Του ΜΗΝΑ ΑΝΤΥΠΑ*
Μέρος Β’
…Πως, όμως, μπορούμε να κατανοήσουμε την ίδια την Επανάσταση; Να εμβαθύνουμε στην εποχή της, να ξετυλίξουμε το σύνθετο πλέγμα των αντιθέσεων που οδήγησαν στην έκρηξή της αλλά και στην εσωτερική της πορεία. Δεν είναι κάτι εύκολο, σίγουρα όμως είναι γοητευτικό και ενδιαφέρον για όποιον αυθεντικά εμπνέεται απ’ τα μεγάλα επαναστατικά ξεσπάσματα της ιστορίας και πιστεύει -ακόμα και σήμερα- στην αξία της ταξικής πάλης και της Επανάστασης ως «άλματος» και ως τομής στην ιστορία των κοινωνιών.
Η Ελληνική Επανάσταση εντάσσεται γενικά στην ιστορική εποχή μετάβασης απ’ τις φεουδαρχικές σχέσεις στις καπιταλιστικές, απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Πρόκειται για μια διαδικασία που όταν εκδηλώνεται η Ελληνική Επανάσταση έχει ολοκληρωθεί ή βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης σε τμήματα της δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ.
Σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ η αναπτυσσόμενη αστική τάξη συγκρούστηκε σκληρά με τη φεουδαρχική εξουσία προκειμένου να θεμελιώσει την εξουσία της. Δεν ήταν μια στιγμιαία διαδικασία αλλά πολλές φορές μακρόχρονη και μακρόσυρτη. Η αστική τάξη και συγκρουόταν και προχωρούσε σε συμβιβασμούς με τη φεουδαρχική εξουσία. Ωστόσο για τους ευρωπαίους φεουδάρχες και μονάρχες κάθε τέτοιος συμβιβασμός που νόμιζαν ότι θα θωράκιζε την εξουσία τους λειτουργούσε τελικά ως το επόμενο βήμα για την ισχυροποίησης της αστικής τάξης.
Αποφασιστική στιγμή στην διαδικασία εδραίωσης της κυριαρχίας της αστικής τάξης ήταν οι ίδιες οι αστικές Επαναστάσεις: ας θυμηθούμε την Αγγλική Επανάσταση, την Αμερικανική Επανάσταση, τη Γαλλική Επανάσταση. Αν πάμε λίγες δεκαετίες αργότερα, στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης θα δούμε ότι εκδηλώνονται μια σειρά επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις στον υπόλοιπο κόσμο: στη Λατινική Αμερική (1811-1830), στην Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία (1818-1820), στο Βέλγιο (1830), ενώ την ίδια χρονιά γίνεται και η Ιουλιανή Επανάσταση στο Παρίσι.
Κατά κάποιο τρόπο η Ελληνική Επανάσταση εντάσσεται σ’ αυτή την «Διεθνή» των αστικών Επαναστάσεων ως ένας απ’ τους κρίκους της. Ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης δεν σχετίζεται με το ότι όσοι συμμετείχαν σ’ αυτή ήταν αστοί ούτε γιατί θα δούμε απαραίτητα μια απόλυτα ομοιογενή, συγκροτημένη ελληνική αστική τάξη. Ήταν αστικός ο χαρακτήρας της Επανάστασης απ’ τη σκοπιά του ποιες αντιφάσεις ήρθε να «λύσει» ή να θέσει την αφετηρία για την υπέρβασή τους. Και η βασική ήταν η μετάβαση απ’ τις ξεπερασμένες φεουδαρχικές σχέσεις στις αστικές σχέσεις, από μια πολυεθνοτική Αυτοκρατορία με απολυταρχική διακυβέρνηση σ’ ένα εθνικό κράτος με αστικούς θεσμούς, τέτοιους που να θωρακίζουν τα συμφέροντα της διαμορφούμενης ελληνικής αστικής τάξης. Ενώ η ιδιαίτερη σημασία της Ελληνικής Επανάστασης έγκειται στο ότι η ρήξη με τη φεουδαρχική οθωμανική εξουσία και το πέρασμα στην αστική εξουσία έγινε με τρόπο επαναστατικό. Και αυτό αποτέλεσε μοναδική περίπτωση στο χώρο των Βαλκανίων.
Το υπόστρωμα για την εκδήλωση της Επανάστασης του 1821 ήταν η ανάπτυξη των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια διαδικασία που εντάθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Βασικό στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης -ιδιαίτερα απ’ τα μέσα του 18ου αιώνα και έπειτα- ήταν η εξάπλωση του χερσαίου και θαλάσσιου εμπορίου των ευρωπαϊκών κρατών, η οποία με τη σειρά της οδηγούσε στη σταδιακή διάβρωση των υφιστάμενων φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής ανεξάρτητα απ’ τον χαρακτήρα που είχαν στον υπό οθωμανική κυριαρχία ελλαδικό χώρο ή τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα.
Αυτή η διαδικασία συνέβαλε τελικά: 1) στην αλλαγή του χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής με την καλλιέργεια προϊόντων που διατίθενταν όλο και περισσότερο στην εξωτερική αγορά, 2) στη σταδιακή διαμόρφωση ενός «εσωτερικού» εμπορίου και ναυτιλίας στα χέρια των υποδούλων πληθυσμών, ιδίως των Ελλήνων, 3) ως επέκταση των προηγούμενων, στη σταδιακή συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου στα χέρια ορισμένων ομάδων και φυσικών προσώπων εντός της Αυτοκρατορίας.
Ειδικά για τους Έλληνες η διαδικασία αυτή καθόρισε τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στο χερσαίο και το θαλάσσιο εμπόριο της Βαλκανικής και την σχετική «εξειδίκευσή» τους στον συγκεκριμένο τομέα. Ο οικονομικός τους ρόλος έγινε πιο σπουδαία μετά τη δεκαετία του 1770. Στην κρίσιμη αυτή πεντηκονταετία πριν την εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε η μεγάλη ανάπτυξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας του Αιγαίου και του Ιονίου που αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό -όχι όμως το μόνο- δείγμα της ανάδυσης των νέων καπιταλιστικών σχέσεων στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο.
Η διαδικασία ανάδυσης των νέων, καπιταλιστικών σχέσεων οδηγούσε στη διαμόρφωση και τη σχηματοποίησης μιας ελληνικής αστικής τάξης. Υπήρχαν τα πιο σαφώς διαμορφωμένα τμήματά της όπως οι έμποροι των πόλεων της Οθ. Αυτοκρατορίας όπως στην Κων/λη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, τη Χίο, οι πλοιοκτήτες της Ύδρας και των Σπετσών κ.α. Ενώ «αστοποιούνταν» σταδιακά – να μια έννοια που ίσως μπορεί να βοηθήσει – και άτομα από στρώματα του νότιου ελλαδικού χώρου που, κατά κάποιο τρόπο, βρίσκονταν στο μεταίχμιο μιας εποχής. Αυτό το στοιχείο δεν πρέπει να το ξεχνάμε καθώς μιλάμε για μια εποχή κατεξοχήν μεταβατική. Σε τέτοιες εποχές υπάρχει το στοιχείο της ρευστότητας, της συχνής εναλλαγής ρόλων και καταστάσεων.
Ένα τέτοιο κοινωνικό στρώμα που βρίσκονταν σ’ αυτή τη διαδικασία ήταν οι γνωστοί κοτζαμπάσηδες ή πρόκριτοι, προεστοί: παρότι αποτελούσαν τμήμα της διοίκησης του οθωμανικού κράτους, έχοντας ως βασική πηγή εισοδημάτων τη γη εντούτοις όλο και περισσότερο ορισμένοι απ’ αυτούς επένδυαν και έβγαζαν κέρδος απ’ τη συμμετοχή τους στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Ένα τμήμα τους δηλαδή «αστοποιούνταν» και συνέδεε την τύχη του με την εξωτερική καπιταλιστική αγορά.
Η πορεία εμβάθυνσής των αστικών σχέσεων δεν είχε μόνο οικονομικό υπόβαθρο και περιεχόμενο. Συνοδευόταν, επίσης, και απ’ την αντίστοιχη κίνηση στο επίπεδο των ιδεών, πρωταρχικά της φιλοσοφίας. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνιστούσε στο επίπεδο των ιδεών και της φιλοσοφίας μια σύγκρουση επαναστατική με την ιδεολογία και την πρακτική της χριστιανικής Εκκλησίας με την αντίληψη περί «ελέω Θεού μοναρχών» με δικαιώματα ζωής και θανάτου επί των υπηκόων τους. Βέβαια σήμερα κάποιος μπορεί ν’ αντιληφθεί, ειδικά σήμερα, την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις και την ιδεολογία της αστικής τάξης και στο πραγματικό περιεχόμενό τους. Ωστόσο αν «μπούμε» στη συγκεκριμένη ιστορική εποχή για να κατανοήσουμε την τότε κατάσταση και τις τότε αντιθέσεις, τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι για την αστική τάξη και τον αγώνα της ενάντια στη φεουδαρχία οι διακηρύξεις του Διαφωτισμού ήταν αυθεντικά επαναστατικές.
Σταδιακά λοιπόν, και οι Έλληνες έμποροι άρχισαν να έρχονται σ’ επαφή με τις πρωτοπόρες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: μόνο ο έμπορος που υπερέβαινε το στενό περιβάλλον του χωριού, έφευγε απ’ τα ορεινά της Πίνδου ή το Πήλιο και πήγαινε στη Λειψία, το Παρίσι ή το Άμστερνταμ, όπως π.χ. ο Κοραής, θα μπορούσε να έρθει σ’ επαφή μ’ αυτές τις ιδέες. Αν πήγαινε στη Βενετία ή τη Βιέννη θα συνειδητοποιούσε τη δύναμη της τυπογραφίας για τη διάδοση αυτών των ιδεών, μέσω εφημερίδων ή φυλλαδίων. Ακόλουθα πάλι ο έμπορος θα συνέβαλε στη διάδοσή τους στον ελλαδικό χώρο, γενικότερα στο χώρο της Οθωμ. Αυτοκρατορίας. Έτσι διαμορφώθηκε και το φαινόμενο που αποκλήθηκε «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», στην ουσία η διαμόρφωση της εθνικής, ελληνικής, αστικής ιδεολογίας στην οποία πρωταγωνίστησαν στοχαστές προερχόμενοι απ’ τους κύκλους των εμπόρων ή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Ουσιαστική πλευρά και στενά συνδεδεμένη με τις διαδικασίες που περιγράψαμε, δηλαδή 1) της ανάδυσης των καπιταλιστικών σχέσεων και 2) της διαμόρφωσης της αστικής ιδεολογίας είναι και η εθνική συνειδητοποίηση η οποία με τη σειρά της οδήγησε στη διαμόρφωσης της διαφοράς με τον «κυρίαρχο» Οθωμανό και την «τάξη» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως απαραίτητο όρο για τη διαμόρφωση ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού αστικού κράτους. Όσο αυξανόταν η οικονομική ισχύς της διαμορφούμενης και ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, τόσο αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τους περιορισμούς του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους και το καθεστώς της υποδούλωσής σε αυτό.
Αυτές οι διαδικασίες καθόρισαν και τον χαρακτήρα της Επανάσταση ως «εθνικοαπελευθερωτικής», κάτι το οποίο συνέβη και με άλλες αστικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις όπως η Αμερικανική Επανάσταση, οι εξεγέρσεις της Λατινικής Αμερικής με τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του Βελγίου κ.α. Σε πολλές περιπτώσεις η εκάστοτε «εθνική» αστική τάξη χρειάστηκε να συγκρουστεί με το κυρίαρχο κράτους του οποίου ήταν υποτελής. Μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση δεν αντιφάσκει, επομένως, με τον ταξικό – κοινωνικό της χαρακτήρα και περιεχόμενο. Αντίθετα μπορεί ν’ αποτελεί τη μορφή εκδήλωσής της…
* Ο Μηνάς Αντύπας, είναι υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Το παρόν δημοσίευμα αποτελεί μέρος της ομιλίας του κατά την παρουσίαση της έκδοσης: «1821. Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», στα πλαίσια της έκθεσης βιβλίου που διοργανώνει η Τ. Ε. Ρεθύμνου του ΚΚΕ στο Σπίτι του Πολιτισμού 1-8 /12/2021