών είναι αυτή του κ. Βασίλη Παπαδόπουλου, που έζησε τη μεγάλη τραγωδία να εκτελείται μπροστά του η μητέρα του εκείνες τις ημέρες που η άμμος στα Μισσίρια βάφτηκε κόκκινη.
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, μας είπε μεταξύ άλλων, οι αλεξιπτωτιστές μας πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μας πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
– Ακόμα και τα γυναικόπαιδα;
– Ναι Αυτό κατάλαβαν οι μεγαλύτεροι από μας. Γιατί εμείς ήμασταν παιδιά.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγός του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
«Αν σωθεί κανένας να κοιτάξει τα παιδιά»
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Ο κ. Βασίλης συγκινείται με τη θύμηση αυτή, κι εμείς δεν τολμάμε ούτε να μιλήσουμε. Ο πόνος του άλλου προκαλεί δέος. Κάποια στιγμή, δίνοντάς μας τη διαβεβαίωση ότι θέλει να μιλήσει γιατί το θεωρεί μνημόσυνο για τους νεκρούς του, παίρνει μια βαθειά ανάσα και συνεχίζει.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
Θα έριχναν το μωρό στη θάλασσα
Καθώς περνούσε η ώρα και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει να μας εκτελέσουν, συνέβη το εξής περιστατικό: Η Δελή είχε τραυματιστεί κρατώντας το μωρό στη «φασκιά» της. Τρεις με τέσσερις σφαίρες πέρασαν απ’ το χέρι της και απ’ τη φασκιά του μωρού τραυματίζοντάς την. Το μωρό δε σκοτώθηκε αλλά έκλαιγε συνέχεια, όπως και τ’ άλλα δυο μεγαλύτερα. Αυτό έκλαιγε περισσότερο. Τότε άρχισαν να φοβούνται οι μεγάλοι, μήπως το ακούσουν οι Γερμανοί κι έρθουν να μας αποτελειώσουν. Της είπαν, λοιπόν, να το ρίξει στη θάλασσα που ήταν δύο μέτρα σε απόσταση από εμάς. Αυτή δέχτηκε, αφού την πίεζαν και την παρακαλούσαν οι μεγάλοι. Τότε άρπαξαν το μωρό απ’ την αγκαλιά της δυο κοπέλες, η Κωνσταντίνα Μελισσουργού και η Αθηνά Δρανδράκη και είπαν: «Αν είναι τυχερό, θα σωθούμε κι εμείς και το παιδί θα σωθεί». Χωρίς την ψυχραιμία των κοριτσιών, το μωρό δε θα είχε σωθεί.
Η πρώτη φορά που τιμήθηκε η επέτειος
Η πρώτη φορά που τιμήθηκε η επέτειος σύμφωνα με τον κ. Μαυράκη, ήταν στο σχολείο, τον Μάιο του 1943. Η δασκάλα του Ειρήνη Ηλιακάκη, έβαλε στον οκτάχρονο τότε μαθητή της Αλκιβιάδη να απαγγείλει αυτό το ποίημα:
Σταυραετοί Αθάνατοι
Λεβέντες ξακουσμένοι
Τη Δόξα Σας την άφθαστη
Την τριστετιμημένη.
Ποιός λεβέντης σαν κι Εσάς
Δεν θενά σταματήσει
Όταν ειδεί τον τάφον Σας
Για να τον προσκυνήσει.
Δεν θα κοβε δαφνόκλαδα
Στεφάνι να Σας πλέξει
Και με ευλάβεια πολλή
Στον τάφο Σας να πέσει.
Ποίο πουλί την Άνοιξη
Γυρνώντας στη φωλιά του
Δεν θα ‘ψαλλε ποιήματα
Στο κάθε πέταγμά του.
Για σας τ’ αγέρι του βουνού
απ’ όπου κι αν διαβαίνει
Ή από ελεύθερη γωνιά
Ή χώρα σκλαβωμένη
Θ’ αντιλαλεί τη λεβεντιά
Τη φλογερή ματιά Σας
Το βάρβαρο ξεψύχισμα
Σε κάθε πέρασμα Σας
Για Σας δεν είναι θάνατος
Όσο να ζει η πλάση
Την Μνήμη Σας την ένδοξη
Κανείς δεν θα ξεχάσει.
Αναπαυθείτε Ήρωες,
Στο Δαφνινό Σας στρώμα
Στη γη προγόνων και κλεινών
Το αγιασμένο χώμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ειρήνη Ηλιακάκη, η αξέχαστη εκείνη δασκάλα για πολλούς μαθητές της, υπήρξε μια από τις γυναίκες που ο άντρας της εκτελέστηκε στην άμμο των Μισσιριών. Εκείνη συνέχισε για πολλά χρόνια να εργάζεται στο ίδιο σχολείο, μόνη πια στη ζωή, προσπαθώντας να μεγαλώσει τη μικρή τότε μοναχοκόρη της.
Έπεται συνέχεια
Δεν τελειώνει όμως εδώ το αφιέρωμά μας.
Στο αρχείο μας υπάρχουν πολλές ακόμα συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα γεγονότα της Μάχης της Κρήτης με κορυφαίες εκείνες των παιδιών, όπως ο Βασίλης Παπαδόπουλος, που βρέθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Θα συνεχίσουμε γιατί οι νεκροί χρειάζονται το μνημόσυνό τους, ιδιαίτερα τώρα που ο εορτασμός της Μάχης της Κρήτης περιορίζεται σε καταθέσεις στεφάνων και τίποτα περισσότερο. Θα επιμείνουμε να αφυπνίζουμε την εθνική μνήμη, για να μην πεθάνουν και δεύτερη φορά οι ένδοξοι εκείνοι νεκροί, θύματα της λήθης, που είναι και ο χειρότερος θάνατος.