Η ελληνοτουρκική σύρραξη του 1897 καταγράφεται ιστορικά ως ο «ατυχής πόλεμος», που διεξήχθη το διάστημα 6 Απριλίου-8 Μαΐου του ίδιου έτους και έληξε με την ταπεινωτική ήττα των ελληνικών στρατευμάτων και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα.
Όμως μέσα στους ταπεινωτικούς όρους, που επέβαλλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην Ελλάδα στη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 22 Νοεμβρίου 1897, ήταν και η παραχώρηση της αυτονομίας στην Κρήτη με παράλληλη διαταγή αποχώρησης των τούρκικων και ελληνικών στρατευμάτων, υπό τον Τ. Βάσσο από το νησί. Οι διαπραγματεύσεις για τον νέο τοποτηρητή (Προσωρινό Διοικητή) θα κρατήσουν ένα χρόνο περίπου, ενώ το Δεκέμβριου του 1898, ο πρίγκιπας τότε της Ελλάδας Γεώργιος, καταφθάνει στα Χανιά για το νέο του ρόλο (Ύπατος Αρμοστής).
«Η αφορμή του ατυχούς πολέμου»
Το 1896 πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Θόδωρος Δηλλιγιάννης και τα δημοσιονομικά της Ελλάδας βρίσκονται στο ναδίρ. Πέρα από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα καλείται να αντιμετωπίσει και μια δύσκολη κατάσταση στην Κρήτη, η οποία μυρίζει μπαρούτι. Η Σύμβαση της Χαλέπας (1878), που όριζε για το νησί καθεστώς ημιαυτονομίας ανατρέπεται το 1889 με πρόσχημα τοπικές αναταραχές. Στο νησί κηρύσσεται Στρατιωτικός Νόμος. Με πρόσχημα τη διεκδίκηση της επαναφοράς των προνομίων, αλλά απώτερο σκοπό την ένωση με την Ελλάδα, το 1895 ο Μανούσος Κούνδουρος ηγείται επανάστασης στην Κρήτη και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θορυβούνται. Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία προσορμίζονται όλο και συχνότερα σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο.
Όμως το 1897 η πίεση γίνεται εντονότερη. Οι επαναστάτες, που πλέον είναι αρκετοί, ζητούν ανοιχτά την ένωση με την Ελλάδα. Από την πλευρά τους οι μπέηδες, οι αγάδες και μεγάλο μέρος του τούρκικου πληθυσμού ξεσηκώνονται, ώστε να παρεμποδιστεί η εφαρμογή των προνομίων. Στις αρχές του Ιανουαρίου γίνονται σφαγές στο Ηράκλειο, αλλά τα γεγονότα αυτά είναι μόνο η αρχή, καθώς στις 23-24 Ιανουαρίου η ελληνική συνοικία των Χανίων κατακαίγεται. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνουν για να σώσουν τους ντόπιους, όμως δεν αποβιβάζουν αγήματα. Οι αλληλοσφαγές Ελλήνων και Τούρκων Κρητικών γενικεύονται πέρα από τις πόλεις και στην ύπαιθρο. Το ψήφισμα των επαναστατών στις 25 Ιανουαρίου στο Ακρωτήρι κηρύσσει την κατάλυση της τουρκικής κατοχής και καλεί τον Έλληνα βασιλιά να καταλάβει το νησί. Τις επόμενες μέρες φτάνουν στο Ακρωτήρι και άλλοι ένοπλοι, υψώνουν την ελληνική σημαία και οργανώνουν επαναστατικό στρατόπεδο.
Ελληνικά στρατεύματα καταφθάνουν στην Κρήτη
Η κυβέρνηση της Ελλάδας μπροστά στα γεγονότα λαμβάνει μια απόφαση, που ενέχει μεγάλο ρίσκο. Στις 29 Ιανουαρίου μοίρα τορπιλοβόλων με διοικητή τον πρίγκιπα Γεώργιο διατάσσεται να αποπλεύσει προς την Κρήτη. Παράλληλα μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 3 Φεβρουαρίου, 1.500 άτομα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο αποβιβάζονται στο Κολυμπάρι, ενώ ο ίδιος ο Βάσσος προβαίνει προκήρυξη από το μοναστήρι της Γωνιάς προς τον κρητικό λαό: «Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων, Γεωργίου Α’, καταλαμβάνει την νήσον Κρήτην». Την ίδια μέρα θέλοντας να προλάβει τα γεγονότα ο διεθνής στόλος, που βρίσκεται στη Σούδα, καταλαμβάνει τα Χανιά. Η Υψηλή Πύλη νομιμοποιεί την παρουσία των ευρωπαίων στο νησί και υπό την πίεση των επαναστατών μεταβιβάζει στις Μεγάλες Δυνάμεις και τους προξένους τους τη διοίκηση του νησιού.
Ο Βάσσος, στις 7 Φεβρουαρίου, σημειώνει την πρώτη του επιτυχία, όταν σε μάχη καταφέρνει να νικήσει τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Αμέσως οι Μεγάλες Δυνάμεις, απαγορεύουν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια από τις ελληνικές δυνάμεις. Μάλιστα προβαίνουν και στο βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου στις 9 Φεβρουαρίου θέλοντας να επιδείξουν την αποφασιστική θέλησή τους να επιβάλουν την τάξη στο νησί.
Η ήττα της Ελλάδας και η διεθνής κατοχή στο νησί
Όμως ο Σουλτάνος μετά από αυτές τις εξελίξεις δεν έχει άλλη επιλογή, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897. Ο πόλεμος αυτός διαρκεί περίπου ένα μήνα. Μέχρι τις αρχές Μαΐου οι Τούρκοι έχουν καταλάβει τις εκτάσεις βόρεια των Θερμοπυλών. Μπροστά στη διαφαινόμενη ολική καταστροφή της Ελλάδας, ο συγγενής του βασιλιά Γεωργίου, Τσάρος της Ρωσίας διαμεσολαβεί και τελικώς οι εχθροπραξίες σταματούν στις 8 Μαΐου. Από τότε ξεκινούν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Στην Κρήτη, το Μάρτιο του 1897, η συμφωνία των ευρωπαίων ναυάρχων για πλήρη κατοχή του νησιού ορίζει πέντε τομείς ευθύνης. Το Ρέθυμνο περιέρχεται στους Ρώσους, το Ηράκλειο στους Άγγλους, το Λασίθι στους Γάλλους. Η ευρύτερη περιοχή των Χανίων δίνεται στους Ιταλούς, ενώ στην πόλη και το λιμάνι της Σούδας σταθμεύουν όλες οι εθνικότητες με επικεφαλής Γάλλο Συνταγματάρχη. Αυστριακή φρουρά φυλά το οχυρό Ιτζεδίν και το Ναύσταμο της Σούδας. Οι Γερμανοί αποχωρούν ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1897, όταν συνειδητοποιούν ότι η Κρήτη οδεύει προς αυτονόμηση.
Οι διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη και η υπογραφή της συνθήκης
Κάνοντας κάποιος μια αναδρομή στα δημοσιεύματα του Τύπου των ημερών, βρίσκει καθημερινές αναφορές στο Κρητικό Ζήτημα και την πορεία των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία επιθυμεί ο νέος διοικητής της νήσου να είναι ορθόδοξος, όμως οι άλλες Δυνάμεις διαφωνούν. Επανέρχεται λοιπόν με δεύτερη πρόταση, στην οποία αφήνει τον ορισμό του Διοικητή της Κρήτης στην Κρητική Συνέλευση. Αλλά και την πρόταση αυτή την απορρίπτουν Αγγλία και Γερμανία. Ο Σουλτάνος διεκδικεί την παραμονή των τούρκικων στρατευμάτων στο νησί, τη διοίκηση από Τούρκο κυβερνήτη αλλά και τούρκικη σημαία για την αυτόνομη νήσο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αντίθετα επιμένουν στην πλήρη αυτονομία της Κρήτης με τη Γερμανία να αποτελεί εξαίρεση, αφού «δεν απήλπισεν εντελώς τον Σουλτάνον από ευνοϊκότερας τροπής των πραγμάτων υπέρ αυτού».
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται για πολλές μέρες. Ούτε η ρώσικη πρόταση για ορισμό ως Προσωρινό Διοικητή της Κρήτης τον ξάδερφο του Ηγεμόνα του Μαυροβουνίου Νικήτα, θα βρει τελικά πρόσφορο έδαφος. Παράλληλα, όπως μαθαίνουμε από τα δημοσιεύματα της εποχής, ενώ οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις φαίνεται να συμφωνούν στο αίτημα της Κρητικής Συνέλευσης για πλήρη αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων από το νησί, οι Γερμανία και Αυστρία, επιθυμούν τη διατήρηση τούρκικων φρουρών για την προστασία του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου.
Εν τω μεταξύ στην Ελληνική Βουλή, από την κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ορίζεται εξεταστική επιτροπή για τα γεγονότα της Κρήτης. Οι Κρητικοί, που κατοικούν στην πρωτεύουσα, εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για την περίπτωση που αυτή αποδώσει τελικώς ευθύνες στους Κρήτες επαναστάτες και σταθεί τροχοπέδη στις προσπάθειες για την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Στην ίδια την Κρήτη, στις 22 Νοεμβρίου, μέρα υπογραφής της ειρηνευτικής συνθήκης, Γαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τα Περιβόλια, απομακρύνοντας από εκεί την τοπική τούρκικη Φρουρά.
Έπειτα από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις τελικός Ύπατος Αρμοστής της αυτόνομης Κρήτης, ορίζεται ο Πρίγκιπας της Ελλάδος Γεώργιος, ο οποίος θα φτάσει στο νησί, στο λιμάνι της Σούδας, σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξή τους, το Δεκέμβρη του 1898. Όπως θα φανεί από τις μετέπειτα εξελίξεις, η υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης στις 22 Νοεμβρίου 1897, άνοιξε το δρόμο για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, 16 χρόνια μετά, το 1913.
(Πηγές: Ιστορία των Ελλήνων, εδκ. Δομή, τόμος 14ος/ Το επαναστατικόν Στρατόπεδον Ακρωτηρίου, Ημερολόγιο και Πρακτικά, 1897, εδκ. Δήμου Ακρωτηρίου/ Η κρητική επανάσταση και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Henry Turot, εκδ. Ειρμός/ Το Κρητικό Ζήτημα την περίοδο 1897-1898, Ιστορικό-Φωτογραφικό Λεύκωμα από το Αυστριακό Αρχείο, επιμέλεια κειμένων Δ. Νικολακάκης, εκδ. Νομαρχία Χανίων, 1999/ Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ψηφιακό αρχείο εφημερίδων).