Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ*
Την Κυριακή, 10 Μαρτίου 2024, συμπληρώνονται 119 χρόνια από την ημέρα εκείνη που ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνοδευόμενος από τους Κωνσταντίνο Μάνο, Κωνσταντίνο Φούμη και επικεφαλής Κρητών επαναστατών, ενόπλων και αόπλων ανέβηκε στο ορεινό χωριό της Κυδωνίας, Θέρισο, στα ριζά της Μαδάρας, και από εκεί κήρυξε την ομώνυμη επανάσταση με στόχους:
Την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα σε μια ενιαία και αδιαίρετη πολιτεία. Αν και ο στόχος αυτός στη χρονική αυτή συγκυρία ήταν αδύνατος, διότι επανάσταση χωρίς τον ενωτικό στόχο δεν ήταν νοητό. Δεύτερος στόχος ήταν – αν ο πρώτος δεν επιτευχθεί – η πολιτική προσέγγιση της Κρήτης με το ελεύθερο ελληνικό βασίλειο και τρίτος – αν και ο δεύτερος δεν επιτευχθεί – η απαλλαγή του τόπου από τον δεσποτισμό και τον απολυταρχικό τρόπο διοικήσεως του πρίγκηπα Γεωργίου και εν γένει ο εκδημοκρατισμός του πολιτεύματος.
Ο πρίγκηπας πίστευε ότι το θέμα της ένωσης ήταν θέμα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του και αυτή θα επέλθει με τη βοήθεια των συγγενικών βασιλικών οίκων της Ευρώπης. Ο Βενιζέλος από την αρχή της αυτόνομης διαφωνούσε με τις απόψεις του Ύπατου Αρμοστή και είχε την άποψη ότι η ενδεδειγμένη πολιτική, που έπρεπε να ακολουθηθεί, ήταν η Κρήτη να αποκτήσει δική της πολιτοφυλακή, να φύγουν τα ξένα στρατεύματα και ο κρητικός λαός να εκλέγει αυτός τον ανώτατο άρχοντα.
Η καθυστέρηση επίτευξης της ένωσης σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα και την αδυναμία της πολιτείας να εκτελέσει δημόσια έργα, δημιούργησαν ένα κλίμα δυσπιστίας προς το πρόσωπο του πρίγκιπα και αναπτύχθηκε ένα αντιπολιτευτικό ρεύμα, το οποίο μαζί με τα ανερχόμενα αστικά στρώματα τάχθηκαν στο πλευρό του Βενιζέλου.
Ο Βενιζέλος από την πρώτη στιγμή θέλησε να δείξει στις Δυνάμεις ότι το κίνημα δεν στρέφεται εναντίον τους αλλά σκοπό έχει να καταργήσει τις αρμοστιακές αρχές και ότι θα βοηθήσει να διατηρηθεί η δημόσια τάξη. Έδωσε δε οδηγίες στους οπλαρχηγούς να αποφεύγουν τις συγκρούσεις με τα ξένα στρατεύματα.
Το κίνημα πολύ γρήγορα απόκτησε παγκρήτια απήχησε και κυρίως όταν στις 27 Μαρτίου 1905 ο παλαίμαχος πολιτικός, Ιωάννης Σφακιανάκης σε μια ομιλία του στην πλατεία του Ι. Ν. του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο κάλεσε το λαό να ταχθεί στο πλευρό του Βενιζέλου.
Στην αρχή οι Δυνάμεις παρακολουθούν τα γεγονότα με κάποια αμηχανία, χωρίς να είναι σε θέση να πάρουν μια απόφαση. Στις 30 Απριλίου δηλώνουν στην κυβέρνηση,ότι αν και τη χρονική αυτή στιγμή η ένωση είναι αδύνατη είναι όμως διατεθειμένοι να συζητήσουν τυχόν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις,διοικητικές, οικονομικές, πάντα όμως υπό τον όρο να καταθέσουν τα όπλα.
Ο Βενιζέλος διακρίνει αλλαγή στη στάση των Δυνάμεων και πρότεινε ότι επιβάλλεται αλλαγή στη πολιτική που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν το Κρητικό ζήτημα, πρόταση που προκάλεσα έντονες αντιδράσεις. Οι οποίες γρήγορα σταμάτησαν και ο Βενιζέλος αναγνωρίστηκε ως ο αναμφισβήτητος αρχηγός.
Τις επόμενες μέρες στο δυτικό Ρέθυμνο, στον Άγιο Κωνσταντίνο, τα Ρούστικα, την Αργυρούπολη, αλλά και στην περιοχή του Μυλοποτάμου λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατών του ρωσικού στρατού και της χωροφυλακής.
Την περίοδο αυτή η κατάσταση στην ύπαιθρο δεν ήταν η καλύτερη απ’ την άποψη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, πράγμα που δεν άρεσε στις Δυνάμεις που ήταν διατεθειμένες να συζητήσουν με τους επαναστάτες με σκοπό να βρεθεί λύση.
Στις 2 Ιουλίου 1905 οι δύο πλευρές συναντήθηκαν στις Μουρνιές Χανίων. Οι Πρόξενοι δήλωσαν ότι έχουν τη διάθεση να συζητήσουν για να βρεθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις υπό τον όρο οι επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα σε 15 ημέρες, διαφορετικά θα κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος. Ο Βενιζέλος ζήτησε να ΄λθει στο νησί μια διεθνής επιτροπή η οποία θα προτείνει τις ενδεδειγμένες λύσεις. Η πρόταση έγινε δεκτή.
Η προθεσμία παρήλθε και οι δυνάμεις κήρυξαν το στρατιωτικό νόμο ο οποίος ίσχυε μόνο για τις στρατιωτικές ζώνες. Οι Ρώσοι στο Ρέθυμνο και οι Άγγλοι στο Ηράκλειο τον εφάρμοσαν με υπερβολική αυστηρότητα.
Στις 2 Αυγούστου 1905 στην περιοχή του Ατσιποπούλου, Θερισιανοί επαναστάτες συγκρούονται με τον ρωσικό στρατό και την κρητική χωροφυλακή. Αναγκάζονται να υποχωρήσουν γιατί τους τελείωναν τα πυρομαχικά, αφού όμως άφησαν στο πεδίο της μάχης πέντε νεκρούς και εννέα τραυματίες. Η μάχη αυτή αποκάλυψε τους βαθύτερους στόχους και επιδιώξεις της πολιτικής τους στην Κρήτη.
Στην περιοχή της Γεωργιούπολης οι Ρώσοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν τον Βάμο, διότι ο Βενιζέλος με ένα ευφυή διπλωματικό ελιγμό άρχισε συνομιλίες με το ιταλικό προξενείο και κατόρθωσε να πείσει τους προκρίτους του Βάμου να παραδώσουν τον Βάμο στους Ιταλούς, φέροντας έτσι τις δύο Δυνάμεις σε αντιπαράθεση.
Ο Βενιζέλος ως ένας ρεαλιστής ηγέτης, έκρινε ότι η συνέχιση του αγώνα ήταν άσκοπη και κυρίως από τη στιγμή που η Γαλλία και η Ιταλία αποφάσισαν να συμπράξουν με τις δύο άλλες Δυνάμεις για να σταματήσει η ανώμαλη κατάσταση στην Κρήτη. Με τη μεσολάβηση του Ιωάννη Σφακιανάκη ο Βενιζέλος συμφώνησε με τους γενικούς προξένους, οι επαναστάτες να παραδώσουν 800 όπλα και να χορηγηθεί αμνηστία εκτός από τους άνδρες της χωροφυλακής.
Το βράδυ του Σαββάτου, 14 Νοεμβρίου 1905 οι επαναστάτες βρέθηκαν στα σπίτια τους.
* Ο Γεώργιος Περπιράκης είναι επίτιμος σχολ. σύμβουλος Π.Ε.