Μπορεί η Εκκλησία να πρωτοστατούσε σε μεγάλες στιγμές της Ρωμιοσύνης, αλλά κάποιοι Ιεράρχες αδιαφορώντας για το λόγο του Θεού μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν το αξίωμά τους, ευλόγησαν την μισαλλοδοξία συνυπογράφοντας μερικές από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας. Όπως αυτή της 12ης Δεκεμβρίου του 1916.
Αντί ο Μητροπολίτης Θεόκλητος να σβήσει τη θρυαλλίδα των πολιτικών παθών, αντίθετα έβαλε πρώτος τη φωτιά με τον αφορισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Εκείνη τη θλιβερή μέρα ηγείται μιας τεράστιας διαδήλωσης, με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου που καταλήγει στο Πεδίον του Άρεως, εκεί που βρίσκεται σήμερα το άγαλμα της Αθηνάς.
Παίρνει τέσσερις πέτρες λέγοντας: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω» τις ρίχνει μέσα σε ένα λάκκο που είχε ανοιχθεί και φωνάζει: «ανάθεμα και τρις ανάθεμα»!
Στη συνέχεια περνάνε από το ίδιο σημείο χιλιάδες εξοργισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι επαναλαμβάνουν την κατάρα του Θεόκλητου και πετάνε τις δικές τους πέτρες. Σε όλη τη διάρκεια του αναθέματος οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλη την πρωτεύουσα χτυπάνε. Μέχρι το τέλος της ημέρας έχει δημιουργηθεί ένας μικρός λόφος από πέτρες, στην κορυφή του οποίου οι διαδηλωτές έχουν βάλει μια ασπρόμαυρη σημαία που πάνω της έγραφε: «Ανάθεμα και αιωνία κατάρα στον προδότη Βενιζέλο». Η Ελλάδα πλέον βρίσκεται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου, καθώς οι βενιζελικοί απειλούν με αντίποινα.
Με τις ευλογίες και της Εκκλησίας ο Εθνικός Διχασμός ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρονούσε ότι η Ελλάδα ως χώρα θαλασσινή επιβάλλεται να εξέλθει στον πόλεμο (Α’ Παγκόσμιος) με τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θεωρητικά υπερασπιζόταν την ουδετερότητα της χώρας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραμένει στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής της κυβέρνησης της «Εθνικής Άμυνας», ενώ στην πρωτεύουσα κυριαρχούν οι βασιλικοί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο να ηγείται του «Κράτους των Αθηνών». Και οι δύο προχωρούν σε διώξεις των αντιπάλων τους. H επέμβαση των γαλλικών δυνάμεων το Νοέμβριο του 1916 και ο βομβαρδισμός περιοχών της Αθήνας γύρω από το Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα, εξαγρίωσε τους αντιβενιζελικούς, που κατηγόρησαν τους αντιπάλους τους ως προδότες. «Ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον», διακήρυτταν. Κύμα τρομοκρατίας κατά των βενιζελικών ξεσπά στην Αθήνα. Η επιτροπή που ανέλαβε αργότερα να ερευνήσει τις καταγγελίες των θυμάτων της βίας, επιβεβαίωσε 35 φόνους, 922 παράνομες φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας και 31 αναστολές κυκλοφορίας εφημερίδων. Οι Μητροπολίτες της λεγόμενης παλαιάς Ελλάδος συντάσσονται με τον Κωνσταντίνο, ενώ οι Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» με το Βενιζέλο, τους συμμάχους, οι οποίοι αναγκάζουν σε παραίτηση τον Κωνσταντίνο.
Όλα ξεκίνησαν το Νοέμβριο
Τα έκτροπα είχαν ξεκινήσει από το Νοέμβριο. Στις 3 Νοεμβρίου οι αγγλογάλλοι, που ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Το αίτημά τους θα απορριφθεί τέσσερις ημέρες αργότερα.
Η αντίδραση του γάλλου ναυάρχου Φουρνιέ θα έρθει στις 18 Νοεμβρίου. Συμμαχικά αγήματα αποβιβάζονται στο Φάληρο και συγκρούονται με τον ελληνικό στρατό. Λίγο αργότερα, η πόλη πλήττεται από τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Ο βομβαρδισμός θα σταματήσει αργά το βράδυ, έπειτα από συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους πρεσβευτές της Αντάντ. Οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες είναι μεγάλες και για τις δυο πλευρές. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται, δίνοντας τη θέση τους στην αναρχία. Οι υποστηρικτές του βασιλιά εξαπολύουν άγριες επιθέσεις κατά «βενιζελικών» στόχων. Λεηλατούν σπίτια και καταστήματα, κακοποιούν πολίτες και επώνυμους υποστηρικτές του Βενιζέλου, καταστρέφουν εγκαταστάσεις εφημερίδων.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία
Για τα έκτροπα αυτά υπάρχει μια μαρτυρία από τον Δημήτρη Δασκαλάκη από το Αρκάδι. Για ένα μήνα κρατήθηκε στα μπουντρούμια των Αθηνών υπομένοντας αφάνταστα βασανιστήρια.
Επιστρέφοντας μετά από πολλές περιπέτειες, είπε για τα όσα περνούσαν οι Βενιζελικοί στην Αθήνα:
«Η σύλληψή μου είπε έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Νοεμβρίου της τραγικής μέρας που δολοφονήθηκαν οι Γάλλοι. Το πρωί της ίδιας μέρας είχα μεταβεί στον Πειραιά και είδα τους Γάλλους να αποβιβάζονται γελαστοί. Όταν εγύριζα με το τραίνο, είδα τους απαισίους επιστράτους εν αλαλλαγμώ να περιτρέχουν τα χωράφια, τα πέραν του Θησείου, με το τουφέκι στο χέρι δια να συναντήσουν πεζοναύτας Γάλλους, αλλά αυτό δεν τους ήρκει δια να ευχαριστήσουν τον προδότη βασιλέα και γι’ αυτό εξεχύθηκαν στους δρόμους να σφάξουν και τους Βενιζελικούς πολίτες.
Εγώ ηργαζόμην ως υπάλληλος εις την υπηρεσίαν της Αγγλικής πρεσβείας. Ο γραμματεύς της πρεσβείας επέβη του αυτοκινήτου του το απόγευμα δια να μεταβεί εις το σπίτι του στην περιοχή Μακρυγιάννη. Η θέση μου ήτο πλησίον του σωφέρ. Εις την οδό Σταδίου, πλατεία Συντάγματος και Λεωφόρο Αμαλίας οπόθεν επέρασε το αυτοκίνητο, χαλασμός κόσμου από τους ταραξίας που είχαν γίνει κύριοι της καταστάσεως. Όταν έφθασα στο Ζάπειο, αρχίζει το τουφεκίδι εναντίον μας. Αι σφαίρες διασταυρώνοντο επάνω από τα κεφάλια μας και οι κακοποιοί ουρλιάζοντες ως άγριοι εφώναζον.
– Νάτοι οι Σενεγαλέζοι.
– Θάνατος στους προπαγανδιστάς.
Μέχρι των στύλων του Ολυμπίου Διος μας πυροβολούσαν ακαταπαύστως. Όταν το αυτοκίνητο εσταμάτησε μας πλησίασε ένας ανθυπολοχαγός.
– Είμαι ο Γραμματεύς της Αγγλικής Πρεσβείας είπεν ο Άγγλος στον αξιωματικό.
Εν τω μεταξύ κατέφθασαν τα πλήθη επιστράτων και στρατιωτών.
– Λοιπόν τι θέλετε; ρώτησε ο Άγγλος.
– Εμπρός ήταν η απάντηση του ανθυπολοχαγού.
Και οι ανθρωποφάγοι του εκπτώτου βασιλέως έπεπεσαν εναντίον μας. Μου έδεσαν τα χέρια με το ίδιο το ζονάρι μου. Μου ξέσκισαν την μόνιμον άδεια οπλοφορίας. Ο σωφέρ διετάσετο πλέον από αυτούς. Μια κάνη περιστρόφου ετέθη υπέρ την κεφαλή του και ο ατυχής δεν ηδύνατο να αρθρώσει λέξη. Μέσα στο αυτοκίνητο ήρθε και κάθισε δίπλα μας ένας υπενωματάρχης ,ο οποίος δοκίμαζε την αντοχή της γυμνής ξιφολόγχης του επί της κεφαλής μου.
Και όλα αυτά μπροστά στα μάτια του Γραμματέα της Αγγλικής πρεσβείας. Εισήλθον είς ένα στενό της Πλάκας. Ήτο το σπίτι του προέδρου των επιστράτων. Ο γραμματεύς εισήλθεν ως αιχμάλωτος. Εγώ ηκολούθην δεμένος. Με ηρεύνησαν. Δηλαδή μου επήραν ανεπιστρεπτί το πορτοφόλι μου περιέχον 445 δραχμές, μια χρεωστική απόδειξη 35 δραχμών και τα πιστοποιητικά της ταυτότητός μου.
Μου πήραν επίσης το πιστόλι μου, το ωρολόγιο με την καδένα μου, πήραν μέχρι και τα δακτυλίδια μου. Αλλά αν ήταν μόνο αυτά. Όλοι εν χορώ άρχισαν να κτυπούν. Και οι στρατιώται διατασσόμενοι από τον ανθυπολοχαγό συμπλήρωναν με τον υποκόπανο. Δεν εγνώριζα πλέον τι έγινε ο Γραμματέας της πρεσβείας, το αυτοκίνητο και ο σωφέρ. Εξακολουθούσαν να με κτυπούν, ενώ ήμουν δεμένος με το ζωνάρι μου χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού να φαίνεται ότι υπάρχει μέσα τους. Τέλος ο ανθυπολοχαγός φρόντισε με μερικές δυνατές γροθιές να μου ματώσει τη μύτη και τα δόντια, ώστε να μην έχω κανένα γερό κανένα μέλος του σώματός μου. Προτιμότερο να με θανάτωναν αμέσως.
Εις την Εισαγγελία είδα ακόμα πιο φοβερά πράγματα.
Όλοι στην Αθήνα γνώριζαν ένα Μανιάτη με μαύρα γένεια, που περιφέρετο στα Χαυτεία εκβιάζοντας γνωστούς και αγνώστους για ένα δίδραχμο. Αυτός που λεγόταν Πικουλάκης με στολή και μπράβους στεκόταν στην πόρτα της Εισαγγελίας επιφορτισμένος να δίνει πληροφορίες για καθένα από τους συλλυφθέντες. Αφού τους ενημέρωσε ότι είμαι Κρητικός και Βενιζελικός βρέθηκε το κεφάλι μου στον ντορβά. Κατευθείαν στον ανακριτή Μειτάνη …»
Συνεχίζοντας τη θλιβερή ομολογία του ο Δασκαλάκης περιγράφει όλη τη ζοφερή ατμόσφαιρα. Γλίτωσε την εκτέλεση χάρις στην υπηρεσία του στην πρεσβεία, αλλά είχε ταλαιπωρηθεί φρικτά. Και όπως έλεγε θα ήταν αδύνατον να τα ξεπεράσει όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Ο Βενιζέλος στην αντεπίθεση
Όταν ο Βενιζέλος επιστρέφει νικητής στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου 1917 αμέσως προχωρεί στην πολεμική κινητοποίηση ολόκληρης της χώρας στο πλευρό της Αντάντ, ενώ προβαίνει σε εκκαθαρίσεις στην εκκλησία, τη διοίκηση και τον στρατό, για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους βασιλικούς και το «Κράτος των Αθηνών». Ήρε με νόμο την ισοβιότητα των δικαστών και την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν έκπτωτοι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος και οι μητροπολίτες που είχαν πρωτοστατήσει στο «Ανάθεμα», να απολυθούν 570 δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύθηκε το 40% του συνόλου των μόνιμων αξιωματικών του στρατού.
Ένα σπάνιο ποίημα
Τα γεγονότα της δύσης του 1916, εμπνέουν και τους ποιητές. Ο μεγάλος μας βάρδος Γιώργης Καλομενόπουλος αν και νέος φαίνεται πως έχει αρχίσει ήδη να υπηρετεί τη ποίηση με μεγάλη επιτυχία. Και γράφει σχετικά(16 Δεκεμβρίου 1916):
Κι είχε απλώσει η νύχτα στα φτερούγια της.
Θαμπή κατάχνια σκέπαζε το φάρο.
Βουνά υψώνουνταν τα άγρια κύματα
και το καράβι απάλευε το Χάρο.
Βοίζαν οι ανέμοι. Μαύριζε ο σίφουνας,
παλεύαν τα στοιχειά αγριεμένα,
γύρα της φύσης μακελειό αφάνταστο
κι ούτε κανάλι ποθητό κανένα.
Κι ένας λαός επνίγετο στο πέλαος,
σκαμένο ταν το μνήμα του στα βήθη.
Επρόβαλες σε είδαν και υψώσανε,
σε σένανε τα χέρια τους τα πλήθη.
Απ’ των ηρώων σ έφερε τα κύματα.
Θεόσταλτη ευεργετικιά μια μοίρα.
Και κάποια λάμψη των ματιών σου εκήρυττε,
τη θεία εντολή σου ω Σωτήρα.
Μέσα στη σκοτεινιά σαν άστρο ρόδισες,
στην ώρα τη στερνή ελπίδα μόνη.
Και γίγαντας αφόβιστος στα κύματα,
άρπαξες με μανία το τιμόνι.
Κοπάσαν οι ανέμοι, τα μουγκρίσματα
Σωπάσαν. Η αντάρα η μεγάλη
εμέριασε στο διάβα σου. Η θάλασσα
χαμήλωσε με φόβο το κεφάλι.
Κι εσύ το καράβι στο λιμάνι τόφερες,
λιμάνι τειχιωμένο από γύρα.
Κι ένας λαός σε κήρυξε θεότη του.
Και προσκυνά σε Άγιο του Σωτήρα.
Πανηγυρισμοί σε όλο το νομό
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα επίσης γιορτάστηκαν τα ονομαστήριά του σε ολόκληρο το νομό εκείνη τη θλιβερή χρονιά.
Σύμφωνα με τους ρεπόρτερς της εποχής ανήμερα του Αγίου Ελευθερίου η πόλη ήταν επί ποδός. Σε πολλά σημεία είχε διακοσμηθεί γιορτινά.
Στους στρατώνες, στο διοικητήριο και στο δημαρχείο είχαν αναρτηθεί σημαίες, τοποθετήθηκαν δάφνινες αψίδες και σε περίοπτη θέση δέσποζε η φωτογραφία του Εθνάρχη πλαισιούμενη από φωτογραφίες του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη και του Στρατηγού Δαγκλή. Ήταν οι αφοσιωμένοι συνεργάτες του Βενιζέλου.
Από τον εορταστικό διάκοσμο δεν υστέρησαν ούτε τα καταστήματα.
Ο δε καιρός φιλικός όσο ποτέ θαρρείς πως συμμετείχε στον γενικό εορτασμό.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Νομαρχίας, στις 11 το πρωί άρχισαν να σημαίνουν χαρμόσυνα οι καμπάνες του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, καλώντας τους πάντες για τη Δοξολογία.
Από τους πρώτους καταφθάνουν ο νομάρχης και ο Φρούραρχος με τους αξιωματικούς, ο δήμαρχος με το Δημοτικό Συμβούλιο, οι αντιπρόσωποι των συμμαχικών δυνάμεων και πλήθος λαού.
Έξω από το Ναό είχε στο μεταξύ παραταχθεί το 2ο Τάγμα του Συντάγματος με επικεφαλής το διοικητή του Αναγνώστου.
Μετά το πέρας της Δοξολογίας κι ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε υπέρ του Βενιζέλου οι πάντες κατευθύνθηκαν στους στρατώνες, όπου τους μίλησε ο Αναγνώστου προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Κι όταν όλοι πήραν το δρόμο για την έδρα του καθένας οι στρατιώτες παρεκάθισαν σε πλούσιο εορταστικό γεύμα που είχε ως επιδόρπιο ένα γλύκισμα και δύο …μανταρίνια.
Μέχρι το βράδυ συνεχίστηκε η ατμόσφαιρα της χαράς με φωταγώγηση δημοσίων κτηρίων και καταστημάτων.
Ολόκληρος ο νομός όμως πραγματοποίησε εκδηλώσεις. Ιδιαίτερα στην επαρχία Αμαρίου έγιναν σπουδαία πολιτιστικά γεγονότα, στα οποία θα αναφερθούμε σε επόμενα αφιερώματα.
Για μια ακόμα φορά οι ρεθεμνιώτες έδειξαν τη λατρεία τους στο πρόσωπο του Εθνάρχη.
Και δεν ήταν η μοναδική αυτή χρονιά της μεγάλης δοκιμασίας που γιορτάστηκαν τα ονομαστήρια του Βενιζέλου με τόση μεγαλοπρέπεια. Κάθε χρόνο τον τιμούσε το Ρέθυμνο. Η αφοσίωσή του κράτησε και πέρα από το θάνατο. Και τιμάται πάντα με το ίδιο πάθος από τους πιστούς της Δημοκρατίας και της Ελεύθερης Έκφρασης.