Κόσμος έξω από τον Κήπο απολάμβανε το θέαμα της Γερμανικής αποχώρησης
Είχε περάσει κι όλας το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη 1944. Από την έντονη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη ο λαός περίμενε εξελίξεις.
Θα τέλειωναν άραγε τα βάσανά του;
Η ζωή όμως επέμενε να συνεχίζει τους δικούς της ρυθμούς. Και τα νιάτα άρχιζαν πάλι να ονειρεύονται.
Ο Βασίλης (δεν μπορώ να φωτογραφίσω τον άνθρωπο αυτό) μόλις είχε παντρευτεί την κοπέλα που αγαπούσε. Δεν έβλεπε την ώρα να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Τόσους μήνες έκανε υπομονή τηρώντας την υπόσχεσή του στις παραδόσεις.
Ένας Γερμανός στρατιώτης καθόταν έξω από την εκκλησία στα Τρία Μοναστήρια, αυτό το αρχιτεκτονικό φαινόμενο να είναι κτισμένες οι εκκλησίες μια πάνω στα ερείπια της άλλης και ευχόταν να είναι αληθινές οι φήμες ότι αποχωρούν. Επιτέλους τόσα χρόνια χαμένα και ποιος ξέρει τι θα αντίκριζε στη χώρα του επιστρέφοντας.
Ένας από τους Μιχεληδάκηδες πάντως στα Μισσίρια «έβραζε στο ζουμί του».
Ήταν αυτός που είχαν αγγαρέψει οι Γερμανοί κατεβαίνοντας από τα χωριά του Κέντρους, μετά το Ολοκαύτωμα, να προσέχει τα κοπάδια που είχαν κατεβάσει μαζί με το άλλο πλιάτσικο.
Κάθε βράδυ τον έβαζε το κλιμάκιο που τον επισκεπτόταν να μετρά τα ζώα και να αναφέρει. Κρατούσαν σημειώσεις οι αδικοθάνατοι κι αυτός δεν μπορούσε να κρατήσει μερικά ζωντανά για τους πεινασμένους αντάρτες.
Την προηγουμένη όμως δεν άντεξε και έστειλε μερικά ζώα στους αγωνιστές που λιμοκτονούσαν. Ας γινόταν πια ό,τι ήθελε. Στο κάτω της γραφής στον αγώνα των ανθρώπων αυτών στηριζόταν η λευτεριά. Ας έκανε κι αυτός κάτι.
Και πάνω στην ώρα τον ειδοποίησε ένας γνωστός ότι την επομένη το πρωί 13 του Οκτώβρη θα έρχονταν για έλεγχο και να ετοιμάζεται.
Τέλειωσαν τα ψέματα σκεφτόταν ο αγνός αυτός πατριώτης. Η επομένη ίσως να ήταν και η τελευταία μέρα του.
Ξημέρωμα λευτεριάς
13 του Οκτώβρη 1944. Η μέρα ξημέρωσε με περίεργα σκηνικά εδώ κι εκεί. Το ξημέρωμα βρήκε τον Βασίλη να καπνίζει χαμένος σε σκέψεις έξω από το σπίτι του. Είχε διώξει νύχτα τη γυναίκα του όταν διαπίστωσε ότι τελικά δεν ήταν ο πρώτος άνδρας στη ζωή της. Ολομόναχος στη ζωή δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Ο ίδιος όμως που αποφάσιζε για την τύχη του υπέφερε. Δεν ήθελε ωστόσο να υποχωρήσει. Μερικά πράγματα, όπως τα διδάχτηκε, δεν είχαν συγχωρεμό.
Ο Γερμανός στρατιώτης στην εκκλησία εκεί στα Τρία Μοναστήρια, θέλησε να αφήσει κάτι τώρα που έφευγαν. Ανέβηκε στη σκεπή της εκκλησίας και χάραξε με το σουγιά του «13 /10/1944».
Στις εννέα το πρωί της ιστορικής αυτής μέρας ο κόσμος έβλεπε με απορία μπροστά στο Καμαράκι κάθε λογής αυτοκίνητα μαζεμένα.
Αξιωματικοί και στρατιώτες Γερμανοί φθάνουν με τις αποσκευές τους έτοιμοι για αναχώρηση. Κάποιοι τολμούν και να αποχαιρετίσουν τους Ρεθεμνιώτες που απλά τους κοιτάζουν με το ίδιο πάντα βλέμμα που έκρυβε φόβο και αμφισβήτηση των φαινομενικά καλών προθέσεων.
Γεμίζουν τ’ αυτοκίνητα στρατό. Γεμίζουν και τα μικρά, από αξιωματικούς. Από τη Σοχώρα φεύγουν τα ιταλικά άρματα με τους «μαυροκούκουλους». Ένας Γερμανός στρατιώτης ξεκρεμά την ταμπέλα της στρατιωτικής διοικήσεως.
Κάποιοι σχολιάζουν ψιθυριστά για το γεγονός ότι δεν έγινε το πρωί έπαρση της γερμανικής σημαίας. Μήπως τελικά το όνειρο γίνεται πραγματικότητα; Οι ποταμοί αίματος οδήγησαν στην όχθη της λευτεριάς;
Κάπου ένα μικρό άρμα σκεπασμένο με τη γερμανική σημαία είναι ακινητοποιημένο. Μόλις όμως η φάλαγγα με τα άλλα οχήματα φθάνει στο ύψος της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων ξεκινά και αυτό.
Μόλις και το άρμα αυτό φθάνει έξω από το Νεκροταφείο, ο κόσμος νοιώθει ένα κύμα ενθουσιασμού να τον πλημμυρίζει. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι ο τόπος ανάσανε πια.
Και από τη μια στιγμή στην άλλη κωδωνοκρουσίες, ζητωκραυγές, δημιουργούν στην πόλη ένα πανδαιμόνιο ευτυχίας. Ο κόσμος ξέφρενα γιορτάζει την απελευθέρωσή του από τον ναζιστικό ζυγό με τη γαλανόλευκη να βγαίνει από τα μπαούλα και να κυματίζει στα μπαλκόνια, με μπαλωτές και άλλες εκδηλώσεις πανηγυριού.
Κατοχή, βασανιστήρια, εκτελέσεις ανήκουν στο μαύρο παρελθόν.
Αναφέρει στις ιδιόγραφες μνήμες που μας είχε εμπιστευθεί ο αξέχαστος Μανόλης Κούνουπας: «Από τους Τέσσερις Μάρτυρες μέχρι τον Κήπο και πέραν αυτού είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς. Οι Ρεθεμνιώτες έβλεπαν συνεπαρμένοι το απίστευτα απολαυστικό θέαμα: Να φεύγουν οι Γερμανοί!
Η φάλαγγα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν ο συμπολίτης καφεπώλης Νικολακάκης στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου Κουντουριώτου και άρχισε να τους μουντζώνει και να τους βρίζει. «Κατησχυμένος και ντροπιασμένος φεύγεις ξένε κατακτητά» ήταν η επωδός.
Αμέσως μετά όλοι οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. Επισφράγισμα του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος ήταν ο κρότος της ανατίναξης της γέφυρας Ατσιποπούλου. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν ακόμα και την τελευταία στιγμή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους.
Το τεταμένο εφιαλτικό κλίμα της γερμανικής κατοχής άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Οι Ρεθεμνιώτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας και ονείρου ακόμα και αλλοφροσύνης.
Άλλοι γελούσαν άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι φιλιόντουσαν. Την άλλη μέρα μπαίνουν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ περίπου 150 με 200 άνδρες και παρελαύνουν στην πόλη. Η μπάντα του δήμου με επικεφαλής τον αλησμόνητο αρχιμουσικό αγαπητό Βορειοηπειρώτη πρόσφυγα Νίκο Γκίνο ξεκινά από την πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη και διέρχεται την Αρκαδίου, συνεχίζει ως τον Πλάτανο και δια της Εθνικής Αντιστάσεως φθάνει στη Μεγάλη Πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής επικρατεί παράφορος ενθουσιασμός με μυριόστομες ζητωκραυγές και φρενιτιώδη χειροκροτήματα. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ μετά από διήμερη εγκατάσταση στους παλιούς στρατώνες στη Σοχώρα, άφησαν μια μικρή δύναμη στο Ρέθυμνο και οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν στα Χανιά».
Όσο για τον Μιχελιδάκη βλέποντας τον εχθρό να αδειάζει τον τόπο δεν ήξερε σε ποιον άγιο να ανάψει κερί. Είχε κυριολεκτικά σωθεί από του χάρου τα δόντια.
Νέα σύννεφα στον ορίζοντα
Άλλα προβλήματα όμως μένουν πίσω να συνεχίσουν το συναξάρι του βασανισμένου λαού μας από εκεί που το άφησε η εχθρική κατοχή.
Με την ικανοποίηση φανερή στα πρόσωπά τους κάποιοι Ρεθεμνιώτες επιμένουν να περιμένουν στην έξοδο της πόλης να βεβαιωθούν. Είναι τόση η χαρά που φαίνεται σαν ψέμα.
Κι όμως το βλέμμα των Γερμανών που ταπεινωμένοι γυρίζουν και κοιτάζουν πίσω την πόλη που παραληρεί βεβαιώνει ότι πράγματι. Ήρθε η στιγμή να αποσυρθεί στο πυρ το εξώτερο το ναζιστικό τέρας.
Ήσαν αναφέρει ο χρονογράφος της εποχής, χλωμοί, και μαραμένοι. Ήσαν οι ηττημένοι! Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε μια δυνατή ανατίναξη. Ήταν ο θάνατος της Ατσιπουλιανής καμάρας, πολεμικής κι αυτής ηρωίδας.
Η πείνα όμως παρέμεινε
Μπήκε νικήτρια η ομάδα του Βαρδη Ι. Χομπίτη στην πόλη με τους άλλους αγωνιστές και η τοπική διοίκηση μπαίνει πια στη διαδικασία καθόλου εύκολη να βάλει τον κόσμο σε μια καθημερινότητα. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. H τοπική κοινωνία στην πλειοψηφία της αντιμετωπίζει θέμα επιβίωσης. Καχεκτικά παιδιά και γυναίκες με μαραμένα πρόσωπα κυριαρχούν ενώ οι ηλικιωμένοι θυμίζουν σκιές. Τα μνημόσυνα έχουν την πρωτοκαθεδρία στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Κι όλοι περιμένουν τις καλύτερες μέρες για να προγραμματίσουν τη ζωή τους.
Πολλές εύπορες οικογένειες ζουν στα όρια της φτώχειας εξαιτίας των κατασχέσεων που έκαναν οι ναζί της περιουσίας τους για διαφόρους λόγους και κυρίως για αντιστασιακή δράση. Στην κατηγορία αυτή και ο σπουδαίος αγωνιστής γιατρός Μιχάλης Μαρούλης. Μπορεί εκείνος που του παραχωρήθηκε η κλινική από τους Γερμανούς έναντι υπηρεσιών να πήρε με τη γυναίκα του τον δρόμο προς τη φίλη του χώρα για να γλιτώσει τις συνέπειες της αντεθνικής δράσης του, αλλά ο ηρωικός γιατρός έπρεπε να περιμένει μια σειρά από διαδικασίες για να του επιστραφεί η οικογενειακή περιουσία. Πέθανε όμως την άνοιξη του ‘45 και δεν πρόλαβε τουλάχιστον αυτή την αποζημίωση. Αν δεν κάνω λάθος και οι κληρονόμοι του πέρασαν αρκετή ταλαιπωρία μέχρι να πάρουν πίσω όσα τους κατάσχεσε ο εχθρός.
Από τα πρώτα θέματα που απειλούν το μεταπολεμικό Ρέθυμνο είναι τι άλλο; Η αισχροκέρδεια όπως αποδεικνύουν οι συναλλαγές που γίνονται και εις είδος σε μερικές περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό το δημοσίευμα στην «Κρητική Επιθεώρηση» (Δεκέμβρης 1944): «Προς δόξα της Αγορανομίας μας και εις πείσμα της διατιμήσεως, το Σάββατον επωλήθησαν τα ψάρια προς τρεις οκάδες έλαιον, ο πελτές προς δραχμάς 240, τα τσουκάλαι εις την τιμήν των 90 δραχμών και το σινάπι προς 16 δραχμάς, παρά τη διατίμηση, δηλαδή δέκα φορές και πλέον των προπολεμικών τιμών …». Και στο μεταξύ βασικά είδη αρχίζουν να εξαφανίζονται από την αγορά και μεταξύ αυτών το πολύτιμο λάδι.
Η σύλληψη και παραδειγματική τιμωρία εμπόρου δεν συνέτισε τους κατ’ εξακολούθηση μαυραγορίτες και η αγανάκτηση των ανθρώπων άρχισε να ξεχειλίζει. Στο γειτονικό Ηράκλειο έχουμε και κρούσματα λιντσαρίσματος.
Δημιουργείται θέμα με την τροφοδοσία. Ένα ακόμα σημείο των καιρών έρχεται να φορτίσει περισσότερο το κλίμα. Ενώ στο Ηράκλειο γίνεται κανονικά η συναλλαγή με το νέο ελληνικό χαρτονόμισμα και την Αγγλική στρατιωτική λίρα που είχαν αντικαταστήσει το σύστημα συναλλαγής στο Ρέθυμνο, μια μερίδα συναλλασσομένων αρνείται να συμμορφωθεί προβάλλοντας υπερβολικές αξιώσεις στην συναλλαγή της. Και με τη συμπεριφορά αυτή έρχεται μεγάλη μερίδα συμπολιτών σε πλήρες αδιέξοδο».
Επιτέλους λίγο πριν τα Χριστούγεννα μαθαίνει περιχαρής ο λαός του Ρεθύμνου ότι άνοιξε ο δρόμος της τροφοδοσίας. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου καταφθάνει στο λιμάνι Ηρακλείου το πρώτο ατμόπλοιο με τρόφιμα και λοιπά είδη ο Στρατιωτικός Αγγλοαμερικανικός Σύνδεσμος Μ.L.
Τα τρόφιμα αυτά τα έστειλε ο σύνδεσμος για να διανεμηθούν δωρεάν. Θα πληρωνόταν μόνο το κόστος μεταφοράς και διανομής.
Από το πλούσιο φορτίο του σκάφους οι 350 τόννοι προορίζονταν για το Ρέθυμνο, προκειμένου να τους διαχειριστεί ο τότε στρατιωτικός διοικητής Χρήστος Τζιφάκης. Που να προλάβει όμως ο καημένος να χαρεί την ευκαιρία να νοιώσει μια κάποια ανακούφιση ο ταλαίπωρος λαός.
Ξεσηκώθηκαν οι λιμενεργάτες και οι μεταφορείς διεκδικώντας υπερβολικά ποσά για τις δυνατότητες της Πολιτείας να ανταποκριθεί. Ταλαιπωρημένη κατηγορία εργαζομένων και οι λιμενεργάτες πίστεψαν πως ήρθε ο καιρός να βγάλουν τα «σπασμένα» άλλων εποχών.
Αρχίζουν μαραθώνιες διαβουλεύσεις με τον Τζιφάκη που με το γνωστό του εκείνο μειλίχιο ύφος προσπαθεί να τους φέρει στο φιλότιμο. Ανένδοτοι αυτοί, εν αντιθέσει με τους Ηρακλειώτες συναδέλφους τους που προσφέρουν και δωρεάν υπηρεσίες για τη διανομή πακέτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και του οργανισμού ML για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού.
Πάντως κάτι παίρνει Χριστουγεννιάτικα επιπλέον το Ρέθυμνο. Πρόκειται για μισό κιλό …αλάτι κατ’ άτομο.
Το πρόβλημα του επισιτισμού δεν λύνεται όμως και σε λίγο καιρό αρχίζει να αντιμετωπίζει θέμα και η ύπαιθρος του νομού.
Και οι καλλιέργειες θα σκεφτείτε; Μα ποιες καλλιέργειες χωρίς σπόρους και άλλα γεωργικά εφόδια. Άρχισε να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που γέμιζε πυκνά σύννεφα τον ορίζοντα που μόλις είχε ξαστερώσει από τη σκλαβιά.
Στο μεταξύ αρχίζουν να έρχονται στο Ρέθυμνο, Χανιώτες μη αντέχοντας να βλέπουν Γερμανούς στον τόπο τους που ως γνωστόν είχαν όλοι συγκεντρωθεί στον γειτονικό νομό από όπου έφυγαν τελικά στα μέσα του 1945.
Στους Χανιώτες μας «πρόσφυγες» στον τόπο τους ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός όπως διαβάζουμε σε σχετική ανακοίνωση τους χορηγεί δυο οκάδες αλεύρι και μισή οκά όσπρια το άτομο κι έχει ο Θεός.
Εχθρικό κλίμα
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ομάδες ενόπλων εμφανίζονται στην πόλη σκορπίζοντας τον πανικό. Ευτυχώς που υπήρχε ομάδα περιφρούρησης υπό τον Βαρδή Ι. Χομπίτη και γλίτωσε η πόλη από συρράξεις.
Για να έχουμε μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε και τις δυνάμεις που δρούσαν κατόπιν εντολών ανωτέρων θα μείνουμε σε μια περιγραφή που μας είχε κάνει ο αξέχαστος Μανόλης Κούνουπας.
«Από τις αρχές του Οκτώβρη μέχρι την απόσυρση των Γερμανικών δυνάμεων από το Ρέθυμνο στις 13 Οκτωβρίου 1944, η προσπάθεια της ΕΟΡ επικεντρώθηκε στο ξεσήκωμα όλων των δυνάμεών της απ’ όλο τον νομό. Η εντολή ήταν προσέγγιση της πόλης του Ρεθύμνου απ’ όλα τα σημεία, με τη δημιουργία ενός κλοιού, με σκοπό την παρεμπόδιση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατάληψης των Αρχών με το φεύγα των Γερμανών.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τον Ψηλορείτη και τον Μυλοπόταμο κατέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη περιοχή Πηγής – Αγ. Δημητρίου και από κει στα περίχωρα της πόλης.
Οι Άγγλοι και η διοίκηση της ΕΟΡ εγκατέστησαν το Αρχηγείο τους στην Κλινική Δανδόλου και στο σπίτι δοσίλογου, που ήταν στην Οδό Γιαμπουδάκη. Όρισαν φρούραρχο της πόλης τον Παύλο Γύπαρη, που εγκαταστάθηκε στα στρατιωτικά οικήματα της Στρατολογίας, ενώ εγκατέστησε παράλληλα, φυλάκια με άνδρες της ΕΟΡ σε επίκαιρα σημεία, (Άμμος Πόρτα, ΒΙΟ, δυτική πλευρά του κήπου).
Ομάδες Εθνικοφρόνων της ΕΟΡ, εξάλλου, κατέλαβαν τον λόφο Ευλυγιά.
Τμήματα του ΕΛΑΣ κατέλαβαν την περιοχή Μύλους – Χρωμοναστήρι και τον λόφο της Μεσκηνιάς. Εγκατέστησαν τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος υπό τον Στρατή Βελουδάκη στο κτίριο της Επιστρατεύσεως στη Σοχώρα».
Όπως το αποφάσισε έτσι έπραξε το δημοτικό συμβούλιο της εποχής. Κύριο ρόλο όμως στην πρόληψη ακόμα χειρότερων καταστάσεων διαδραμάτισε ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, ο πολυγραφότατος δικηγόρος, ο χαλκέντερος ιστορικός ερευνητής.
O Μιχαήλ Μυρωνος Παπαδάκις με τις πρωτοβουλίες του και με τις θεσμικές του ιδιότητες πρόλαβε ακραίες καταστάσεις την κρίσιμη εκείνη περίοδο του έθνους μας.
Η μεγάλη του ικανότητα να προλαμβάνει καταστάσεις με την οξύνοια που τον διέκρινε έσωσε την επαρχία του από μεγάλη αιματοχυσία.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Γιώργη Αγγελιδάκη, σοβαρό ρόλο στην προσπάθεια να αποφευχθεί ο εμφύλιος στο Ρέθυμνο κατέβαλαν εκτός από τον ίδιο και τον Μιχάλη Μυρ. Παπαδάκη και οι Εμμ. Τσιριμονάκης, Νίκος Δασκαλάκης, Στέλιος Δουλγεράκης, Κώστας Χατζάκης, Γιάννης Ευαγγελίδης, Νίκος Μυλωνάκης, Γιώργης Σμπώκος, Γιώργης Κλάδος, Αντρέας Κουτρουμπάς και Κώστας Αντωνάκης.
Αρχίζουν δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο (μόνο την Κρητική Επιθεώρηση βρίσκουμε από 13 Δεκεμβρίου 1944 ημερομηνία επανέκδοσης της) που προσπαθούν να τονώσουν το πατριωτικό αίσθημα και την ανάγκη για ομόνοια και εθνική ομοψυχία.
Η κατάσταση όμως παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και στις 19 Δεκεμβρίου 1944 κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος σε όλο το νησί.
Σκηνές απείρου «κάλλους» αρχίζουν να διαδραματίζονται προκαλώντας ντροπή για την κατάντια ορισμένων «εθνοπατέρων».
Οι νύχτες γίνονται κόλαση ομάδες «τραμπούκων» βρίσκουν ευκαιρία να λειτουργούν ως παρακράτος.
Η τοπική κοινωνία ζει μέσα στο άγχος αντί να χαίρεται τη λευτεριά Θα κάνουμε εκτενή αναφορά σε κείνα τα γεγονότα σε επόμενα αφιερώματά μας.