Του ΜΗΝΑ ΑΝΤΥΠΑ*
Μέρος Γ’
…Η Ελληνική Επανάσταση δεν εκδηλώθηκε σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Μετά το 1815 εκδηλώθηκε στο νότιο ελλαδικό χώρο μια βαθιά οικονομική κρίση, πρωταρχικά στο εμπόριο και τη ναυτιλία, για να απλωθεί σταδιακά στους περισσότερους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Η κρίση όξυνε περαιτέρω τις αντιθέσεις, αναδεικνύοντας με ακόμα πιο επιτακτικό τρόπο τα αδιέξοδα της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, την αναγκαιότητα της επαναστατικής σύγκρουσης της αστικής τάξης με τη φεουδαρχική εξουσία. Και πάλι όμως η οικονομική κρίση από μόνη της, δε θα μπορούσε ν’ αποτελεί επαρκή συνθήκη για την εκδήλωση της Επανάστασης. Για κάτι τέτοιο απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και οργάνωση για να μπορέσει μια Επανάσταση αρχικά να επιβιώσει και στην πορεία να εξασφαλίσει πιθανότητες νίκης.
Έτσι λοιπόν, το 1814, στην Οδησσό της νότιας Ρωσίας, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Η επαναστατική οργάνωση της αστικής τάξης διαδραμάτισε κεντρικό και αναντικατάστατο ρόλο στη διαδικασία που οδήγησε στην εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης. Η Φιλική Εταιρεία λειτούργησε ως πρωτοπορία της ελληνικής αστικής τάξης. Μπόρεσε να ενσωματώσει στα δίκτυά της άτομα απ’ όλες τις ηγετικές ομάδες του ελλαδικού χώρου (κοτζαμπάσηδες, έμποροι, ιερείς, πλοιοκτήτες, αρματολοί και πρώην κλέφτες), να συμβάλλει στην υπέρβαση των αναστολών και των επιφυλάξεων των διαφορετικών συμφερόντων που αντιπροσωπεύονταν στις γραμμές της. Αξιοποίησε το στοιχείο της συνωμοτικότητας και των παράνομων δικτύων για να μπορέσει να διαμορφώσει ένα επαναστατικό σχέδιο ανεξάρτητο από τη στάση των «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής, στηριγμένο σε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον απ’ ανατροπή της οθωμανικής εξουσίας. Ήταν τελικά αυτή που οργάνωσε τους Έλληνες επαναστάτες και προετοίμασε, ηθικά και υλικά, την Επανάσταση και την έκρηξή της.
Η απόφαση για το ξέσπασμα της Επανάστασης δεν συνιστούσε μια ευθύγραμμη και εύκολη διαδικασία. Η οικονομική κρίση δημιουργούσε ταλαντεύσεις, ακόμα και ανάμεσα στους εμπόρους και πλοιοκτήτες, για το αν ήταν επίκαιρη μια Επανάσταση και ως προς τις συνέπειες που θα είχε μία πιθανή αποτυχία της. Επίσης ούτε το διεθνές κλίμα ήταν ευνοϊκό. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα συγκροτήθηκε η Ιερά Συμμαχία μεταξύ των ευρωπαϊκών μοναρχιών της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Αυστρία -ενώ παρακολουθούσε και η Αγγλία- που επεδίωκαν την μη επιστροφή των ευρωπαϊκών κρατών σε επαναστάσεις τύπου Γαλλίας. Όταν αντίστοιχες εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν στην Ισπανία το 1819-1820 ή την Ιταλία την ίδια περίοδο με τα κινήματα των Καρμπονάρων, η Ιερά Συμμαχία έστειλε τα στρατεύματά της και τις έπνιξε στο αίμα.
Ωστόσο η Φιλική Εταιρεία είχε πάρει τις αποφάσεις της και είχε εκπονήσει το σχέδιό της. Η Επανάσταση εκδηλώθηκε τελικά στο διάστημα Μαρτίου – Απριλίου του 1821 ύστερα από εντατική προετοιμασία, ειδικά απ’ το φθινόπωρο του 1820. Χαρακτηριστικό της δύναμής και της οργάνωσης που είχε προηγηθεί είναι ότι εξεγέρσεις ξέσπασαν σχεδόν στο σύνολο των περιοχών του μετέπειτα ελλαδικού χώρου. Απ’ τη Χαλκιδική και τη Νάουσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, στη Σαμοθράκη, τη δυτική Κρήτη, ακόμα και την Κύπρο. Φυσικά σε πολλές απ’ αυτές η Επανάσταση σταδιακά έσβησε ή κατεστάλη απ’ τα οθωμανικά στρατεύματα. Ωστόσο στον πυρήνα της επαναστατικής προσπάθειας, στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Σαρωνικού εξαπλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη, σταδιακά επικράτησε και δεν έσβησε ποτέ. Άντεξε μέχρι το τέλος, παρά τις προσπάθειες καταστολής της απ’ τα οθωμανικά στρατεύματα, παρά τον θανάσιμο κίνδυνο που σήμανε η επέλαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ, παρά την πτώση του Μεσολογγίου και των Αθηνών στα 1826.
Στην έκδοση του κόμματος δε στεκόμαστε απαραίτητα στα ίδια τα επαναστατικά γεγονότα. Αντίθετα προσπαθούμε ν’ αναδείξουμε τη στάση των κοινωνικών δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση. Απ’ αυτή τη σκοπιά η αντίληψη του κόμματος συμβάλλει ώστε να μη βλέπουμε άτομα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους όπως ο πρώην κλέφτης και αρχηγός των στρατευμάτων της Πελοποννήσου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο πρώην αρματολός της Ρούμελης και εμπλεκόμενος σε τοκογλυφικές – εμπορικές δραστηριότητες Γιάννης Μακρυγιάννης, ο πλουσιότερος άνθρωπος του νότιου ελλαδικού χώρου υδραίος πλοιοκτήτης Λάζαρος Κουντουριώτης, ο ισχυρός κοτζαμπάσης και έμπορος σταφίδας του Αιγίου Ανδρέας Λόντος, ο χαμηλόβαθμος επίσκοπος αλλά δεύτερος σε μυήσεις μελών στη Φιλική Εταιρεία Παπαφλέσσας, ο φαναριωτικής καταγωγής αστός πολιτικός και διανοούμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο προερχόμενος απ’ το χώρο των Επτανήσων διπλωμάτης και υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας, μονόπλευρα ως «ήρωες» και γενικά ως «αγωνιστές». Αντίθετα να τους βλέπουμε ως αυτό που πραγματικά ήταν: εκπρόσωποι κοινωνικών δυνάμεων και ομάδων. Αυτό δίνει πραγματικό βάθος στην αντίληψη που αποκτούμε για την ίδια την εποχή της Επανάστασης.
Αν και ίσως κανένας εκπρόσωπος αυτών των ομάδων δεν αμφισβητούσε τους βασικούς στόχους της αστικής τάξης (εθνικό κράτος, συγκεντρωτικοί αστικοί θεσμοί, δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς κ.α.), εντούτοις υπήρχαν τμήματα εντός της αστικής τάξης και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων που επιδίωκαν την υλοποίηση αυτών των αιτημάτων μέσω διαφορετικών «δρόμων» και προσανατολισμών. Έπειτα από την έκρηξη της Επανάστασης, αυτά τα διαφορετικά συμφέροντα εκφράστηκαν με σφοδρές αντιθέσεις για τον έλεγχο της ηγεσίας της Επανάστασης, για τη μορφή του επιδιωκόμενου νέου κράτους και τις διεθνείς συμμαχίες του.
Τελικά, αποτέλεσμα της όξυνσης αυτών των σφοδρών αντιθέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις ήταν οι σφοδρές ενδο-επαναστατικές συγκρούσεις που κατέληξαν στις δύο «εμφύλιες» συγκρούσεις των ετών 1823-1825. Οι «εμφύλιοι» πόλεμοι της Επανάστασης δεν αποτελούν κάποια ιδιαιτερότητα της «ελληνικής φυλής», όπως πολλοί υποστηρίζουν, έκφραση μιας διχόνοιας -υποτίθεται- που μας κατατρέχει απ’ την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου μέχρι σήμερα. Αντίθετα είναι δομικό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των μεγάλων Επαναστάσεων, απ’ την Αγγλική και τη Γαλλική ως τη Ρωσική και την Κινεζική Επανάσταση ακόμα. Και δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού η Επανάσταση προϋποθέτει μια ριζική τομή ανάμεσα στις κοινωνίες. Ο αγώνας για την εξουσία είναι αδυσώπητος, άρα μάλλον προϋποθέτει την «εμφύλια» σύγκρουση ανάμεσα στις κοινωνίες.
Στην ελληνική περίπτωση οι «εμφύλιες» συγκρούσεις της Επανάστασης οδήγησαν στην τελική επικράτηση των πιο προωθημένων τμημάτων της αστικής τάξης όπως οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι των νησιών, σε συμμαχία με τους αστούς διανοούμενους και τα πιο αστοποιημένα τμήματα των κοτζαμπάσηδων. Η επικράτησή τους εξασφάλισε στην πορεία την επίτευξη του στόχου της Επανάστασης: ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού εθνικού αστικού κράτους, σε στενή συμμαχία με την καπιταλιστική Βρετανική Αυτοκρατορία.
Αναφερόμενοι στη στάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων, χρειάζεται να επισημανθεί ότι η στάση τους απέναντι στο «ελληνικό ζήτημα» και την Επανάσταση σχετιζόταν με τη συνολικότερη τοποθέτησή τους απέναντι στο «Ανατολικό Ζήτημα», το θέμα της τύχης των εδαφών της αποδυναμωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας απέρρεαν απ’ τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, οδηγώντας και σε αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια για το μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης. Αντίστοιχα οι διεθνείς προσανατολισμοί των διαφόρων ομάδων και εκπροσώπων της Επανάστασης διαμορφώνονταν με βάση τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα και τη μορφή του κράτους που επιδίωκαν να συγκροτήσουν.
Γρήγορα διαφάνηκε ότι οι λόγιοι, πολιτικοί και διανοούμενοι όπως ο Μαυροκορδάτος και ο κύκλος γύρω απ’ αυτόν αλλά και οι πλοιοκτήτες της Ύδρας και των Σπετσών επεδίωκαν την στήριξη και την πρόσδεση των Ελλήνων στην Αγγλία. Όσον αφορά την Αγγλία, αυτή σταδιακά εκτίμησε ότι η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους που θα ήταν σε στενή συμμαχία μαζί της, θα αποτελούσε εμπόδιο στα ρωσικά σχέδια για έξοδο στη Μεσόγειο και θα εξασφάλιζε τη σταθερότητα της εμπορικής και ναυτικής της κυριαρχίας στα νερά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και στο δρόμο για την Ινδία. Αυτές οι σκέψεις καθόρισαν την τελική στήριξή της στους Έλληνες επαναστάτες και οδήγησαν και στη σύναψη των «Δανείων της Ανεξαρτησίας» απ’ τις αγγλικές τράπεζες στα 1824-1825. …
* Ο Μηνάς Αντύπας, είναι υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Το παρόν δημοσίευμα αποτελεί μέρος της ομιλίας του κατά την παρουσίαση της έκδοσης: «1821. Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», στα πλαίσια της έκθεσης βιβλίου που διοργανώνει η Τ.Ε. Ρεθύμνου του ΚΚΕ στο Σπίτι του Πολιτισμού 1-8 /12/2021