«Περπατούν στον δρόμο των Τσάρων (Αρκαδίου) και στη Μεγάλη Πόρτα, ανεβοκατεβαίνουν, λες και ζουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Περνούν χωρίς λόγο για να κάμουν έναν περίπατο. Οι χωρικοί μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά, οι έμποροι τρίβουν τα χέρια τους -όσοι έχουν καλή μέρα- και καλή μέρα είναι όταν μπαίνουν πελάτες στα μαγαζιά τους. «Και σκόνη που αφήνουν στα μαγαζιά είναι κέρδος -λένε οι καλοί έμποροι- φτάνει να μπαινοβγαίνουν». Όλοι τους είναι απασχολημένοι, βιάζονται τα μεσημέρια να πάνε στα σπίτια τους. Και ξαναβγαίνουν μετά το φαγητό ή αργά το απόγευμα, για να ξαναπεράσουν και να περπατήσουν τους ίδιους δρόμους, να χαιρετήσουν τους ίδιους ανθρώπους… Και την άλλη και την άλλη πάλι τα ίδια…».
Ο Ρεθεμνιώτης συγγραφέας Ανδρέας Νενεδάκης με το μυθιστόρημά του «Οι Βουκέφαλοι» τιμήθηκε το 1991 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το 1994 με το βραβείο Ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκσί.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορηματικού έργου του Α. Νενεδάκη είναι το ότι πάντα στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό υλικό, γεγονότα-πρόσωπα-καταστάσεις, ενώ το τρίπτυχο που το χαρακτηρίζει είναι ο ρεαλισμός στην αφήγηση, το ρευστό πεδίο διαπλοκής του «ιστορικά πραγματικού» με το φανταστικό και ότι αποτελεί πηγή πληροφοριών και στοιχείων, ηθογραφικού περιεχομένου, γύρω από συγκεκριμένες κοινωνίες κι εποχές. Το μυθιστόρημα «Οι Βουκέφαλοι», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς κυριαρχεί η ρεθυμνιώτικη κοινωνία των δεκαετιών του ’20 και του ’30 κι ολόκληρη η ελληνική κοινωνία με τις αντιθέσεις και τις τραγικές συγκρούσεις της, που έλαβαν χώρα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έως πριν τον A’ Π.π. Προφανές κίνητρο του συγγραφέα είναι να φέρει στο φως τα πραγματικά χρώματα της πόλης κι έτσι αντλεί τα θέματά του από τα ανεξάντλητα αποθέματα των βιωμάτων του και τα διαχειρίζεται ανεπιτήδευτα και με ελεγχόμενη νοηματική φόρτιση. Από τη μία, ο κόσμος των ευυπόληπτων πολιτών, οι πλούσιες οικογένειες που προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο, οι αυστηροί καθηγητές των γυμνασίων, οι αλαζόνες πρόξενοι, οι μεγαλέμποροι, οι άνθρωποι των Αρχών κτλ. κι από την άλλη, μικροαστοί και μικρομαγαζάτορες που προσπαθούν να ανεβούν οικονομικά προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες, δηλαδή μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και το φευγιό των μουσουλμάνων που είχαν και τις μεγάλες περιουσίες. Υπάρχουν ακόμη οι μικρασιάτες πρόσφυγες, αρκετά περιφρονημένοι που προσπαθούν να τακτοποιηθούν και επίσης, άλλοι λαϊκοί τύποι -όπως ο Γκόγκος, οι «ταμπάκηδες», το στραβόξυλο, ο πατέρας της Χρυσής, ο δημοσιογράφος Δρακάκης αλλά και ο… Σκάρας.
(σ.σ. Στο παρόν άρθρο, τα με έντονη γραφή (bold) αποτελούν αποσπάσματα από το βιβλίο: «Οι Βουκέφαλοι»)
Τον λένε Σκάρα γιατί μοιάζει με γυπαετό και σ’ όλα τα γυροχώρια ακόμη και στην πολιτεία έχει όνομα. Είναι ένας από τους αλατζάδες (= μάζευαν παράνομα αλάτι στις βραχώδεις ακτές) κι είναι από τα δυτικά χωριά. Θαλασσινοί, χωρίς πλεούμενα, βάρκες, καΐκια ή καράβια. Είναι μόνο βουτηχτάδες, ψαράδες του καμακιού και του φυτιλιού… Είναι μέρες που ο Σκάρας κάθεται μπροστά από την αυτοσχέδια αλυκή απολιθωμένος, ακούνητος από το πρωί. Δεν έχει κλείσει ακόμη τα είκοσι πέντε και φαίνεται σαράντα. Τα μάτια του, τα φοβερά του μάτια κοιτάζουν μπρος εκεί κάτω στον ορίζοντα, εκεί που το νερό αγγίζει τον ουρανό……. Όλοι έχουν ξεχάσει το ναυάγιο της «Αγγελικής». Αυτούς που πήρε ο βυθός στο βορεινό Αιγαίο. Είχαν κι άλλοι δικούς τους στο τορπιλισμένο πλοίο. Εκείνος όμως είχε τον πατέρα του, τον Αετό που είχε ένα πρόσωπο και μια μύτη άγριου όρνιου. Ο Αετός έχει μείνει εκεί πάνω στο Αιγαίο μαζί με τους άλλους επίστρατους κι ο γιος του δεν σκέφτεται τίποτα άλλο παρά την εκδίκηση. Μέρα και νύχτα σκεφτόταν πως θα πληρώσουν οι αίτιοι, πως θα τιμωρήσει τους φταίχτες και πως θα τους στείλει να βρουν τον πατέρα του και την «Αγγελική».
Όμως ο τορπιλισμός της «Αγγελικής» από τα γερμανικά υποβρύχια, με επίστρατους από την πόλη και ολόκληρο το νησί, έχει ξεσηκώσει τον κόσμο. Διακόσιοι υπολογίζονται από το νησί μας όσοι χάθηκαν στο ναυάγιο. (σ.σ. ο αριθμός είναι υπερβολικός). Κλαίνε στα χωριά και βράζουν το στάρι σ’ όλα τα σπίτια για τα κόλλυβα. Οι παπάδες κάνουν μακαριές και οι γεροί όταν μπαίνουν στην πολιτεία κατεβάζουν το μαύρο μαντήλι τους ως τα μάτια και προσπερνούν αμίλητοι. Οι καλύτεροι νου νομού, αυτοί που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσουν τον Βενιζέλο πνίγηκαν με το «Αγγελική». Οι αρχές φοβηθήκαν πως θα κάψουν τα προξενεία. Μέρα νύχτα κάνουν περιπολία στα σοκάκια οι χωροφύλακες και στο δρόμο των Τσάρων όπου ζουν και κατοικούν οι πρόξενοι έχουν διπλοσκοπιές και δεν μπορεί κανείς να περάσει όταν ανάψουν τα φώτα της δημογεροντίας. «Τα άδυτα της γερμανικής προπαγάνδας εν Ελλάδι αποκαλύπτονται. Ήλθον εις το φως πρόσωπα και πράγματα επί της τροφοδοσίας των υποβρυχίων…», γραφεί η Κρητική Επιθεώρησις και συνεχίζει, «Τα υποβρύχια απόκλεισαν το νησί. Το ξεκαθάρισμα από τους κατασκόπους της γερμανικής προπαγάνδας πρέπει να γίνει αμέσως…..».
Ποια όμως είναι η «Αγγελική»; και τι ακριβώς συνέβαινε με τα γερμανικά υποβρύχια;
Για να «αγγίξουμε» την Ιστορία και να πάρουμε απαντήσεις ας μεταφερθούμε στην Αθήνα του 1916. Την περίοδο αυτή, η κατάσταση στην πρωτεύουσα είναι έκρυθμη ενώ, πραγματική εξουσία στην μικρή Ελλάδα, ασκούν ο Γάλλος ναύαρχος Νταρτίζ ντι Φουρνέ, εγκατεστημένος με τον στόλο του έξω από τον Πειραιά και ο αρχηγός της αγγλικής διπλωματίας, Πρέσβης της Αγγλίας, σερ Φράνσις Έλιοτ.
Το ημερολόγιο της Ιστορίας
Τον Ιούνιο του 1916 και ύστερα από τελεσίγραφο των Συμμάχων, διατάχθηκε γενική επιστράτευση. Με σύντομες και αφανείς ενέργειες του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ιωάννη Μεταξά, μεγάλο μέρος των εφέδρων οργανώθηκε σε παραστρατιωτικές ομάδες, που έγιναν γνώστες ως «οι επίστρατοι» ενώ, στο μέτωπο της Μακεδονίας εμφανίστηκε δυναμικά στην Θεσσαλονίκη το Κίνημα Εθνικής Άμυνας, μια φιλοβενιζελική οργάνωση που τάχθηκε υπέρ των συμμάχων της Αντάντ (Entente) διαφωνώντας ανοιχτά με την στάση ουδετερότητας του Στέμματος.
Στις 13/26 Σεπτεμβρίου 1916, ώρα δυόμισι μετά τα μεσάνυχτα, φεύγει από την Αθήνα ο Βενιζέλος. Συνοδευόταν από τον ναύαρχο Κουντουριώτη, τον Νεγρεπόντη, τον Ρέπουλη, τον Μιαούλη, τον εφοπλιστή Εμπειρίκο και μερικούς ακόμη στενούς συνεργάτες του. Όλοι μεταφερθήκαν με αυτοκίνητα που παραχώρησε η Γαλλική Πρεσβεία. Έφυγαν από την λεωφόρο Συγγρού, συνοδευόμενοι από αυτοκίνητα της αγγλογαλλικής αστυνομίας. Δύο ατμάκατοι τους περίμεναν στην Ηετιώνεια Ακτή. Μαζί με εκατό περίπου συναγωνιστές, επιβιβάζονται στα πλοία «Εσπερία» και «Ατρόμητος» με προορισμό τα Χανιά, όπου την επόμενη μέρα συγκροτείται επίσημα η Προσωρινή Κυβέρνηση. Στις 26-9/9-10 η «Τριανδρία», με την προσθήκη του στρατηγού Παναγιώτη Δαγκλή, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, σχεδόν όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί έχουν στείλει από ένα τουλάχιστον απόσπασμα. Στο κέντρο της πόλης αλλά και στο λιμάνι, καμία στιγμή της ημέρας δεν μπορείς να περπατήσεις από το πλήθος των στρατιωτών, οι οποίοι δεν πολεμούν. Όλη μέρα σκάβουν. Ανοίγουν τάφρους, στερεώνουν πασσάλους, στήνουν αντίσκηνα. Ευφυέστατα ο Γάλλος πολιτικός Κλεμανσό τους ονόμασε «οι κηπουροί της Σαλονίκης». Αυτά, και πολλά άλλα, έχει να αντιμετωπίσει ο Βενιζέλος. Επίσης πρέπει να διεκδικήσει για την Ελλάδα όσα της ανήκουν, αλλά κι όσα περισσότερα μπορεί.
Στην Αθήνα όμως…
Συχνή εικόνα στους δρόμους της Αθήνας είναι τα αγήματα Άγγλων και Γάλλων που συνοδεύουν άντρες που θέλουν να καταταχτούν στο στρατό της Εθνικής Άμυνας. Είναι άοπλοι, φοράνε πολιτικά και τους έχουν στην μέση για να τους προστατεύουν. Είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να τους λιντσάρουν. Άλλοι τους επευφημούν. Με τον Ηλεκτρικό από την Ομόνοια φτάνουν στον Πειραιά και επιβιβάζονται σε πλοία. Ένα από τα πλοία είναι και το ατμόπλοιο «Αγγελική» και σ’ αυτό επιβιβάζεται κι ο Αετός από το Ρέθυμνο, ο πατέρας του Σκάρα.
Το απόγευμα της 15ης/28ης Οκτωβρίου 1916 το «Αγγελική», πλοιοκτησίας της «Ιονικής Ατμοπλοΐας» των Αφών Γιαννουλάτου, απέπλευσε από τον Πειραιά για Χαλκίδα – Βόλο – Θεσσαλονίκη με περισσότερους από 400 επιβάτες, μεταξύ των οποίων και αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, οπλίτες και εθελοντές.
Ήταν η ώρα 9:00 το βράδυ, τρία ναυτικά μίλια από τις Φλέβες, όταν ακούστηκε μια έκρηξη. Ο έμπειρος καπετάνιος του Παπαδογιάννης με υπερπροσπάθεια κατάφερε να προσαράξει το χτυπημένο πλοίο σ’ έναν ορμίσκο των Φλεβών έως ότου σπεύσουν σε βοήθεια άλλα πλοία. Εκ των υστέρων ο πλοίαρχος ισχυρίζεται ότι είδε περισκόπιο υποβρυχίου, το οποίο εξαπέλυσε τέσσερις τορπίλες. Οι τρεις πρώτες αστόχησαν, η τέταρτη όμως χτύπησε το πλοίο αποκόπτοντας το πρωραίο τμήμα του και παρασύροντας στο βυθό όσους βρίσκονταν σ’ αυτό. Αλλά τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στις 18/31-10-16 προσεγγίζει το τραγικό γεγονός προσεκτικότερα: έγινε τορπίλλισις ή πρόσκουσις έπί τορπίλλις; Ολόκληρος ο Τύπος για πολλές μέρες πρόβαλλε το συμβάν με ιδιαίτερη μνεία.
Την επομένη, έξω από την Αγγλική Πρεσβεία συγκεντρώνεται κόσμος που ρωτάει για το ατμόπλοιο που χτυπήθηκε. Κάποιοι φωνάζουν συνθήματα κατά της Γερμανίας. Κάνεις δεν ξέρει πόσοι επέβαιναν. Εκτός του πληρώματος και τους επιβάτες υπήρχαν και εκατόν σαράντα εθελοντές για τον Στρατό Σωτηρίας. Αρχικά μιλάνε για πενήντα έξι αγνοούμενους. Ανάμεσα σε αυτούς που χάθηκαν είναι κι ο πατέρας του Σκάρα, ο Αετός.
Τελικά η Αγγλική Πρεσβεία έδωσε τον κατάλογο των διασωθέντων κι είναι ο ίδιος κατάλογος που κατέθεσε ο ναύαρχος Φουρνέ στο δημαρχείο του Πειραιά. Με ανακοινώσεις τους οι ξένες πρεσβείες αποποιούνται κάθε ευθύνη. Οι Σύμμαχοι θέλουν να καταστήσουν ύποπτους τους Γερμανούς, οι Γερμανοί τους Συμμάχους. Το ελληνικό κράτος απών.
Την μεθεπομένη του ναυαγίου οι δρόμοι γύρω από την Ομόνοια έχουν γεμίσει αφίσες που απεικονίζουν ένα υποβρύχιο. Μια αφίσα φτάνει και στο Αθηναϊκόν Πρακτορείον Ειδήσεων, του οποίου διευθυντής είναι ο Ιωάννης Πάρρεν, σύζυγος της ρεθεμνιώτισσας Καλλιρρόης Σιγανού, πρωτοπόρου του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα και πρώτης ελληνίδας δημοσιογράφου.
Η αφίσα λέει:
ΑΜΟΙΒΗ 2.000 ΛΙΡΩΝ
Προσφέρεται υπό της ενταύθα Αγγλικής Πρεσβείας αμοιβή εκ λιρών στερλινών 2.000 (δύο χιλιάδων) δια την τελεσφόρον καταγγελίαν εχθρικού υποβρυχίου. Η αμοιβή αύτη πληρωθήσεται μετά την καταστροφήν του υποβρυχίου. Πλην τούτου, και εις τον κομιστή σχετικών πληροφοριών περί πάσης ποσότητος ελαίου ή άλλου είδους, όπερ ήθελεν αποδειχθεί ως προορισμένων δι’ εχθρικόν σκάφος, πληρωθήσεται ποσόν ίσον προς την υπό διαμετακόμισιν αξίαν του ανακαλυφθησομένου είδους. Πληροφορίαι δίδονται παρά τω πλησιεστέρω Αγγλικώ Προξενικώ Γραφείω.
Εκ του Γραφείου της Αγγλικής Πρεσβείας.
Τι πραγματικά συνέβη
Το ατμόπλοιο «Αγγελική» προσέκρουσε σε νάρκες του ναρκοπεδίου αριθμός 31 που πόντισε στον Σαρωνικό το ναρκοθετικό γερμανικό υποβρύχιο U-73, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διεξαγωγή του ναυτικού πολέμου στην Μεσόγειο. Μάλιστα ο κυβερνήτης του Gustav Siess, πέτυχε ρεκόρ βύθισης 56 πλοίων, συνολικού τονάζ 188.895 κόρων και κατατάχτηκε στην έκτη θέση της λίστας των πιο επιτυχημένων κυβερνητών υποβρυχίων στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι προσκρούσεις αυτές και οι απώλειες, ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στις 2/10/2016 στο Διεθνές συνέδριο για «Τα 100 χρόνια των ναυαγίων της Κέας» που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Δήμου Κέας, το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών και το Σύλλογο Ερασιτεχνών Αυτοδυτών «ΤΗΘΥΣ».
Ως πρωτογενής πηγή υπάρχει η περιγραφή του πλοηγού του υποβρυχίου Martin Niemöller, όπως τα αναφέρει στο βιβλίο του «Vom U-Boot zur Kanzel» (μτφ. Από το υποβρύχιο στον άμβωνα) και ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε κληρικός. «Με το χάραμα της ημέρας βρισκόμαστε, μετά από διάφορες νυχτερινές συναντήσεις με καταδρομικά και αλλεπάλληλες καταδύσεις, μπροστά στην νήσο Φλέβες βορειοανατολικά της Αίγινας. Κατά την διάρκεια του πρωινού αναπτύσσεται εδώ έντονη ατμοπλοϊκή κυκλοφορία, την οποία επιβλέπει προστατεύοντας ένα πλησίον σε εμάς βρισκόμενο γαλλικό αντιτορπιλικό. Ο καιρός είναι άσχημος και είναι δύσκολο να κρατήσουμε το U 73 σε ύψος περισκοπίου. Κατά το μεσημέρι θα τοποθετηθούν δυο ναρκοπέδια ανατολικά και δυτικά του μικρού νησιού, στο σημείο της ατμοπλοϊκής διαδρομής, και μετά θα κατευθυνθούμε νότια προς το στενό της Κέας»
Επιστροφή στο Ρέθυμνο…
Στις σελίδες του βιβλίου «Οι βουκέφαλοι», διαβάζουμε:
Σ’ όλο το περιγιάλι ήταν γνωστό το νταραβέρι με τα υποβρύχια. Πως από την πολιτεία έφερναν πετρέλαιο, βενζίνη, τρόφιμα, λεμόνια, ακόμη και νερό και ορισμένες νύχτες έβγαινε μέσα από τη θάλασσα το πολεμικό, φόρτωνε, ξαναβουτούσε και χανόταν στο πέλαγος. Ο μεγαλουσιάνος ο κ. Ζ. τους πλήρωνε καλά και χωρίς να το ξέρουν βοηθούσαν αυτούς που πολεμούσαν όσοι από τους δικούς τους είχαν επιστρατευτεί. Τις περισσότερες φορές ο ανεφοδιασμός γινόταν μέσα από το λιμάνι της πολιτείας όμως, και τότες μερικοί γυρογιαλίτες, μαζί και ο Σκάρας, παιδί ακόμη, πήγαιναν και βοηθούσαν… Ύστερα όμως από τον τορπιλισμό της «Αγγελικής», τα υποβρύχια απόφευγαν τα δυτικά παράλια. Και δεν θα ‘χε περάσει μήνας όταν ξαφνικά ήρθε η είδηση μια νύχτα πως το υποβρύχιο θα ‘πιανε πάλι στο γυρογιάλι και στο χωριό βούιξε το νέο. Μαζώχτηκαν όλοι όσοι ειδοποιήθηκαν όμως ο Σκάρας άκουσε τη φασαρία και χωρίς να χάσει στιγμή βγήκε μέσα από τη νύχτα και ακολούθησε τους χωριανούς χωρίς να τον αντιληφτούν και την ώρα που το υποβρύχιο ξεμπούκαρε μέσα από το νερό του πέταξε ένα τρίκλωνο δυναμίτη πάνω στην πλώρη. Το υποβρύχιο ξαναβούτηξε και χάθηκε μέσα στη θάλασσα. Στο περιγιάλι απλώθηκε αναταραχή….. όλοι όμως ήξεραν ποιος είχε ρίξει τον δυναμίτη κι όλοι στην πολιτεία το κουβέντιαζαν και ονομάτιζαν και τον «υποβρυχά», όπως ακουγόταν τώρα ο Σκάρας. Παρ’ όλο που προσπάθησαν να σκεπάσουν την επίθεση…
Η σύλληψη και η απόδραση
Δεν θα περάσει όμως πολύς καιρός που ο Σκάρας, από απόκληρος της κοινωνίας θα γίνει ήρωάς της.
Ξαφνικά σα να χάλασε η Μεγάλη Πόρτα. Λες κι έπεσε η καμάρα. Τέτοια χλαλοή πρώτη φορά είχε ξεσηκωθεί. Έφερναν το Σκάρα οι ζαφτιγιέδες δεμένο και στην πλάτη του ‘χαν φορτώσει μισό τσουβάλι αλάτι. Η αγορά είχε ξεσηκωθεί. «Άδικα» φώναζε ο κόσμος, «Άδικα»… «Βρε τους κερατάδες τον πιάσανε»,… «Αυτός… Ο Σκάρας… Θεέ μου, τι άντρας είναι τούτος». Δεν μπορούσαν να τον κοιτάξουν στα μάτια. Τα κορακίσια μαλλιά ανέμιζαν μακριά σαν του Χριστού και τα μάτια του άστραφταν. Ο Σκάρας περπατούσε ασυγκίνητος και περήφανος. Δεν κατέβαζε το βλέμμα του. «Ο υποβρύχιας… ο υποβρύχιας», φώναζαν και ακουγόνταν ως κάτω τον Πλάτανο και ξεσηκώθηκε ο λαός… Όμως και η σύλληψη του Σκάρα ήταν ένα άλλο μυστήριο. Φαινόταν πως ήταν προδοσιά στη μέση… Από την άλλη, οι χωροφυλακές ήταν ντόπιοι και τους χαιρετούσαν και κείνοι χαμογελούσαν κι ήταν ευχαριστημένοι για το κατόρθωμά τους. Όμως για την σύλληψη το έμαθαν κι οι φίλοι του Σκάρα. «Τι ‘ναι αδέρφι», «Ο Σκάρας…», «Ε…», «Τον πάνε στη Λεμονέ, (= παλιά τούρκικη φυλακή με μια λεμονιά στο προαύλιό της) η συνοδεία θα φτάσει στον Πλάτανο, εμείς θα τους περιμένουμε στη Μικρή Παναγία, θα κατέβουμε το Μακρύ Στενό και θα πέσουμε απάνω της. Έχεις μαζί σου…» και κοίταξε τη μέση του. «Έχω», του ΄πε, «μα θα πάρομε και τω χωροφυλάκω…». Όμως στη Μικρή Παναγία γινόταν γάμος και ο περίβολος, οι δρόμοι, ήταν γεμάτοι ανθρώπους, παιδιά, γυναίκες, μεγάλη σύναξη και πυροβολισμοί και να ρίχνουν κουφέτα, ρύζια και λεμονανθούς, να χασκογελούν, να πειράζει ο ένας τον άλλο και να χάνει το παιδί τη μάνα από τη φασαρία. Η συνοδεία με τον Σκάρα μπήκε στο σταυροδρόμι. Οι χωροφύλακες έσπρωχναν τον κόσμο και προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο. Εκεί μπροστά στη νύφη και στον γαμπρό έγινε ένα κουβάρι ο κόσμος. Αυτό που ακλούθησε δεν μπορεί να το περιγράψει άνθρωπος. Ο Σκάρας κατάλαβε πως η ευκαιρία ήταν μοναδική. Σχεδόν γονατιστός χώθηκε μέσα στο πλήθος των καλεσμένων που πυροβολούσαν και φώναζαν όλοι μαζί χωρίς να μπορούν να κινηθούν. Η σύγχυση, οι βλαστήμιες και οι κραυγές έφταναν στον ουρανό. Ο γαμπρός έχασε τη νύφη κι οι χωροφύλακες άδικα προσπαθούσαν να ξεδιακρίνουν το Σκάρα ανάμεσα σ’ αυτόν τον συρφετό.
Η απόδραση του Σκάρα ήταν ένα ξέσπασμα που γέμισε χαρά το χοντρολαό και βύθισε στην απελπισία τους τρανούς…
Η επιχείρηση για να ξαναπιάσουν το Σκάρα οργανώθηκε τέλεια. Οι αλατσάδες κατέβαιναν το πρωινό. Ένας ένας, δυο δυο, μερικές γυναίκες, παιδιά έφταναν πριν ξεμυτίσει ο ήλιος στους βράχους του Πετρέ, του φαραγγιού που ‘ναι δίπλα στο κύμα. Κανείς δεν είχε αντιληφτεί τους χωροφύλακες που είχαν ζώσει τον τόπο από τα μεσάνυχτα και περίμεναν. Και ο Σκάρας με τον αρραγό στον ώμο δεν άργησε να φανεί. Ξαφνικά ακούστηκε το σύνθημα. «Παραδοθείτε, όλοι ψηλά τα χέρια», φώναξε ένας βαθμοφόρος ενώ όλα τα όπλα βρόντησαν κι αντιλάλησαν στο φαράγγι. Ο Σκάρας είχε καταλάβει πως δεν μπορούσε να ξεφύγει. Βούτηξε στο νερό. «Ελάτε να με πιάσετε», φώναξε μέσα απ’ το κύμα και χάθηκε. Κάνεις δεν τον ξανάδε…. Όμως τον περίμεναν ακόμη και στην πολιτεία και δεν πίστευε κανείς πως χάθηκε. Ίσα ίσα επειδή δεν τον έβγαλε η θάλασσα έλεγαν πως είναι ζωντανός και πως μια μέρα θα τον ξαναδούν στη Μεγάλη Πόρτα να κατεβαίνει λεβέντης και άγιος κι αλίμονο στους χωροφύλακες. Κι οι αλατσάδες δεν ήθελαν να του κάμουν τα κόλλυβα και δεν αφήναν τον παπά να τον μνημονεύει στις μακαρίες. Όλοι περίμεναν πως θα ξαναγυρίσει κι όλοι φοβόνταν μη γυρίσει.
Όμως η Ιστορία…
Ο Σκάρας ίσως να ήταν ικανός με μια αναπνοή, να φτάσει μέχρι τις Φλέβες για να ‘βρει τον πατέρα του, τον Αετό. Και οι δυο τους, άσημοι και αζήμιοι στη ρεθεμιώτικη κοινωνία και στην εποχή τους, έβαλαν πλώρη για το μεγάλο ψηφιδωτό κάδρο της Ιστορίας. Σαν δύο ψηφίδες, που όταν λείπουν διακρίνονται αμέσως κι όταν υπάρχουν δεν τις ξεχωρίζει κανένας.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Γρηγοράκης, Γ. (2011). Μαύρη πέτρα, Μυθιστόρημα, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Ζούργος, Ι. (2017). Λίγες και μία νύχτες, Μυθιστόρημα, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Νενεδάκης, Α. (1991). Οι Βουκέφαλοι, Μυθιστόρημα, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.
Νικολόπουλος, Φ. (1999). Πνιγηροί κόσμοι. Ανακτήθηκε Αύγουστος 8, 2018 από https://www.tovima.gr/2008/11/24/
Galon, D. (2009). Το υποβρύχιο U-73. Ανακτήθηκε Ιούλιος 7, 2018, από https://keadive.gr (και με την άδεια της: D. Galon and the S/S Burdigala Project Team)
* Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Είναι συγγραφέας, αρθρογραφεί στο nautilia.gr και είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο σταθμό ΚΡΗΤΗ fm 87,5 (Αθήνα). Είναι μέλος της Παγκρήτιας Δημοσιογραφικής Ένωσης Μ.Μ.Ε.