100 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το θάνατο του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη και δημοσιογράφου, Ιωάννη Κονδυλάκη (1920 – 2020). Στη μνήμη του θα θέλαμε να αφιερώσουμε σήμερα λίγα λόγια.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε το 1862, χρονιά της έξωσης του βασιλιά Όθωνα από την Ελλάδα, στη Βιάννο της τουρκοκρατούμενης ακόμη Κρήτης και πέθανε το 1920, λίγους μήνες πριν την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την αρχή μύριων όσων δεινών έφεραν τη μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Κρήτη, ενώ τις δυο τελευταίες γυμνασιακές χρονιές τις παρακολούθησε στο Βαρβάκειο της Αθήνας, τα έτη 1882-83, 1883-84, αφού το 1877 οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των Κρητών και οικονομικές δυσκολίες των γονιών του τον υποχρεώνουν να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί. Το 1884, παίρνοντας επιτέλους, το απολυτήριο γυμνασίου, γράφεται στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν φοίτησε ποτέ καθόλου, γιατί την ίδια κιόλας χρονιά διορίζεται δάσκαλος στα Χανιά, στο Γεράνι Κυδωνίας.
Ο Ι. Κονδυλάκης ως λογοτέχνης
Το καθαρό λογοτεχνικό έργο του Κονδυλάκη δεν είναι πάρα πολύ μεγάλο. Αν εξαιρέσουμε τις λαογραφικές επιφυλλίδες σε περιοδικά και εφημερίδες, άξια λόγου είναι τα εξής ιστορικά του έργα «Ημέραι κινδύνου και φόβου» για την κρητική επανάσταση του 1877 (δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα» το 1889), «Το ‘62, κάτω ο τύραννος» (ιστορικό μυθιστόρημα σε συνέχειες στο «Σκριπ» το 1895), «Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου» (1904) και « Ιστορία των κρητικών επαναστάσεων» (1893).
Παρά ταύτα, ό,τι τον έχει κάνει ανά το πανελλήνιο πιο γνωστό είναι -αναμφίβολα- τα ηθογραφικά του διηγήματα, για να μας δώσει ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, τον «Πατούχα», που έχει τέτοιο ψυχολογικό βάθος και διαγράφει έτσι τους χαρακτήρες των ηρώων που συναρπάζει τον αναγνώστη, που παρασύρεται και νομίζει πως συμπάσχει με τον ήρωα του Κονδυλάκη.
Ο «Πατούχας», που περιγράφει τις προσπάθειες ενός Βιαννίτη εφήβου να ενταχτεί στο κοινωνικό σύνολο του χωριού του, είναι γραμμένος στην καθαρεύουσα, όπως έγραφε παντού ο Κονδυλάκης, και θεωρείται από τον Άριστο Καμπάνη «…από τα αριστουργήματα της ηθογραφικής μας λογοτεχνίας για τον πλούτο της παρατήρησης, για το χαρούμενο και σχεδόν διονυσιακό νατουραλισμό του, για τα χαριτωμένα κι απροσδόκητα επεισόδια». Πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες το 1892 στην «Εφημερίδα» και το 1913 βελτιωμένος σε βιβλίο.
Το διήγημα «Όταν ήμουν δάσκαλος» -πριν γίνει βιβλίο το 1916 -πρωτοδημοσιεύεται στο περιοδικό «Παναθήναια». Είναι οι μνήμες του Κονδυλάκη από τη διδασκαλική εμπειρία της περιόδου 1884-85 με άφθονο κέφι και χιούμορ, που πηγάζει από τον έξυπνο διάλογο και τα διάφορα προοδευτικά για την εποχή παιδαγωγικά μηνύματα που προσπαθεί να μυήσει τον αναγνώστη ο συγγραφέας.
Η «Πρώτη Αγάπη» κυκλοφορεί το 1919 κι είναι το μοναδικό έργο του συγγραφέα που έχει γραφεί στη δημοτική και το περιεχόμενό του δεν είναι εύθυμο όπως τα προηγούμενα, ο αποτυχημένος έρωτας που φτάνει μέχρι ενός τραγικότατου θανάτου μιας νέας προς κάποιον νεότερό της στην ηλικία και τα κοινωνικά σχόλια για τη σχέση αυτή.
Ο Κονδυλάκης ως λογοτέχνης -ακόμη και στο έργο του «Οι άθλιοι των Αθηνών» (1895, «Εστία», σε συνέχειες)- χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα και ειρωνεύεται τους δημοτικιστές. Θεωρείται μάλιστα «νονός» του όρου «μαλλιαρός» για τους οπαδούς της Δημοτικής, όταν ένα βράδυ έτσι περιέπαιξε τα αδέλφια Πασαγιάννη. Ήδη το 1884 βραβεύεται από τη φιλολογική «Εστία», ενώ την ίδια χρονιά εκδίδεται ο πρώτος τόμος με έργα του και φέρει τίτλο «Η Κρήσσα ορφανή». Αξίζει να σημειωθεί τούτο κλείνοντας το κεφάλαιο «Κονδυλάκης ως λογοτέχνης», ότι δηλαδή η πλειοψηφία των έργων του πριν γίνουν βιβλίο είχαν δημοσιευτεί σε συνέχειες στις εφημερίδες που κατά καιρούς δούλευε.
Θεράπων της δημοσιογραφίας
Ο Βιαννίτης λογοτέχνης, όμως, ήταν λαμπρή δημοσιογραφική πένα, σε σημείο μάλιστα να θεωρείται «πατέρας του ελληνικού χρονογραφήματος» αν και είχαν πρωτογράψει άλλοι όπως ο Κ. Πωπ, ο Ειρ. Ασώπιος. Επίσης, διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Ενώσεως Συντακτών.
Το 1882-84 ο Κονδυλάκης θα πρωτοδημοσιεύσει ευθυμογραφήματά του στη σατιρική εφημερίδα «Ραμπαγάς» και το 1896 εντάσσεται στη δημοσιογραφική οικογένεια του «Εμπρός», το οποίο εκδίδει ο Δημήτρης Καλαποθάκης. Το βάφτισμα του δημοσιογραφικού πυρός θα το πάρει, όμως, όταν εξέδωσε μαζί με το λόγιο εκδότη, Στυλιανό Αλεξίου την εφημερίδα «Νέα Εβδομάς», στο Ηράκλειο πάντως πριν το 1889, χρονιά που ανεβαίνει στην Αθήνα για πιθανή μόνιμη εγκατάσταση, γιατί η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, και έκτοτε συνεργάζεται ως δημοσιογράφος με έντυπα της πρωτεύουσας.
Τη διετία 1896-97 θα ξαναβρεθεί στο νησί ως πολεμικός ανταποκριτής και θα μείνει μνημειώδης η επαφή του με τον Αλβανό φιλέλληνα Γεώργιο Βέροβιτς. Το 1897 (μέχρι το 1918, που φεύγει οριστικά από την Αθήνα για σοβαρότατους λόγους υγείας) ανεβαίνει οριστικά στην πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους κι αρχίζει τη λαμπρή κατοπινά σταδιοδρομία του. Ειδικότερα, δημοσιεύει άρθρα του στις εξής εφημερίδες και περιοδικά: «Εφημερίς» του Κορομηλά, «Εστία», «Σκριπ».
Στο «Εμπρός» από το 1897 και για μια εικοσαετία περίπου κράτησε τη στήλη του χρονογραφήματος σε υψηλό επίπεδο, που δέχτηκε τα εγκώμια του Σπύρου Μελά, του Παύλου Νιρβάνα (τούτος τον ονόμασε τιμής ένεκεν «πατέρα του αθηναϊκού χρονογραφήματος»), του Φώτου Πολίτη. Τα κείμενα στην εφημερίδα του Καλαποθάκη τα υπέγραφε με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Διαβάτης», αφού δοκίμασε νωρίτερα κάποια άλλα, όπως «Κονδυλοφόρος», «Βαρδής Γύπαρης» κ.α.
Πολύτιμοι σύμβουλοί του -στην πολυετή δημοσιογραφική και πετυχημένη, καταξιωμένη αρκετά καριέρα στην Αθήνα- υπήρξαν, όπως γράφει ο Φ. Πολίτης, η πείρα της ζωής και η παρατηρητικότητα. Αυτά τα δυο τον οπλίζουν με τέτοιο θάρρος, που μπορεί να αντιμετωπίζει με την πένα του καθετί και να το σατιρίζει, να το σαρκάζει ή να κάνει χιούμορ, μόλο που μέσα του είναι -επισημαίνει ο Πολίτης- ένας βαθύς παρατηρητής που πάσχει και οργίζεται.
Ενώ την υπογραφή του φέρουν 6000 συνολικά χρονογραφήματα, ας δώσουμε περισσότερη προσοχή στα όσα γράφει ο Η. Βουτιερίδης για αυτά. Ότι δηλαδή -αν κι είναι γραμμένα σε μια όχι σχολαστική καθαρεύουσα- είναι σελίδες «γεμάτες σοφή παρατήρηση, χιούμορ, σπαρταριστή ζωή, καλαισθησία, φιλοσοφικό πνεύμα, αληθινά χρονικά της ζωής».
Η κληρονομιά του
Αντί για επιλόγου, ας παραθέσουμε ό,τι θα γράψει για αυτόν ο Κώστας Βάρναλης. «Στη νεότερή μας λογοτεχνία είναι ζήτημα αν υπάρχει κανείς άλλος να του παραβγεί στην κλασική λιτότητα του ύφους του. Ό,τι ήθελε να πει το έλεγε με τον πιο απλό κι ολοκληρωμένον τρόπο, χωρίς υπερβολές και χωρίς στολίδια. Κι ο λόγος του είτανε στερεός και συγκεκριμένος…Όσο είταν εξαιρετικός λογοτέχνης, άλλο τόσο είτανε κι εξαιρετικός άνθρωπος. Άνθρωπος από τους λίγους, που συναντιώνται σε κάθε επάγγελμα. Ίσος, αξιοπρεπής, περήφανος κι αγνός. Δεν είχε εχθρούς και δε μισούσε κανένα. Και δε ζήλευε κανένα…» (Αισθητικά-κριτικά, τόμος Β, σελ. 206).
Στην Κρήτη κατεβαίνει οριστικά το 1918 και από 5-27.10.1919 βρίσκεται μετά από πολλά χρόνια ξανά για τόσο διάστημα σερί στη γη που ον γέννησε, τη γενέθλιο Βιάννο. Με τσακισμένη, όμως, την υγεία του από τα ξενύχτια (όχι μόνο στους δημοσιογραφικούς πάγκους, αλλά πιο πολύ σε χαρτοπαικτικά τραπέζια, των οποίων ήταν μανιώδης λάτρης) της Αθήνας εισάγεται το 1920 στο Δημοτικό νοσοκομείο Ηρακλείου, όπου αφήνει την τελευταία του πνοή στις 25 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς σε ηλικία μόλις 58 ετών. Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Αγ. Κωνσταντίνου Ηρακλείου, αλλά αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στην ιδιαίτερή του πατρίδα, όπως ήταν κι η στερνή του επιθυμία.